Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

войска

  • 41 десантный

    επ.
    αποβατικός•

    -ая операция αποβατική επιχείρηση•

    -ые войска ιαποβατικά στρατεύματα.

    Большой русско-греческий словарь > десантный

  • 42 дух

    -а (-у) α.
    1. νους, διάνοια, νόηση, πνεύμα•

    в здоровом теле здоровый дух γερό μυαλό σε γερό κορμί•

    в том же -е στο ίδιο πνεύμα•

    в этом -е σ'αυτό το πνεύμα.

    (φιλοσ.) το Πνεύμα•

    абсолютный дух το απόλυτο Πνεύμα.

    || (θρησκ.) ψυχή.
    2. ηθικό•

    боевой дух μαχητικό πνεύμα•

    моральный дух το ηθικό•

    дух войска το ηθικό του στρατεύματος, του στρατού•

    сила -а ηθική δύναμη•

    подъм -а ανέβασμα (άνοδος) ηθικού•

    упадок -а πτώση ηθικού.

    || θάρρος•

    поднять дух ενθαρρύνω, εμψυχώνω•

    не хватает -а δεν έχει το απαιτούμενο θάρρος.

    3. νόημα, ουσία•

    это противоречит -у закона αυτό είναι! αντίθετο προς το πνεύμα του νόμου•

    дух времени το πνεύμα των καιρών.

    4. άυλη υπόσταση•

    добрый дух το αγαθό πνεύμα•

    злой ή нечистый дух το κακό ή πονηρό πνεύμα (οι δαίμονες).

    5. αναπνοή•

    дух захватывает (ή занимает, замирает) μου πιάνεται η αναπνοή•

    затаить -κρατώ την ανάσα•

    дайте перевести дух αφήστε με να πάρω αναπνοή,- ν' ανασάνω.

    6. παλ. αέρας.
    7. μυρουδιά.
    8. (με σημ. κατηγ.) -ом γρήγορα, τάχιστα•

    скакать во весь дух καλπάζω στα τέσσερα•

    он -ом ЭТО сделает αυτός θα το φτιάσει στο πι και στο φι.

    || με μια ανάσα, χωρίς διακοπή, μονοκοπανιά•

    он одним -ом выпил большой бокал αυτός έπιε ένα μεγάλο ποτήρι μονοκοπανιά.

    εκφρ.
    святой – Αγιο Πνεύμα•
    святым -ом (узнатьκ.τ.τ.) άγνωστο από που το ξέρω•
    быть в -е – είμαι σε ευθυμία•
    быть не в -е – είμαι σε δυσθυμία, έχω κακοκεφιά•
    во весь дух ή что есть -у ( бежать, мчатьсяκ.τ.τ.) ολοταχώς•
    быть на -у – εξομολογούμαι στον πνευματικό•
    как на -у – ειλικρινά, χωρίς να κρύψω τίποτε (σαν στον πνευματικό)•
    покаяться на -у – μεταμελούμαι στον πνευματικό•
    расположение ή состояние -а – ψυχική διάθεση•
    ни слуху ни -у – ούτε φωνή ούτε ακρόαση, μήτε φανιά μήτε λαλιά (κανένα σημείο ζωής)•
    чтобы -у не было – να μη μείνει ούτε ψυχή•
    дух противоречия – πνεύμα αντιλογίας.

    Большой русско-греческий словарь > дух

  • 43 инженерный

    επ.
    μηχανικός•

    -ые войска τα στρατεύματα του μηχανικού, το μηχανικό.

    Большой русско-греческий словарь > инженерный

  • 44 интервенционный

    επ.
    της επέμβασης•

    -ые войска τα στρατεύματα της επέμβασης.

    Большой русско-греческий словарь > интервенционный

  • 45 иррегулярный

    επ. (γραπ. λόγος) μη κανονικός• ακανόνιστος, άταχτος• ανώμαλος, ασύμμετρος.
    εκφρ.
    - ые войска – άταχτα στρατεύματα.

