Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

весь

  • 1 весь

    всего α., вся, -ей θ., все, всего, ουδ. πλθ. все, всех, αντων.
    1. όλος, -η, -ο,άπας, -α, -αν•

    весь день όλη τη μέρα•

    весь мир όλος ο κόσμος•

    вся страна όλη η χώρα•

    все население όλος ο πληθυσμός•

    все люди όλοι οι άνθρωποι•

    со всех сторон από παντού•

    всеми силами με όλες τις δυνάμεις.

    || με σημ. κατηγ. τελειώνω, εξαντλούμαι, ξοδεύομαι•

    молоко-то у нас все το γάλα μας τέλειωσε.

    2. ολόκληρος, όλος• ακέριος•

    он весь в поту είναι κάθιδρος•

    он весь в отца αυτός είναι ίδιος πατέρας, μοιάζει καταπληκτικά τόν πατέρα.

    3. ουσ. ουδ. το παν, τα πάντα, όλα•

    все для победы όλα για τη νίκη•

    для меня ты все για μένα εσύ είσαι το παν.

    4. η γεν. всего, всех με συγκρ. β. επ. κ. επιρ. επέχει θέση υπερθ. β. чаще всего συχνότατα, συνηθέστατα•

    лучше всех καλύτερα απ’ όλους.

    5. Με όλο(ν), όλη•

    во весь голос μ’ ολη τη δύναμη της φωνής•

    изо всех сил μ’ όλες τις δυνάμεις•

    при всем том παρ’ ολ! αυτά, εν τούτοις•

    во всю силу μ’ όλη τη δύναμη.

    εκφρ.
    безκ. безо всего χωρίς τίποτε•
    все равно – το ίδιο κάνει, το ίδιο πράγμα είναι, το ιδιο είναι, ένα και το αυτό• είναι αδιάφορο• είτε έτσι, είτε αλλιώς• και όμως, εν τούτοις, παρ όλ’ αυτά, μ’ όλα ταύτα•
    все одно – το ιδιο είναι•
    все до одного – όλοι ως τον ένα, ως τον τελευταίο•
    весь всего хорошего – (αποχαιρετισμός) στο καλό•
    вот и все – τέλος, φτάσαμε στο τέλος, αυτό ήταν όλο•
    все одноκ. все едино βλ. πιο πάνω•
    все равно• по всему – απ’ όλα (τα σημάδια).
    θ.
    παλ. χωριό.

    Большой русско-греческий словарь > весь

  • 2 весь

    весь
    (вся, все, все) мест.
    1. ὀλος, ὁλόκληρος, πάς (πάσα, πἄν):
    \весь день ὅλη τή μέρα, ὁλάκερη μέρα· \весь иаро́д ὀλος ὁ λαός, ὅλος ὁ κόσμος· табак у меня \весь вышел ὅλος ὁ καπνός μου τελείωσε·
    2. все ὅλα, τό πᾶν:
    он о^лся без всего́ Εμεινε θεόγυμνος, δέν τοῦ ἐμεινε τίποτε· это лу́чше всего αὐτό εἶναι τό καλλίτερο ἀπ' ὅλα· всего́ понемногу λίγο ἀπ' ὅλα·
    3. все мн. ὅλοι:
    все за одного́ \весь оди́н за всех ὅλοι γιά τόν ἕνα καί ὁ ἔνας γιά ὅλους·
    4. (целиком, полностью) ὅλος:
    он \весь в поту́ εἶναι καταϊδρωμένος· он \весь в отца εἶναι ἰδιος ὁ πατέρας του· ◊ во вей разг μ'ὅλες τίς δυνάμεις· во всю прыть ὁλοταχώς, μέ ὅλη τήν ταχύτητα· все равно́ а) εἶναι τό ίδιο, εἶναι ἕνα καί τό αὐτό (равносильно), б) εἶναι ἀδιάφορο (безразлично), в) δ' ὅλα ταύτα, παρ' ὅλα αὐτά (несмотря ни на что)· я все равно́ это сделаю παρ' ὅλα αὐτά θά τό κάνω· мне все равно́ μοῦ εἶναι ἀδιάφορό всего́ хорошего! στό καλό!, γεια χαρά!,ῶρα καλή!

    Русско-новогреческий словарь > весь

  • 3 весь

    весь 1. (вся, всё, все ) όλος ολόκληρος (целиком)' \весь мир όλος ο κόσμος вся неделя όλη η βδομάδα \весь день όλη τη μέρα' всё время όλη την ώρα все мы όλοι μας все вы όλοι σας все они όλοι τους 2. м мн. все όλοι все здесь? όλοι είναι παρόντες;
    * * *
    1. (вся, всё, все)
    όλος; ολόκληρος ( целиком)

    весь мирόλος ο κόσμος

    вся неде́ля — όλη η βδομάδα

    всё вре́мя — όλη την ώρα

    все они́ — όλοι τους

    2. м мн.

