Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

в+шутку

  • 1 нарочно

    нарочно
    нареч
    1. ἐπίτηδες, σκόπιμα, ἐξεπίτηδες, ἐπί τούτω, θεληματικά·
    2. (в шутку) στ' ἀστεία, στά χωρατά· ◊ как \нарочно ἐξεπίτηδες.

    Русско-новогреческий словарь > нарочно

  • 2 обращать

    обращать
    несов
    1. (направлять) γυρίζω, στρέφω, μεταστρέφω:
    \обращать ору́жие против неприятеля στρέφω τά ὅπλα κατά τοῦ ἐχθροϋ· \обращать взоры на кого-л., на что́-либо στρέφω τά βλέμματα μου προς κάποιον (или προς κάτι}· \обращать внимание на что-л. στρέφω τήν προσοχή, ἐφιστῶ τήν προσοχή· \обращать на себя внимание κινῶ τήν προσοχή, προσελκύω τήν προσοχή·
    2. (убеждать, склонять к чему-л.) προσηλυτίζω·
    3. (превращать) μεταβάλλω, μεταμορφώνω, μετατρέπω· ◊ \обращать в бегство кого-л. τρέπω εἰς φυγήν κάποιον \обращать в шутку что́-л. τό γυρίζω στό ἀστείο· \обращать на путь истины шутл. ἐπαναφέρω κάποιον στό δρόμο τῆς ἀληθείας, ἐπαναφέρω κάποιον στον ίσιο δρόμο.

    Русско-новогреческий словарь > обращать

  • 3 превращать

    превращать
    несов μετατρέπω, μεταβάλλω, μεταμορφώνω:
    \превращать в жидкое состояние ὑγροποιώ, ρευστοποιώ· \превращать в порошок μετατρέπω σέ σκόνη, κονιοποιώ· \превращать в у́голь ἀνθρακοποιώ· \превращать в во́ду (в пар) μεταβάλλω τό νερό (σέ ἀτμό)· ◊ \превращать в шутку τ» γυρίζω στό ἀστείο.

    Русско-новогреческий словарь > превращать

  • 4 в

    κ. во πρόθεση με αιτ. κ. προθτ. πτώση.
    1. προσδιορίζει: τόπο, κατεύθυνση, θέση, τομέα δράσης• εις, στον, στην κ.τ.τ.,σε, για•

    положить в ящик βάζω στο κιβώτιο•

    товар находится в ящиках хо εμπόρευμα είναι στα κιβώτια•

    уеду в Афины θα φύγω για την Αθήνα•

    живу в Афинах ζω στην Αθήνα•

    подать заявление в университет υποβάλλω αίτηση στο Πανεπιστήμιο•

    учусь в университете σπουδάζω στο Πανεπιστήμιο•

    уйти в работу φεύγω για τη δουλιά•

    он весь день в работе αυτός όλη τη μέρα είναι στη δουλιά.

    2. προσδιορίζει μορφή, κατάσταση, είδος• σε•

    лекарство в порошках φάρμακο σε σκονάκια•

    сахар в кусках ζάχαρη (σε) κομμάτια.

    3. δείχνει την εξωτερική όψη, το περίβλημα, την ενδυμασία• αποδίδεται στην ελληνική με τις προθέσεις: σε, στον, στην κ.τ.τ., μπορεί όμως και χωρίς αυτές•

    одеться в шубу φορώ τη γούνα•

    4. σημαίνει ποσό μονάδων σε• ή και χωρίς την πρόθεση•

    комедия в трех действиях κωμωδία σε τρεις πράξεις•

    длиной в два метра μάκρος δυο μέτρα.

    5. προσδιορίζει χρόνο• (μέσα) σε, στον, στην κ.τ.τ. ή και χωρίς ελλ. πρόθεση•

    в ночь на четверг τη νύχτα της Πέμπτης•

    в один день (μέσα) σε μια μέρα•

    в прошлом году τον περασμένο χρόνο (πέρυσι)•

    приду в пятницу θα έρθω την Παρασκευή•

    разница в годах διαφορά στα χρόνια.

    || προσδιορίζει τομέα• στον, στην κ.τ.τ. знаток в литературе γνώστης (κάτοχος) της φιλολογίας.
    6. δείχνει πολλαπλάσιο•

    в три раза больше τρεις φορές περισσότερο.

