-
41 десантный
επ.αποβατικός•-ая операция αποβατική επιχείρηση•
-ые войска ιαποβατικά στρατεύματα.
-
42 дух
-а (-у) α.1. νους, διάνοια, νόηση, πνεύμα•в здоровом теле здоровый дух γερό μυαλό σε γερό κορμί•
в том же -е στο ίδιο πνεύμα•
в этом -е σ'αυτό το πνεύμα.
(φιλοσ.) το Πνεύμα•абсолютный дух το απόλυτο Πνεύμα.
|| (θρησκ.) ψυχή.2. ηθικό•боевой дух μαχητικό πνεύμα•
моральный дух το ηθικό•
дух войска το ηθικό του στρατεύματος, του στρατού•
сила -а ηθική δύναμη•
подъм -а ανέβασμα (άνοδος) ηθικού•
упадок -а πτώση ηθικού.
|| θάρρος•поднять дух ενθαρρύνω, εμψυχώνω•
не хватает -а δεν έχει το απαιτούμενο θάρρος.
3. νόημα, ουσία•это противоречит -у закона αυτό είναι! αντίθετο προς το πνεύμα του νόμου•
дух времени το πνεύμα των καιρών.
4. άυλη υπόσταση•добрый дух το αγαθό πνεύμα•
злой ή нечистый дух το κακό ή πονηρό πνεύμα (οι δαίμονες).
5. αναπνοή•дух захватывает (ή занимает, замирает) μου πιάνεται η αναπνοή•
затаить -κρατώ την ανάσα•
дайте перевести дух αφήστε με να πάρω αναπνοή,- ν' ανασάνω.
6. παλ. αέρας.7. μυρουδιά.8. (με σημ. κατηγ.) -ом γρήγορα, τάχιστα•скакать во весь дух καλπάζω στα τέσσερα•
он -ом ЭТО сделает αυτός θα το φτιάσει στο πι και στο φι.
|| με μια ανάσα, χωρίς διακοπή, μονοκοπανιά•он одним -ом выпил большой бокал αυτός έπιε ένα μεγάλο ποτήρι μονοκοπανιά.
εκφρ.святой – Αγιο Πνεύμα•святым -ом (узнать – κ.τ.τ.) άγνωστο από που το ξέρω•быть в -е – είμαι σε ευθυμία•быть не в -е – είμαι σε δυσθυμία, έχω κακοκεφιά•во весь дух ή что есть -у ( бежать, мчаться – κ.τ.τ.) ολοταχώς•быть на -у – εξομολογούμαι στον πνευματικό•как на -у – ειλικρινά, χωρίς να κρύψω τίποτε (σαν στον πνευματικό)•покаяться на -у – μεταμελούμαι στον πνευματικό•расположение ή состояние -а – ψυχική διάθεση•ни слуху ни -у – ούτε φωνή ούτε ακρόαση, μήτε φανιά μήτε λαλιά (κανένα σημείο ζωής)•чтобы -у не было – να μη μείνει ούτε ψυχή•дух противоречия – πνεύμα αντιλογίας. -
43 инженерный
επ.μηχανικός•-ые войска τα στρατεύματα του μηχανικού, το μηχανικό.
-
44 интервенционный
επ.της επέμβασης•-ые войска τα στρατεύματα της επέμβασης.
-
45 иррегулярный
επ. (γραπ. λόγος) μη κανονικός• ακανόνιστος, άταχτος• ανώμαλος, ασύμμετρος.εκφρ.- ые войска – άταχτα στρατεύματα. -
46 испытанный
επ. από μτχ.δοκιμασμένος, άξιος, ικανός• πιστός•-ые войска δοκιμασμένα στρατεύματα•
испытанный друг πιστός (δοκιμασμένος) φίλος.
-
47 истребить
-блю, -бишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. истреблённый, -лён, -лена, -леноρ.σ.μ.καταστρέφω, εξολοθρεύω, εξοντώνω, ξεκάνω,αφανίζω•истребить клопов ξεκάνω τους κοριούς•
неприятельские войска συντρίβω τα εχθρικά στρατεύματα.
καταστρέφομαι, εξοντώνομαι, εξολοθρεύομαι. -
48 концентрировать
-рую, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. концентрированный, βρ: -ван, -а, -о ρ.δ. μ.1. συγκεντρώνω, μαζεύω•концентрировать войска συγκεντρώνω στρατεύματα•
концентрировать внимание συγκετρώνω την προσοχή.