    Русско-греческий словарь > весь

  • 4 весь

    [βίες'] αντ όλος ολόκληρος

    Русско-греческий новый словарь > весь

  • 5 весь

    [βίες'] αντ όλος ολόκληρος

    Русско-эллинский словарь > весь

  • 6 век

    век м 1) (столетие) о αιώνας' XX \век о εικοστός αιώνας 2) (эпоха, время ) η εποχή 3) (жизнь ) η ζωή весь свой \век όλη μου τη ζωή
    * * *
    м
    1) ( столетие) ο αιώνας

    XX векο εικοστός αιώνας

    2) (эпоха, время) η εποχή
    3) ( жизнь) η ζωή

    Русско-греческий словарь > век

  • 7 все

    все мн. ч. от весь
    * * *
    мн. ч. от весь

    Русско-греческий словарь > все

  • 8 всё

    все мн. ч. от весь
    * * *
    1. с. р. от весь 2. нареч.

    всё бо́лее и бо́лее — όλο και πιο πολύ

    всё равно́ — το ίδιο κάνει

    мне всё равно́ — μου είναι αδιάφορο

    ••
    3. с
    όλα, τα πάντα

    Русско-греческий словарь > всё

  • 9 всем

    всем 1)твор. п. от весь,
    * * *
    1) твор. п. от весь, всё 1.
    2) дат. п. от все

    Русско-греческий словарь > всем

  • 10 вся

    вся ж. р. от весь
    * * *
    ж. р. от весь

    Русско-греческий словарь > вся

  • 11 год

    год м το έτος, η χρονιά, ο χρόνος учебный \год το διδακ τικό έτος το σχολικό έτος (в школе) весь (или целый) \год ολόκληρο χρόνο через \год μετά ένα χρόνο в прошлом (в будущем) \году πέρ(υ)σι (του χρόνου) \год тому назад πριν ένα χρόνο, πέρσι в текущем (или в этом) \году φέτος из года в \год από χρόνο σε χρό νο ◇ Новый \год το Νέον έτος, η Πρωτοχρονιά с Новым годом! ευτυχές το Νέον έτος!, καλή Πρωτοχρονιά!
    * * *
    м
    το έτος, η χρονιά, ο χρόνος

    уче́бный год — το διδακτικό έτος; το σχολικό έτος ( в школе)

    весь ( или це́лый) год — ολόκληρο χρόνο

    че́рез год — μετά ένα χρόνο

    в про́шлом (в бу́дущем) году́ — πέρ(υ)σι (του χρόνου)

    год тому́ наза́д — πριν ένα χρόνο, πέρσι

    в теку́щем ( или в э́том) году́ — φέτος

    из го́да в год — από χρόνο σε χρόνο

    ••

    Но́вый год — το Νέον έτος, η Πρωτοχρονιά

    с Но́вым го́дом! — ευτυχές το Νέον έτος!, καλή Πρωτοχρονιά!

    Русско-греческий словарь > год

  • 12 целый

    целый 1) (неповреждённый) σώος, ακέραιος 2) (весь целиком) ολόκληρος; \целый день η ολόκληρη μέρα
    * * *
    1) ( неповреждённый) σώος, ακέραιος
    2) ( весь целиком) ολόκληρος

    це́лый день — η ολόκληρη μέρα

    Русско-греческий словарь > целый

  • 13 всем

    всем
    I.
    1. твор. п. от весь·
    2. дат. п. от все.
    всем II. предл. п. от весь, все I.

    Русско-новогреческий словарь > всем

  • 14 опор

    опор
    м:
    во весь \опор ὀλοταχῶς· скакать во весь \опор καλπάζω Ολοταχώς.