    7. χάριν, για, στο, στα•

    сказать в шутку λέγω για αστεία, στ’ αστεία, χάριν αστειότητας.

    8. δείχνει ομοιότητα•

    мальчик весь в отца το παιδί είναι ίδιος (απαράλλαχτος) πατέρας, μοιάζει σ’ όλα τον πατέρα.

    9. με προθετ. χρησιμοποιείται για καθορισμό απόστασης• σε•

    в двух шагах от меня (σε) δυο βήματα από μένα•

    в пяти минутах ходьбы от города πέντε λεπτά μακριά από την πόλη με τα πόδια.

    10. δείχνει τη σειρά• κατά•

    во-первых (κατά) πρώτον•

    в-третьих (κατά) τρίτον•

    в-шестых έκτον.

    Большой русско-греческий словарь > в

  • 5 обратить

    -ашу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обращенный, βρ: -щён, -щена, -щено
    ρ.σ.μ.
    1. (κυρλξ. κ. μτφ.)• στρέφω, γυρίζω, κατευθύνω•

    -йте лицо ко мне στρέψτε το πρόσωπο σας προς εμένα•

    обратить спину к кому γυρίζω τα νώτα (τις πλάτες) σε κάποιον•

    обратить взгляд или взор к кому στρέφω (καρφώνω) το βλέμμα σε κάποιον•

    обратить оружие против врага στρέφω το όπλο κατά του εχθρού.

    || αλλάζω, μεταφέρω•

    -разговор к другому предмету γυρίζω την κουβέντα αλλού.

    || τραβώ, προσελκύω•

    обратить на себя чьи-либо взоры τραβώ την προσοχή κάποιου.

    2. μετατρέπω, μεταπείθω• κάνω•

    обратить в своих сторонников κάνω (κάποιον) οπαδό μας•

    обратить в какую-н. веру κάνω κάποιον να αλλαξοπιστήσει.

    3. μετατρέπω, μεταβάλλω μεταποιώ•

    обратить газ в жидкость μετατρέπω το αέριο σε υγρό•

    обратить город в ппелъ κάνω την πόλη στάχτη (καταστρέφω ολοσχερώς).

    || τρέπω•

    обратить в бегство τρέπω σε φυγή•

    обратить своё имущество в деньги μετατρέπω την περιουσία μου σε χρήμα.

    4. χρησιμοποιώ επωφελούμαι•

    обратить в свою пользу ошибки других επωφελούμαι των λαθών των άλλων.

    εκφρ.
    в шутку, в смех – το γυρίζω στ αστείο, στο γέλιο.
    1. στρέφομαι, στρέφω, γυρίζω•

    обратить лицом к свету στρέφω το πρόσωπο κατά το φως•

    обратить вспять πισωγυρίζω.

    || κατευθύνομαι, καρφώνομαι; καθηλώνομαι•

    глаза присуствующкх -лись на не τα μάτια των παρευρισκομένων στράφηκαν προς αυτήν.

    || καταγίνομαι, αφοσιώνομαι, ασχολούμαι• ανατρέχω•

    обратить к изучению древних рукописей αφοσιώνομαι με τη μελέτη των αρχαίων χειρόγραφων.

    2. μετατρέπομαι, μεταβάλλομαι, μετεξελίσσομαι•

    он -лся в ск-птика αυτός έγινε σκεπτικιστής.

    || περιφέρομαι.
    3. απευθύνομαι, αποτείνομαι ζητώ•

    обратить за помощь к соседу ζητώ βοήθεια από το γείτονα•

    он не знает кому обратить αυτός δεν ξέρει που να απευθυνθεί.