2. (χημ.) πυκνώνω•раствор πυκνώνω το διάλυμα.
3. (ορυκτ.) εμπλουτίζω.1. συγκεντρώνομαι.2. πυκνώνομαι.3. εμπλουτίζομαι. -
49 наёмный
επ.1. του ενοικίου, μισθωτικός•-ая плата το ενοίκιο.
2. μισθωτός•наёмный труд μισθωτή εργασία.
|| μισθοφορικός•-ые войска μισθοφορικά στρατεύματα.
3. νοικιασμένος•дом νοικιασμένο σπίτι.
4. μτφ. πουλημένος, ξαγορασμένος. -
50 нажим
-а α.1. πίεση, πάτημα, ζούπισμα•μτφ. προσπάθεια εξαναγκασμού•дипломатический нажим διπλωματική πίεση.
2. επίθεση•войска отступили под нажимом неприятеля τα στρατεύματα υποχώρησαν κάτω από την πίεση του εχθρού.
3. συσφιγκτήρας.4. πάτημα (της πένας)•писать с -ом γράφω χοντρά (με πάτημα της πένας).
5. μτφ. (για φωνή) σφίξιμο.6. (θεατρ.) υπογράμμιση χονδροειδής. -
51 наш
наш 1-а, -е.1. κτητ. αντων. δικός μας, -ή μας, -ό μας•наш отец ο πατέρας μας•
-а Родина η πατρίδα μας•
-е село το χωριό μας•
-и войска τα στρατεύματα μας.
2. ως ουσ. το δικό μας•-его не отдадим никому το δικό μας δεν το δίνομε σε κανένα.
|| από μας•вы знаете меньше нишего εσείς ξέρετε λιγότερο από μας ή απ ό,τι εμείς.
3. πλθ. ως ουσ. -и οι δικοί μας (συγγενείς, σύντροφοι κ.τ.τ.).εκφρ.- е дело – δική μας δουλειά (υπόθεση)•не -е дело – δεν είναι δική μας δουλειά, δε μας αφορά•по -ему – κατ εμάς, κατά τη γνώμη μας•-е вам! – (απλ.) σας χαιρετούμε! γεια σας!наш 2α. άκλ. παλαιά ονομασία.• του γράμματος «Н». -
52 оккупационный
επ.καταχτητικός, της κατοχής•-ые войска στρατεύματα κατοχής.
-
53 оттянуть
-яну, -янешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оттянутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.1. τραβώ, σύρω προς τα πίσω ή κατά μέρος•курок σηκώνω (ανυψώνω) τον επικρουστήρα.
|| παρασύρω•течением баржу -ло от берега το ρεύμα παρέσυρε τη μαουνα από την ακτή.
|| σύρω, τραβώ βίαια. || αποσπώ παραπλανώντας•оттянуть силы врага, τραβώ τις δυνάμεις του εχθρού.
2. τεντώνω προς τα κάτω με το βάρος. || προκαλώ πόνο με το βάρος•вдра -ли руки μου πόνεσαν τα χέρια κουβαλώντας κουβάδες.
3. τρενάρω, αναβάλλω, παρελκύω, καθυστερώ.4. (τεχ.)επιμηκύνω με σφυρηλάτηση.5. βλ. оттопырить.εκφρ.оттянуть время – κερδίζω χρόνο, παρελκύω σκόπιμα.1. αποτραβιέμαι, απομακρύνομαι, αποσύρομαι• αποχωρώ•наши войска -лись южнее τα στρατεύματα μας αποσύρθηκαν νοτιότερα.
2. κρέμομαι από το βάρος. -
54 передвинуть
ρ.σ.μ.1. μετακινώ μετατοπίζω μεταθέτω• μεταφέρω•передвинуть часовые стрелки μετακινώ τους δείχτες του ωρολογίου•
передвинуть войска к границе μετακινώ τα στρατεύματα προς τα σύνορα.
|| μεταθέτω (από μια υπηρεσία σε άλλη).2. μεταφέρω (προθεσμία, ημερομηνία κ.τ.τ.), αναβάλλω.μετακινούμαι• μεταφέρομαι. -
55 победоносный
επ., βρ: -сен, -сна, -сноνικηφόρος, τροπαιούχος, -χοφόρος•-ая воина ο νικηφόρος πόλεμος•
-ые войска νικηφόρα στρατεύματα.