    Большой русско-греческий словарь > иррегулярный

  • 46 испытанный

    επ. από μτχ.
    δοκιμασμένος, άξιος, ικανός• πιστός•

    -ые войска δοκιμασμένα στρατεύματα•

    испытанный друг πιστός (δοκιμασμένος) φίλος.

    Большой русско-греческий словарь > испытанный

  • 47 истребить

    -блю, -бишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. истреблённый, -лён, -лена, -лено
    ρ.σ.μ.
    καταστρέφω, εξολοθρεύω, εξοντώνω, ξεκάνω,αφανίζω•

    истребить клопов ξεκάνω τους κοριούς•

    неприятельские войска συντρίβω τα εχθρικά στρατεύματα.

    καταστρέφομαι, εξοντώνομαι, εξολοθρεύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > истребить

  • 48 концентрировать

    -рую, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. концентрированный, βρ: -ван, -а, -о ρ.δ. μ.
    1. συγκεντρώνω, μαζεύω•

    концентрировать войска συγκεντρώνω στρατεύματα•

    концентрировать внимание συγκετρώνω την προσοχή.

    2. (χημ.) πυκνώνω•

    раствор πυκνώνω το διάλυμα.

    3. (ορυκτ.) εμπλουτίζω.
    1. συγκεντρώνομαι.
    2. πυκνώνομαι.
    3. εμπλουτίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > концентрировать

  • 49 наёмный

    επ.
    1. του ενοικίου, μισθωτικός•

    -ая плата το ενοίκιο.

    2. μισθωτός•

    наёмный труд μισθωτή εργασία.

    || μισθοφορικός•

    -ые войска μισθοφορικά στρατεύματα.

    3. νοικιασμένος•

    дом νοικιασμένο σπίτι.

    4. μτφ. πουλημένος, ξαγορασμένος.

    Большой русско-греческий словарь > наёмный

  • 50 нажим

    α.
    1. πίεση, πάτημα, ζούπισμα•
    μτφ. προσπάθεια εξαναγκασμού•

    дипломатический нажим διπλωματική πίεση.

    2. επίθεση•

    войска отступили под нажимом неприятеля τα στρατεύματα υποχώρησαν κάτω από την πίεση του εχθρού.

    3. συσφιγκτήρας.
    4. πάτημα (της πένας)•

    писать с -ом γράφω χοντρά (με πάτημα της πένας).

    5. μτφ. (για φωνή) σφίξιμο.
    6. (θεατρ.) υπογράμμιση χονδροειδής.

    Большой русско-греческий словарь > нажим

  • 51 наш

    -а, -е.
    1. κτητ. αντων. δικός μας, -ή μας, -ό μας•

    наш отец ο πατέρας μας•

    -а Родина η πατρίδα μας•

    -е село το χωριό μας•

    -и войска τα στρατεύματα μας.

    2. ως ουσ. το δικό μας•

    -его не отдадим никому το δικό μας δεν το δίνομε σε κανένα.

    || από μας•

    вы знаете меньше нишего εσείς ξέρετε λιγότερο από μας ή απ ό,τι εμείς.

    3. πλθ. ως ουσ. -и οι δικοί μας (συγγενείς, σύντροφοι κ.τ.τ.).
    εκφρ.
    - е дело – δική μας δουλειά (υπόθεση)•
    не -е дело – δεν είναι δική μας δουλειά, δε μας αφορά•
    по -ему – κατ εμάς, κατά τη γνώμη μας•
    -е вам! – (απλ.) σας χαιρετούμε! γεια σας!
    α. άκλ. παλαιά ονομασία.• του γράμματος «Н».

    Большой русско-греческий словарь > наш

  • 52 оккупационный

    επ.
    καταχτητικός, της κατοχής•

    -ые войска στρατεύματα κατοχής.