    4. οξύνω, εντείνω•

    обратить в слух είμαι όλος αυτιά, εντείνω την ακοή•

    обратить в зр-ние εντείνω την όραση.

    || τρέπομαι•

    обратить в бг-ство τρέπομαι σε φυγή, κατατροπώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > обратить

  • 6 отколоть

    -колю, -колешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отколотый, βρ: -лот, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. αποκόπτω, κόβω, σπάζω, θραύω αποσπώ•

    отколоть кусочек сахару σπάζω ένα κομματάκι ζάχαρη•

    отколоть щепку от полена βγάζω μια σχίζα από το κούτσουρο•

    отколоть глыбу льда σπάζω ένα μεγάλο κομμάτι πάγο.

    || μτφ. αποχωρίζω, ξεμοναχιάζω, ξεκόβω καταδιώκοντας•

    отколоть оленя от стада ξεμοναχιάζω το ελάφι από το κοπάδι.

    || μτφ. αποσπώ• αποστερώ.
    2. (απλ.) εκφράζομαι άστοχα, άκαιρα, άτοπα•

    отколоть словцо λέγω άστοχη λεξούλα•

    отколоть шутку λέγω άκαιρο (άτοπο) αστείο.

    || χορεύω επιδέξια.
    αποσπώμαι, σπάζω, αποκόπτομαι. || μτφ. ξεκόβω, απομονώνομαι•

    -от товарищей ξεκόβω από τους συντρόφους.

    -олю, -олешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отколотый, βρ: -лот, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    ξεκαρφιτσώνω•

    отколоть бант ξεκαρφιτσώνω το φιόγκο•

    отколоть булавку βγάζω την παραμάνα (καρφίτσα).

    ξεκαρφιτσώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > отколоть

  • 7 подпустить

    ρ.σ.μ.
    1. αφήνω, επιτρέπω να πλησιάσει•

    его не пущу и к двору δε θα του επιτρέψω ούτε στην αυλή μου να πατήσει•

    телнка к корове αφήνω το μοσχαράκι να πάει (να βυζάξει) στην αγελάδα (στη μάνα του).

    2. ρίχνω, προσθέτω, συμπληρώνω•

    подпустить белил в краску ρίχνω άσπρο χρώμα στη μπογιά•

    подпустить масла в воск ρίχνω λάδι στο κερί.

    3. λέγω, πετώ•

    подпустить шутку λέγω ένα αστείο•

    подпустить иронию λέγω μια ειρωνία.

    Большой русско-греческий словарь > подпустить

  • 8 превратить

    -ащу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. превращенный, βρ: -щён, -щена, -щено
    ρ.σ.
    μετατρέπω, μεταβάλλω μεταποιώ, μετασχηματίζω• μεταμορφώνω•

    превратить кристаллы в порошок κάνω τα κρύσταλλα σκόνη•

    превратить лд в воду μεταβάλλω τον πάγο σε νερό•

    превратить дело в шутку γυρίζω την υπόθεση στ αστείο.

    μετατρέπομαι, μεταβάλλομαι, γίνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.• гранит -лся в песок ο γρανίτης μετατράπηκε σε άμμο•

    червяк -лся в бабочку η κάμπια μεταμορφώθηκε σε πεταλούδα.

    || εντείνω στο έπακρο (ακοή, όραση, προσοχή).

    Большой русско-греческий словарь > превратить

  • 9 принять

    приму, примешь, παρλθ. χρ. принял
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. принятый, βρ: -нят, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. (κυρλξ. κ. μτφ.)• παίρνω, λαβαίνω•

    принять письмо, посылок, подарок παίρνω γράμμα, δέμα, δώρο•

    принять титул, звание, сана παίρνω τον τίτλο, το βαθμό, το αξίωμα.

    || πιάνω, συλλαμβάνω•

    бросай мешочек, а я внизу приму ρίξε τη σακκουλίτσα κι εγώ αποκάτω θα την πιάσω.