-
56 пограничный
επ.1. συνοριακός, μεθοριακός, μεθόριος, παραμεθόριος•пограничный город μεθοριακή πόλη•
-ая зона παραμεθόρια ζώνη•
-ая стра— жа μεθοριακή φρουρά•
пограничный инцидент μεθοριακό επισόδειο•
-ые войска στρατεύματα της μεθόριου ή του συνοριακού τομέα•
пограничный знак συνοριακός δείκτης•
-район παραμεθόρια περιοχή.
2. του συνοριακού φρουρού•-ая форма η στολή του συνοριακού φρουρού.
-
57 поход
поход 1-а α.1. εκδρομή•туристский поход τουριστική εκδρομή.
|| πορεία•войска в -е τα στρατεύματα σε πορεία.
|| επίσκεψη•коллективный поход учеников в кино ομαδική επίσκεψη των μαθητών στον κινηματόγραφο.
2. εκστρατεία•персидский поход Александра Великого η εκστρατεία του Μεγάλου Αλέξανδρου κατά των Περσών•
выступишь с -ом εκστρατεύω;•
крестовый поход η σταυροφορία.
поход 2-а α.το πλεόνασμα, το παραπάνω, το επι πλέον•с -ом με το παραπάνω.
-
58 пресечь
-секу, -сечшь, -секут, παρλθ. χρ. пресёк-секла, -секло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пресеченный, βρ: -чен, -чена, -ченоρ.σ.μ.1. σταματώ οριστικά, βάζω τέρμα ή τελεία και παύλα• βάζω φραγμό•войска -кли беспорядки τα στρατεύματα έβαλαν τέρμα στις ταραχές.
|| διακόπτω, κόβω•председательствующий преск его речь ο προεδερύων διέκοψε τον ομιλητή.
2. (παλ.) εμποδίζω•он пресёк ему дорогу αυτός του έκοψε το δρόμο•
пресечь сообщения с городом κόβω επικοινωνία με την πόλη.
σταματώ, παύω, κόβομαι•разговор прескся η συνομιλία κόπηκε•
голоса -клись οι φωνές έπαψαν.
-
59 придвинуть
ρ.σ.μ. κινώ, φέρω κοντά, πλησιάζω•придвинуть стол к стене πλησιάζω το τραπέζι στον τοίχο•
придвинуть срок συντομεύω την προθεσμία.
μετακινούμαι πλησίον, πλησιάζω προωθούμαι•войска -лись к границам τα στρατεύματα προωθήθηκαν κοντά στα σύνορα•
срок -лся η προθεσμία συντόμευσε (πλησίασε).
-
60 пройти
пройду, пройдёшь, παρλθ. χρ. прошёл, -шла, -шло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пройденный, βρ: -ден, -а, -о κ. пройденный, βρ: -ден, -дена, -дено; επιρ. μτχ. пройдяρ.σ.1. περνώ, διαβαίνω, διέρχομαι•войска -шли через город τα στρατεύματα πέρασαν από την πόλη•
пройти вперёд περνώ μπροστά.
|| διανύω, διασχίζω, διατρέχω•пройти большой путь περνώ (διανύω) μεγάλο δρόμο (απόσταση).
|| μεταβαίνω, πηγαίνω περνώ•оратор -шёл к трибуне ο ρήτορας πέρασε για το βήμα.
|| διαδίδομαι, ξαπλώνομαι• περνώ•-шла весть о победе διαδόθηκε είδηση για τη νίκη•
-шёл слух διαδόθηκε φήμη (φημολογήθηκε).
|| μτφ. περνώ γρήγορα και χάνομαι•по её губам -шла улыбка στα χείλη της πέρασε ένα χαμόγελο.
2. αφήνω περνώντας, αποφεύγω, παρακάμπτω. || προσπερνώ, αφήνω πίσω μου•они -шли деревню αυτοί πέρασαν το χωριό.
3. πέφτω, ρίχνω•-шёл град έπεσε χαλάζι•
-шёл дождь έβρεξε•
-шёл снег χιόνισε.
|| διαπερνώ, διαποτίζω•чернила -шли бумагу η μελάνη πέρασε το χαρτί..
διεξάγομαι, γίνομαι•собрание -шло хорошо η συνέλευση διεξήχτηκε καλά.
|| προχωρώ, προβαίνω•пройти в горную породу περνώ μέσα στο πέτρωμα.
|| δουλεύω, φτιάχνω•пройти грядку φτιάχνω βραγιά.
4. διέρχομαι, γίνομαι•здесь -дёт железная дорога εδώ θα περάσει σιδηροδρομική γραμμή.