    Большой русско-греческий словарь > оккупационный

  • 53 оттянуть

    -яну, -янешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оттянутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. τραβώ, σύρω προς τα πίσω ή κατά μέρος•

    курок σηκώνω (ανυψώνω) τον επικρουστήρα.

    || παρασύρω•

    течением баржу -ло от берега το ρεύμα παρέσυρε τη μαουνα από την ακτή.

    || σύρω, τραβώ βίαια. || αποσπώ παραπλανώντας•

    оттянуть силы врага, τραβώ τις δυνάμεις του εχθρού.

    2. τεντώνω προς τα κάτω με το βάρος. || προκαλώ πόνο με το βάρος•

    вдра -ли руки μου πόνεσαν τα χέρια κουβαλώντας κουβάδες.

    3. τρενάρω, αναβάλλω, παρελκύω, καθυστερώ.
    4. (τεχ.)
    επιμηκύνω με σφυρηλάτηση.
    5. βλ. оттопырить.
    εκφρ.
    оттянуть время – κερδίζω χρόνο, παρελκύω σκόπιμα.
    1. αποτραβιέμαι, απομακρύνομαι, αποσύρομαι• αποχωρώ•

    наши войска -лись южнее τα στρατεύματα μας αποσύρθηκαν νοτιότερα.

    2. κρέμομαι από το βάρος.

    Большой русско-греческий словарь > оттянуть

  • 54 передвинуть

    ρ.σ.μ.
    1. μετακινώ μετατοπίζω μεταθέτω• μεταφέρω•

    передвинуть часовые стрелки μετακινώ τους δείχτες του ωρολογίου•

    передвинуть войска к границе μετακινώ τα στρατεύματα προς τα σύνορα.

    || μεταθέτω (από μια υπηρεσία σε άλλη).
    2. μεταφέρω (προθεσμία, ημερομηνία κ.τ.τ.), αναβάλλω.
    μετακινούμαι• μεταφέρομαι.

    Большой русско-греческий словарь > передвинуть

  • 55 победоносный

    επ., βρ: -сен, -сна, -сно
    νικηφόρος, τροπαιούχος, -χοφόρος•

    -ая воина ο νικηφόρος πόλεμος•

    -ые войска νικηφόρα στρατεύματα.

    Большой русско-греческий словарь > победоносный

  • 56 пограничный

    επ.
    1. συνοριακός, μεθοριακός, μεθόριος, παραμεθόριος•

    пограничный город μεθοριακή πόλη•

    -ая зона παραμεθόρια ζώνη•

    -ая стра— жа μεθοριακή φρουρά•

    пограничный инцидент μεθοριακό επισόδειο•

    -ые войска στρατεύματα της μεθόριου ή του συνοριακού τομέα•

    пограничный знак συνοριακός δείκτης•

    -район παραμεθόρια περιοχή.

    2. του συνοριακού φρουρού•

    -ая форма η στολή του συνοριακού φρουρού.

    Большой русско-греческий словарь > пограничный

  • 57 поход

    α.
    1. εκδρομή•

    туристский поход τουριστική εκδρομή.

    || πορεία•

    войска в -е τα στρατεύματα σε πορεία.

    || επίσκεψη•

    коллективный поход учеников в кино ομαδική επίσκεψη των μαθητών στον κινηματόγραφο.

    2. εκστρατεία•

    персидский поход Александра Великого η εκστρατεία του Μεγάλου Αλέξανδρου κατά των Περσών•

    выступишь с -ом εκστρατεύω;•

    крестовый поход η σταυροφορία.

    α.
    το πλεόνασμα, το παραπάνω, το επι πλέον•

    с -ом με το παραπάνω.

    Большой русско-греческий словарь > поход

  • 58 пресечь

    -секу, -сечшь, -секут, παρλθ. χρ. пресёк
    -секла, -секло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пресеченный, βρ: -чен, -чена, -чено
    ρ.σ.μ.
    1. σταματώ οριστικά, βάζω τέρμα ή τελεία και παύλα• βάζω φραγμό•

    войска -кли беспорядки τα στρατεύματα έβαλαν τέρμα στις ταραχές.

    || διακόπτω, κόβω•

    председательствующий преск его речь ο προεδερύων διέκοψε τον ομιλητή.