    2. παραλαβαίνω, περι-λαβαίνα)•

    принять товар παραλαβαίνω εμπόρευμα.

    || αναλαβαίνω• περιλαβαίνω•

    принять дивизию αναλαβαίνω τη μεραρχία (τη διοίκηση)•

    принять крепость περιλαβαίνω το φρούριο.

    || δέχομαι, συμφωνώ να πάρω, αποδέχομαι•

    принять пост директора αποδέχομαι το πόστο του διευθυντή•

    принять назначение αποδέχομαι το διορισμό•

    принять предложение δέχομαι την πρόταση.

    3. προσλαμβάνω•

    принять на работу παίρνω στη δουλειά.• принять в партию παίρνω στο κόμμα.

    4. υποδέχομαι, δεξιώνομαι•

    директор принял посетителя ο διευθυντής δέχτηκε τον επισκέπτη•

    принять делегацию δέχομαι την αντιπροσωπεία•

    принять посла δέχομαι τον πρεσβευτή.

    || περιλαβαίνω•

    врач -ял семь больных ο γιατρός περίλαβε (για εξέταση) εφτά ασθενείς.

    5. ακούω• βλέπω• φτάνει ως ταυτιά μου, τα μάτια μου•

    принять радио ακούω ράδιο•

    выстрел ακούω πυροβολισμό.

    6. με μερικά ουσ. σχηματίζονται ρ. με σημ. από το ουσ. принять решение παίρνω απόφαση (αποφασίζω)•

    принять смерть πεθαίνω•

    принять участие παίρνω μέρος(συμμετέχω).

    7. (για θρησκεία)• ασπάζομαι•

    принять христианскую веру ασπάζομαι το χριστιανισμό.

    8. αποκτώ•

    лицо его -ло другой вид το πρόσωπο του πήρε άλλη όψη.

    9. καταπίνω•

    принять таблетки παίρνω χαπάκια•

    принять лекарство παίρνω φάρμακο.

    10. κάνω•

    принять ванну παίρνω το λουτρό•

    принять душ κάνω ντους•

    принять грязевую ванну κάνω λασπόλουτρο.

    11. εκλαμβάνω, θεωρώ•

    принять в шутку его слова παίρνω για αστείο τα λόγια του•

    принять за чистую монету παίρνω για γνήσιο νόμισμα•

    принять всерьз παίρνω στα σοβαρά.

    12. αναμεριζω, κάνω στην άκρη, κόβω λίγο (αριστερά, δεξιά κ.τ.τ.).
    13. απάγω, αποκομίζω, παίρνω και φεύγω•

    прими отсюда сунтук πάρε απ εδώ το σεντούκι.

    14. αποδέχομαι, συγκατατιθεμαι•

    принять просьбу об отставке αποδέχομαι την αίτηση παραίτησης•

    прими мой совет δέξου τη συμβουλή μου.

    εκφρ.
    принять бой ή сражение – δεν αποφεύγω (δέχομαι) τη μάχη, τη σύγκρουση•
    принять в штыки – α) υποδέχομαι με τις λόγχες, β) μτφ. υποδέχομαι εχθρικά•
    принять во внимание – παίρνω (λαβαίνω) υπ όψη•
    принять к свой счёт – παίρνω επ ονόματι μου, υπεύθυνα•
    принять присягу – ορκίζομαι•
    принять чью-л. сторону – παίρνω το μέρος κάποιου (υποστηρίζω)•
    принять меры – παίρνω μέτρα•
    принять за правило – παίρνω για κανόνα•
    так принято – έτσι συνηθίζεται ή είναι καθιερωμένο.
    1. καταπιάνομαι, επιδίδομαι•

    принять за работу καταπιάνομαι με τη δουλειά.

    || αρχίζω•

    принять читать αρχίζω το διάβασμα.

    2. ριζώνω, πιάνω, φυτρώνω•

    вновь посаженные деревья -лись τα ξαναφυτευμένα δέντρα έπιασαν.

    || (για εμβολιασμό) πιάνω•

    прививка -лась το εμβόλιο (βατσινα) έπιασε.