    Русско-новогреческий словарь > опор

  • 15 рост

    рост
    м
    1. (развитие) ἡ ἀνάπτυξη [-ις], ἡ ἀνοδος, ἡ αὐξηση:
    остановиться в \росте παύω νά ἀναπτύσσομαι· \рост промышленности ἡ ἀνάπτυξη τής βιομηχανίας· \рост производительности труда ἡ αὐξηση τής παραγωγικότητας τής ἐργασίας· \рост посевной площади ἡ ἐπέκταση των καλλιεργησίμων ἐδαφων \рост благосостояния ἡ ἄνο-δος τής εὐημερίας·
    2. (человека) τό ἀνάστημα, τό μπόϊ:
    высокого (низкого) \роста ὑψηλού (μικροδ) ἀναστήματος· не по \росту δέν ταιριάζει στό ὑψος (μου)· во весь \рост μ' ὁλόρθο τό κορμί, σ'ὅλο τό ἀνάστημα· растянуться во весь \рост ξαπλώνομαι (или πέφτω) φαρδύς πλατύς· встать по \росту συντάσσομαι κατ· ἀνάστημα· \ростом не выйти разг μένω κοντός·
    3. (размер) τό μέγεθος· ◊ давать деньги в \рост уст. δανείζω χρήματα μέ τόκο, τοκίζω χρήματα.

    Русско-новогреческий словарь > рост

  • 16 в

    κ. во πρόθεση με αιτ. κ. προθτ. πτώση.
    1. προσδιορίζει: τόπο, κατεύθυνση, θέση, τομέα δράσης• εις, στον, στην κ.τ.τ.,σε, για•

    положить в ящик βάζω στο κιβώτιο•

    товар находится в ящиках хо εμπόρευμα είναι στα κιβώτια•

    уеду в Афины θα φύγω για την Αθήνα•

    живу в Афинах ζω στην Αθήνα•

    подать заявление в университет υποβάλλω αίτηση στο Πανεπιστήμιο•

    учусь в университете σπουδάζω στο Πανεπιστήμιο•

    уйти в работу φεύγω για τη δουλιά•

    он весь день в работе αυτός όλη τη μέρα είναι στη δουλιά.

    2. προσδιορίζει μορφή, κατάσταση, είδος• σε•

    лекарство в порошках φάρμακο σε σκονάκια•

    сахар в кусках ζάχαρη (σε) κομμάτια.

    3. δείχνει την εξωτερική όψη, το περίβλημα, την ενδυμασία• αποδίδεται στην ελληνική με τις προθέσεις: σε, στον, στην κ.τ.τ., μπορεί όμως και χωρίς αυτές•

    одеться в шубу φορώ τη γούνα•

    4. σημαίνει ποσό μονάδων σε• ή και χωρίς την πρόθεση•

    комедия в трех действиях κωμωδία σε τρεις πράξεις•

    длиной в два метра μάκρος δυο μέτρα.

    5. προσδιορίζει χρόνο• (μέσα) σε, στον, στην κ.τ.τ. ή και χωρίς ελλ. πρόθεση•

    в ночь на четверг τη νύχτα της Πέμπτης•

    в один день (μέσα) σε μια μέρα•

    в прошлом году τον περασμένο χρόνο (πέρυσι)•

    приду в пятницу θα έρθω την Παρασκευή•

    разница в годах διαφορά στα χρόνια.

    || προσδιορίζει τομέα• στον, στην κ.τ.τ. знаток в литературе γνώστης (κάτοχος) της φιλολογίας.
    6. δείχνει πολλαπλάσιο•

    в три раза больше τρεις φορές περισσότερο.

    7. χάριν, για, στο, στα•

    сказать в шутку λέγω για αστεία, στ’ αστεία, χάριν αστειότητας.

    8. δείχνει ομοιότητα•

    мальчик весь в отца το παιδί είναι ίδιος (απαράλλαχτος) πατέρας, μοιάζει σ’ όλα τον πατέρα.

    9. με προθετ. χρησιμοποιείται για καθορισμό απόστασης• σε•

    в двух шагах от меня (σε) δυο βήματα από μένα•

    в пяти минутах ходьбы от города πέντε λεπτά μακριά από την πόλη με τα πόδια.

    10. δείχνει τη σειρά• κατά•

    во-первых (κατά) πρώτον•

    в-третьих (κατά) τρίτον•

    в-шестых έκτον.

    Большой русско-греческий словарь > в

  • 17 во

    πρόθ. βλ. в
    Χρησιμοποιείται ως•

    во: α) μπροστά από πολλές λέξεις που αρχίζουν από δύο ή τρία σύμφωνα, ιδιαίτερα αν το πρώτο είναι «В» ή «Ф»: во власти, во флоте, во сне. β) μπροστά από τις λέξεις: «весь», «всякий»: во весь голос• во всяком случае, γ) σε μερικές εκφράσεις: во-первых, во избежание.

    Большой русско-греческий словарь > во

  • 18 дух

    -а (-у) α.
    1. νους, διάνοια, νόηση, πνεύμα•

    в здоровом теле здоровый дух γερό μυαλό σε γερό κορμί•

    в том же -е στο ίδιο πνεύμα•

    в этом -е σ'αυτό το πνεύμα.