5. γίνομαι δεκτός, προσλαμβάνομαι(με ψηφοφορία κ.τ.τ.)• пройти в партию περνώ στο κόμμα.6. αλείφω•пройти потолок мелом περνώ την οροφή με κιμωλία•
пройти раму лаком περνώτο πλαίσιο με βερνίκι.
7. υποφέρω, υπομένω, αντέχω•они -шли много испытаний и страданий αυτοί πέρασαν πολλές δοκιμασίες και πολλά βάσανα.
8. (για χρόνο) διαβαίνω, περνώ•-шли те времена πέρασαν εκείνα τα χρόνια.
|| τελειώνω, περατώνομαι, διεξάγομαι παίζομαι•опера -шла с большим успехом το μελόδραμα παίχτηκε με μεγάλη επιτυχία.
9. εκπληρώνω•военную службу περνώ τη στρατιωτική θητεία•
пройти практику περνώ την πρακτική•
пройти курс лечения κάνω θεραπεία.
|| τελειώνω•пройти школу περνώ το σχολείο.
10. μαθαίνω, διδάσκομαι•пройти букварь περνώ το αλφαβητάριο•
пройти ис-торую древней Греции περνώ την ιστορία της αρχαίας Ελλάδας.
11. σταματώ, παύω•дождь быстро пройтишёл η βροχή γρήγορα πέρασε.
|| δεν υποφέρω•зубная боль -шла ο πονόδοντος πέρασε.
εκφρ.пройти в жизнь – πραγματοποιούμαι στη ζωή, εφαρμόζομαι στην πράξη•пройти молчанием – αποσιωπώ, παρασιωπώ•это не -дт – αυτό δε θα περάσει.1. βαδίζω λίγο περνώ, διαβαίνω, διέρχομαι.2. χορεύω•пройти русскую χορεύω ρωσικό χορό•
пройти в кадрили χορεύω καντρίλια.
3. περνώ πάνω σε κάτι.εκφρ.пройти по чей счт; пройти по чьему адресу – θίγω, προσβάλλω κάποιον άθελα (λέγω κάτι απρεπές).
См. также в других словарях:
Войска — ОКСВА на марше … Википедия
Войска СС — Эмблема войск СС Годы существования 1939 1945 Страна … Википедия
войска — сущ., мн., употр. часто Морфология: (нет) чего? войска, чему? войску, (вижу) что? войско, чем? войском, о чём? о войске; мн. что? войска, (нет) чего? войск, чему? войскам, (вижу) что? войска, чем? войсками, о чём? о войсках Войска это вооружённые … Толковый словарь Дмитриева
войска — войска, войск, войскам, войска, войсками, войсках (Источник: «Полная акцентуированная парадигма по А. А. Зализняку») … Формы слов
Войска — Вооруженные Силы Российской Федерации, другие войска, воинские формирования, органы и создаваемые на военное время специальные формирования, предусмотренные Федеральным законом Об обороне ;... Источник: Указ Президента РФ от 24.01.1998 N 61 О… … Официальная терминология
Войска — мн. Совокупность воинских частей определённого назначения. Толковый словарь Ефремовой. Т. Ф. Ефремова. 2000 … Современный толковый словарь русского языка Ефремовой
войска сс — (Waffen SS), вооруженные формирования нацистской партии. История войск СС уходит корнями в 1933, когда Гитлер переименовал свою штабную охрану в Полк личной гвардии Адольф Гитлер (см. Лейбштандарт СС Адольф Гитлер), создав из нее вооруженное… … Энциклопедия Третьего рейха
ВОЙСКА — (military) вооруженные силы государства; принадлежность к вооруженным силам или к войне. Австрийский социолог Людвиг Гумплович (1838 1909) доказывал, что военное завоевание было истоком как государства, так и социальной стратификации. Независимо… … Большой толковый социологический словарь
Войска — (пишется с прописной буквы как первое слово офиц. наименования), напр.: Войска противовоздушной обороны РФ … Орфографический словарь русского языка
Войска ПВО — Войска противовоздушной обороны ВС СССР Войска ПВО страны, ВПВО ВС СССР Годы существования реорганизован 1918 года реорганизован 14 февраля 1992 года Страна Российская империя … Википедия
Войска ПВО СССР — Войска противовоздушной обороны ВС СССР Войска ПВО страны, ВПВО ВС СССР Годы существования реорганизован 1918 года реорганизован 14 февраля 1992 года Страна … Википедия