    Большой русско-греческий словарь > принять

  • 10 сшутить

    -чу, -тишь
    ρ.σ.μ.: шутку сшутить
    (απλ.) λέγω αστεία, αστεΐζομαι• χαριεντίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > сшутить

  • 11 сыграть

    ρ.σ.
    βλ. играть.
    εκφρ.
    сыграть шутку ή штуку – πειράζω κάποιον με αστεία• δουλεύω, κουρτίζω• σκαρώνω δουλιά•
    сыграть в ящик – (απλ.) τα τινάζω (τα πέταλα, τα κακαρώνω πεθαίνω)•
    игра ή роль чья сыграна – η μπογιά του πέρασε (η ισχύς, το κύρος του κ.τ.τ.).
    παίζω καλά.

    Большой русско-греческий словарь > сыграть

  • 12 шутить

    шучу, шутишь
    ρ.δ.
    1. αστειεύομαι, αστείζομαι, χωρατεύω, καλαμπουρίζω•

    он любить шутить αυτός αγαπά να κάνει αστεία•

    шутить с детьми κάνω αστεία με τα παιδιά•

    вы -ите или это серьёзно? αστεία μιλάτε ή σοβαρά;•

    не верь ему, он всё -ит μη τον πιστεύεις, αυτός πάντοτε αστειεύεται.

    2. κοροίδεύω, εμπαίζω, περιγελώ• χλευάζω.
    3. παραμελώ• αδιαφορώ•περιφρονώ• το παίρνω στ αστεία.
    εκφρ.
    шутить с огнём – κάνω αστεία (παίζω) με τη φωτιά (που έχει επικίνδυνες συνέπειες)•
    чем чёрт не -ит! – ό,τι κι αν συμβεί, ό,τι και να γίνει, ο διάβολος να σκάσει•
    чем чёрт не -ит, я выиграю – ο διάβολος να σκάσει, εγώ θα κερδίσω•
    шутить над кем – κοροϊδεύω (χλευάζω) κάποιον.

    Большой русско-греческий словарь > шутить

См. также в других словарях:

  • шутку сшутивший — прил., кол во синонимов: 5 • подшутивший (24) • пошутивший (24) • разыгравший (34) …   Словарь синонимов

  • шутку сшутить — подшутить, разыграть, сыграть шутку Словарь русских синонимов …   Словарь синонимов

  • Шутку сшутил: мужа с женою смутил. — Шутку сшутил: мужа с женою смутил. См. МУЖ ЖЕНА …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

  • Шутку любишь над Фомой, так люби и над собой. — Шутку любишь над Фомой, так люби и над собой. См. СМЕХ ШУТКА ВЕСЕЛЬЕ …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

  • Шутку сшутить, людей посмешить. — Шутку сшутить, людей посмешить. См. СМЕХ ШУТКА ВЕСЕЛЬЕ …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

  • Шутку шутить, всех веселить. — Шутку шутить, всех веселить. См. СМЕХ ШУТКА ВЕСЕЛЬЕ …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

  • шутку — сыграть злую шутку • действие шутку сыграть • действие …   Глагольной сочетаемости непредметных имён

  • шутку сшутить — Сказать или сделать что л. в шутку, пошутить, подшутить. Вчера он такую шутку сшутил с нами (над нами), что и сказать нельзя …   Словарь многих выражений

  • не на шутку — См …   Словарь синонимов

  • не в шутку — на серьезе, всерьез, не шутя, не на шутку, на полном серьезе, серьезно Словарь русских синонимов. не в шутку нареч, кол во синонимов: 13 • в самом деле (52) • …   Словарь синонимов

  • За шутку не сердися, и в обиду не вдавайся — За шутку не сердися, и въ обиду не вдавайся. Ср. Сердиться за шутку, какъ это возможно!... Тургеневъ. Затишье. Ср. Ich habe durch mein ganzes Leben gefunden, dass sich der Charakter eines Menschen aus nichts so sicher erkennen lässt, als an einem …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»