    (φιλοσ.) το Πνεύμα•

    абсолютный дух το απόλυτο Πνεύμα.

    || (θρησκ.) ψυχή.
    2. ηθικό•

    боевой дух μαχητικό πνεύμα•

    моральный дух το ηθικό•

    дух войска το ηθικό του στρατεύματος, του στρατού•

    сила -а ηθική δύναμη•

    подъм -а ανέβασμα (άνοδος) ηθικού•

    упадок -а πτώση ηθικού.

    || θάρρος•

    поднять дух ενθαρρύνω, εμψυχώνω•

    не хватает -а δεν έχει το απαιτούμενο θάρρος.

    3. νόημα, ουσία•

    это противоречит -у закона αυτό είναι! αντίθετο προς το πνεύμα του νόμου•

    дух времени το πνεύμα των καιρών.

    4. άυλη υπόσταση•

    добрый дух το αγαθό πνεύμα•

    злой ή нечистый дух το κακό ή πονηρό πνεύμα (οι δαίμονες).

    5. αναπνοή•

    дух захватывает (ή занимает, замирает) μου πιάνεται η αναπνοή•

    затаить -κρατώ την ανάσα•

    дайте перевести дух αφήστε με να πάρω αναπνοή,- ν' ανασάνω.

    6. παλ. αέρας.
    7. μυρουδιά.
    8. (με σημ. κατηγ.) -ом γρήγορα, τάχιστα•

    скакать во весь дух καλπάζω στα τέσσερα•

    он -ом ЭТО сделает αυτός θα το φτιάσει στο πι και στο φι.

    || με μια ανάσα, χωρίς διακοπή, μονοκοπανιά•

    он одним -ом выпил большой бокал αυτός έπιε ένα μεγάλο ποτήρι μονοκοπανιά.

    εκφρ.
    святой – Αγιο Πνεύμα•
    святым -ом (узнатьκ.τ.τ.) άγνωστο από που το ξέρω•
    быть в -е – είμαι σε ευθυμία•
    быть не в -е – είμαι σε δυσθυμία, έχω κακοκεφιά•
    во весь дух ή что есть -у ( бежать, мчатьсяκ.τ.τ.) ολοταχώς•
    быть на -у – εξομολογούμαι στον πνευματικό•
    как на -у – ειλικρινά, χωρίς να κρύψω τίποτε (σαν στον πνευματικό)•
    покаяться на -у – μεταμελούμαι στον πνευματικό•
    расположение ή состояние -а – ψυχική διάθεση•
    ни слуху ни -у – ούτε φωνή ούτε ακρόαση, μήτε φανιά μήτε λαλιά (κανένα σημείο ζωής)•
    чтобы -у не было – να μη μείνει ούτε ψυχή•
    дух противоречия – πνεύμα αντιλογίας.

    Большой русско-греческий словарь > дух

  • 19 при...

    (πρόθεμα).
    I.
    Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό ρημάτων και σημαίνει:
    1. κίνηση ως το σκοπό• περάτωση, τέρμα: прийти, прибежать, прилететь.
    2. ενέργεια ως ένα καθορισμένο αποτέλεσμα: приготовить, прикончить, приучить.
    3. πλησίαση, άγγιγμα, επαφή: приставить, притронуться.
    4. στερέωση, σύνδεση: привязать, приклеить, пришить.
    5. σφίξιμο, θλίψη• ομαλοποίηση: придавить, прижать, примять.
    6. ενέργεια που επιστρέφει στον ίδιον, προς ίδιον συμφέρον: приписать, прикупить, присчитать.
    8. ατελή ενέργεια•

    приоткрыть, прикрыть, привянуть.

    9. (απλ.) επέκταση της ενέργειας σε όλα τα αντικείμενα και ως εκ τούτου ολοκλήρωση της ενέργειας: приесть (весь хлеб), прирезать (весь скот).
    10. ενέργεια που συνοδεύει μια άλλη ενέργεια: припевать, приплясывать.
    II.
    Σχηματίζει επ. κ. ουσ. με σημασία: πλησίον, κοντά, σιμά, γύρω: прибрежье, прибрежный, приволжский.

    Большой русско-греческий словарь > при...

  • 20 рост

    α.
    1. αύξηση, ανάπτυξη• μεγάλωμα• άνοδος•

    рост населения αύξηση του πληθυσμού•

    -растений το μεγάλωμα των φυτών•

    творческий рост артиста η δημιουργική ανάπτυξη (εξέλιξη) του ηθοποιού•

    рост производства αύξηση της παραγωγής•

    рост благосостояние народа άνοδος της ευημερίας του λαού•

    остановиться в -е παύω να αναπτύσσομαι.