    2. (παλ.) εμποδίζω•

    он пресёк ему дорогу αυτός του έκοψε το δρόμο•

    пресечь сообщения с городом κόβω επικοινωνία με την πόλη.

    σταματώ, παύω, κόβομαι•

    разговор прескся η συνομιλία κόπηκε•

    голоса -клись οι φωνές έπαψαν.

    Большой русско-греческий словарь > пресечь

  • 59 придвинуть

    ρ.σ.μ. κινώ, φέρω κοντά, πλησιάζω•

    придвинуть стол к стене πλησιάζω το τραπέζι στον τοίχο•

    придвинуть срок συντομεύω την προθεσμία.

    μετακινούμαι πλησίον, πλησιάζω προωθούμαι•

    войска -лись к границам τα στρατεύματα προωθήθηκαν κοντά στα σύνορα•

    срок -лся η προθεσμία συντόμευσε (πλησίασε).

    Большой русско-греческий словарь > придвинуть

  • 60 пройти

    пройду, пройдёшь, παρλθ. χρ. прошёл, -шла, -шло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пройденный, βρ: -ден, -а, -о κ. пройденный, βρ: -ден, -дена, -дено; επιρ. μτχ. пройдя
    ρ.σ.
    1. περνώ, διαβαίνω, διέρχομαι•

    войска -шли через город τα στρατεύματα πέρασαν από την πόλη•

    пройти вперёд περνώ μπροστά.

    || διανύω, διασχίζω, διατρέχω•

    пройти большой путь περνώ (διανύω) μεγάλο δρόμο (απόσταση).

    || μεταβαίνω, πηγαίνω περνώ•

    оратор -шёл к трибуне ο ρήτορας πέρασε για το βήμα.

    || διαδίδομαι, ξαπλώνομαι• περνώ•

    -шла весть о победе διαδόθηκε είδηση για τη νίκη•

    -шёл слух διαδόθηκε φήμη (φημολογήθηκε).

    || μτφ. περνώ γρήγορα και χάνομαι•

    по её губам -шла улыбка στα χείλη της πέρασε ένα χαμόγελο.

    2. αφήνω περνώντας, αποφεύγω, παρακάμπτω. || προσπερνώ, αφήνω πίσω μου•

    они -шли деревню αυτοί πέρασαν το χωριό.

    3. πέφτω, ρίχνω•

    -шёл град έπεσε χαλάζι•

    -шёл дождь έβρεξε•

    -шёл снег χιόνισε.

    || διαπερνώ, διαποτίζω•

    чернила -шли бумагу η μελάνη πέρασε το χαρτί..

    διεξάγομαι, γίνομαι•

    собрание -шло хорошо η συνέλευση διεξήχτηκε καλά.

    || προχωρώ, προβαίνω•

    пройти в горную породу περνώ μέσα στο πέτρωμα.

    || δουλεύω, φτιάχνω•

    пройти грядку φτιάχνω βραγιά.

    4. διέρχομαι, γίνομαι•

    здесь -дёт железная дорога εδώ θα περάσει σιδηροδρομική γραμμή.

    5. γίνομαι δεκτός, προσλαμβάνομαι(με ψηφοφορία κ.τ.τ.)• пройти в партию περνώ στο κόμμα.
    6. αλείφω•

    пройти потолок мелом περνώ την οροφή με κιμωλία•

    пройти раму лаком περνώτο πλαίσιο με βερνίκι.

    7. υποφέρω, υπομένω, αντέχω•

    они -шли много испытаний и страданий αυτοί πέρασαν πολλές δοκιμασίες και πολλά βάσανα.

    8. (για χρόνο) διαβαίνω, περνώ•

    -шли те времена πέρασαν εκείνα τα χρόνια.

    || τελειώνω, περατώνομαι, διεξάγομαι παίζομαι•

    опера -шла с большим успехом το μελόδραμα παίχτηκε με μεγάλη επιτυχία.