    2. ανάστημα•

    мужчина высокого -а άντρας υψηλού αναστήματος•

    -ом с тебя στο δικό σου ανάστημα•

    какого он роста? τι ανάστημα έχει αυτός;•

    не по -у δεν ταιριάζει στο ανάστημα•

    встать по -у συντάσσομαι κατ ανάστημα.

    3. τόκος• επιτόκιο•

    давать деньги в рост δίνω χρήματα με τόκο.

    εκφρ.
    во весь рост – α) ολόρθος•
    стоять во весь рост – στέκομαι ολόρθος, β) (φωτογρ.) ολόκληρουαναστήματος;•
    на рост (шить, покупать) – με εσωτερικό γύρισμα (ράβω, αγοράζω)•
    пойти (тронуть(ся) в рост – φυτρώνω, φύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > рост

См. также в других словарях:

  • весь — 1. ВЕСЬ, всего, м.; ВСЯ, всей, ж.; ВСЁ, всего, ср.; ВСЕ, всех, вин. неодуш.: все; вин. одуш.: всех. мн.; местоим. прил. 1. Такой, который рассматривается в полном объёме; целый, полный. Отдыхать всё лето. Во всём мире. Молчать всю дорогу.… …   Энциклопедический словарь

  • ВЕСЬ — 1. ВЕСЬ1, вся, всё, род. всего, всей, всего, мн. все, всех, мест. 1. Целый, полный, без изъятия. Весь день. Весь мир. Вся Москва. Все люди смертны. Запачкал всё пальто. Все руки исцарапаны. Отсюда до города километров 35, а то и все 40. || Входя… …   Толковый словарь Ушакова

  • ВЕСЬ — 1. ВЕСЬ1, вся, всё, род. всего, всей, всего, мн. все, всех, мест. 1. Целый, полный, без изъятия. Весь день. Весь мир. Вся Москва. Все люди смертны. Запачкал всё пальто. Все руки исцарапаны. Отсюда до города километров 35, а то и все 40. || Входя… …   Толковый словарь Ушакова

  • ВЕСЬ — жен., новг. сельцо, селение, деревня; ·умалит. весца, сиб. веслина. Весняк муж. веснянка жен., ·стар. крестьяне, поселяне, селянин, уроженец или житель веси. II. ВЕСЬ вся, все, мн. все, мест. или прил., целиком, целый, сполна, совсем, сплошь, с… …   Толковый словарь Даля

  • ВЕСЬ — жен., новг. сельцо, селение, деревня; ·умалит. весца, сиб. веслина. Весняк муж. веснянка жен., ·стар. крестьяне, поселяне, селянин, уроженец или житель веси. II. ВЕСЬ вся, все, мн. все, мест. или прил., целиком, целый, сполна, совсем, сплошь, с… …   Толковый словарь Даля

  • Весь — Весь: Весь русское определительное местоимение. Весь древнерусское слово для обозначения деревни. Весь прибалтийско финское племя, участвовавшее в этногенезе вепсов и карелов людиков. Топоним Весь село в Суздальском районе Владимирской области.… …   Википедия

  • весь — (вся, всё, все), полный, целый, круглый; огулом, огульно, сполна, поголовно, вполне, гуртом, оптом, полностью, вдосталь, в полном составе (in toto et corpore), во всем объеме, всецело, кругом, дочиста, дотла, в лоск, вконец, совсем, всё (до… …   Словарь синонимов

  • весь — ВЕСЬ, всего, муж.; жен. вся, всей; ср. всё, всего; мн. все, всех, определит. 1. Полный, без изъятия, целиком. Всю ночь читал. Со всей энергией. Я всё сказал. У меня всё (я кончил говорить). Патриарх всея Руси (всея старая форма род. ед.). 2. всё …   Толковый словарь Ожегова

  • Весь я — All Of Me Жанр комедия Режиссёр Карл Райнер В главных ролях Стив Мартин Виктория Теннант Лили Томлин Длительность 93 мин …   Википедия

  • Весь — (иноск.) вышелъ, кончился, умеръ (Тверск.). Ср. «Сахаръ весь» (вышелъ). Ср. «Она вся» (скончалась) …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ВЕСЬ 1 — ВЕСЬ 1, всего, м.; ж. вся, всей; ср. всё, всего; мн. все, всех, мест. определит. Толковый словарь Ожегова. С.И. Ожегов, Н.Ю. Шведова. 1949 1992 …   Толковый словарь Ожегова

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»