    9. εκπληρώνω•

    военную службу περνώ τη στρατιωτική θητεία•

    пройти практику περνώ την πρακτική•

    пройти курс лечения κάνω θεραπεία.

    || τελειώνω•

    пройти школу περνώ το σχολείο.

    10. μαθαίνω, διδάσκομαι•

    пройти букварь περνώ το αλφαβητάριο•

    пройти ис-торую древней Греции περνώ την ιστορία της αρχαίας Ελλάδας.

    11. σταματώ, παύω•

    дождь быстро пройтишёл η βροχή γρήγορα πέρασε.

    || δεν υποφέρω•

    зубная боль -шла ο πονόδοντος πέρασε.

    εκφρ.
    пройти в жизнь – πραγματοποιούμαι στη ζωή, εφαρμόζομαι στην πράξη•
    пройти молчанием – αποσιωπώ, παρασιωπώ•
    это не -дт – αυτό δε θα περάσει.
    1. βαδίζω λίγο περνώ, διαβαίνω, διέρχομαι.
    2. χορεύω•

    пройти русскую χορεύω ρωσικό χορό•

    пройти в кадрили χορεύω καντρίλια.

    3. περνώ πάνω σε κάτι.
    εκφρ.
    пройти по чей счт; пройти по чьему адресу – θίγω, προσβάλλω κάποιον άθελα (λέγω κάτι απρεπές).

    Большой русско-греческий словарь > пройти

См. также в других словарях:

  • Войска — ОКСВА на марше …   Википедия

  • Войска СС — Эмблема войск СС Годы существования 1939 1945 Страна …   Википедия

  • войска — сущ., мн., употр. часто Морфология: (нет) чего? войска, чему? войску, (вижу) что? войско, чем? войском, о чём? о войске; мн. что? войска, (нет) чего? войск, чему? войскам, (вижу) что? войска, чем? войсками, о чём? о войсках Войска это вооружённые …   Толковый словарь Дмитриева

  • войска — войска, войск, войскам, войска, войсками, войсках (Источник: «Полная акцентуированная парадигма по А. А. Зализняку») …   Формы слов

  • Войска — Вооруженные Силы Российской Федерации, другие войска, воинские формирования, органы и создаваемые на военное время специальные формирования, предусмотренные Федеральным законом Об обороне ;... Источник: Указ Президента РФ от 24.01.1998 N 61 О… …   Официальная терминология

  • Войска — мн. Совокупность воинских частей определённого назначения. Толковый словарь Ефремовой. Т. Ф. Ефремова. 2000 …   Современный толковый словарь русского языка Ефремовой

  • войска сс — (Waffen SS), вооруженные формирования нацистской партии. История войск СС уходит корнями в 1933, когда Гитлер переименовал свою штабную охрану в Полк личной гвардии Адольф Гитлер (см. Лейбштандарт СС Адольф Гитлер), создав из нее вооруженное… …   Энциклопедия Третьего рейха

  • ВОЙСКА — (military) вооруженные силы государства; принадлежность к вооруженным силам или к войне. Австрийский социолог Людвиг Гумплович (1838 1909) доказывал, что военное завоевание было истоком как государства, так и социальной стратификации. Независимо… …   Большой толковый социологический словарь

  • Войска — (пишется с прописной буквы как первое слово офиц. наименования), напр.: Войска противовоздушной обороны РФ …   Орфографический словарь русского языка

  • Войска ПВО — Войска противовоздушной обороны ВС СССР Войска ПВО страны, ВПВО ВС СССР Годы существования реорганизован 1918 года реорганизован 14 февраля 1992 года Страна  Российская империя …   Википедия

  • Войска ПВО СССР — Войска противовоздушной обороны ВС СССР Войска ПВО страны, ВПВО ВС СССР Годы существования реорганизован 1918 года реорганизован 14 февраля 1992 года Страна …   Википедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»