Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

быть

  • 21 положение

    положени||е
    с
    1. (местоположение) ἡ θέση [-ις], ὁ τόπος·
    2. (поза) ἡ θέση [-ις], ἡ στάση [-ις], ἡ πόζα·
    3. (состояние) ἡ κατάσταση [-ις]:
    международное \положение ἡ διεθνής κατάσταση· чрезвычайное \положение ἡ κατάσταση ἐκτακτου ἀνάγκης· затруднительное \положение ἡ δύσκολη θέση, ἡ ἀμηχανία, безвыходное \положение τό ἀδιέξοδο[ν], скверное \положение ἡ κατάντια, ἡ ἀσχημη κατάσταση· быть на военном \положениеи βρίσκομαι σέ κατάσταση πολέμου· быть на нелегальном \положениеи εἶμαι σέ παρανομία· выходить из \положениея βρίσκω διέξοδον
    4. (общественное, социальное) ἡ κοινωνική θέση·
    5. (тезис) ἡ θέση, ἡ θέσις:
    основные \положениея οἱ θεμελιώδεις θέσεις·
    6. (закон, устав) ἡ διάταξη [-ις], ὁ κανονισμός, τό καταστατικό·, \положение о выборах ὁ κανονισμός τῶν ἐκλογών ◊ быть в \положениеи (о беременной) разг εἶμαι Εγκυος· на высоте \положениея στό ῦψος τῶν περιστάσεων.

    Русско-новогреческий словарь > положение

  • 22 согласный

    согласн||ый I
    прил
    1. (на что-л.) σύμφωνος, ἔτοιμος νά δεχτώ/ ἔτοιμος (готовый):
    я согласен на все условия δέχομαι ὅλους τους ὅρους· быть \согласныйым δέχομαι, εἶμαι σύμφωνος·
    2. (единодушный) σύμφωνος:
    быть \согласныйым с кем-л. εἶμαι σύμφωνος μέ κάποιον быть \согласныйым с чем-л. συμφωνώ μέ κάτι, ἀποδέχομαι κάτι·
    3. (гармонический) ἀρμονικός.
    согласный II
    лингв.
    1. прил σύμφωνος·
    2. м τό σύμφωνο[ν].

    Русско-новогреческий словарь > согласный

  • 23 так

    так
    1. нареч (таким образом) ἔτσι, τοιουτοτρόπως, ὁδτως:
    сделай \так κάνε τό ἔτσι· сделай \так, чтобы... κάνε ἔτσι πού...· говорить \так как нужно μιλῶ ἔτσι ὅπως πρέπει· делать не \так как нужно κάνω κάτι ὄχι ὅπως χρειάζεται· \так работать нельзя ἔτσι δέν γίνεται δουλειά· \так бы и сказал δέν τώλεγες ἀπό νωρίτερα, δέν τώλεγες ἀπό τήν ἀρχή· \так тому́ и быть ἄς γίνει ἔτσι· \так же μέ τόν ἰδιο τρόπο, ὅμοια· \так же как τό ἰδιο ὅπως· если \так... λοιπόν, ἐν τοιαύτη περιπτώσει...·
    2. нареч (без причины, случайно) (νά) ἔτσι:
    занялся этим \так, от ску́ки καταπιάστηκα μ' αὐτό ἔτσι γιά νά διασκεδάσω τήν ἀνία μου·
    3. нареч (настолько) τόσο[ν]:
    я сегодня \так много ходил σήμερα περπάτησα τόσο πολύ· он \так изменился, что... ἀλλαξε τόσο πού...· кругом \так тихо εἶναι τόσο ήσυχα τριγύρω· бу́дьте \так добры λάβετε τήν καλωσύνη· не \так скоро будет ὄχι πολύ σύντομα·
    4. частица (в таком случае, тогда) τότε:
    я не хочу́ вас слу́шать, \так Так уйдите δέν θέλω νά σας ἀκούω, \так Τότε νά φύγετε·
    5. частица (значит, стало быть) λοιπόν, ὡστε:
    \так мы едем? ἀναχωρούμε λοιπόν;· \так ты согласен? είσαι λοιπόν σύμφωνος;· \так это он? αὐτός εἶναι λοιπόν;·
    6. частица усилительная:
    вот э́то веселье \так веселье αὐτό μάλιστα εἶναι διασκέδαση· как же \так? πῶς ἔτσι;, γιατί;·
    7. частица (приблизительно) κατά, περί, γύρω:
    часу́ \так в третьем κατά τίς τρεις ἡ ῶρα·
    8. союз (вследствие этого, потому) γι· αὐτό:
    здесь очень жарко--ты открой окно́ ἐδῶ κάνει πολύ ζέστη, γι· αὐτό ἄνοιξε τό παράθυρο·
    9. союз:
    \так как μιά πού, δεδομένου ὀτι, ἐπειδή, γιατί· мы легли́ спать, \так как было поздно ξαπλώσαμε νά κοιμηθούμε γιατί ἡταν ἀργά·
    10. союз:
    \так что ἔτσι πού, ἔτσι ὡστε, γι ' αὐτό· снег был глубокий, \так что ноги проваливались τό χιόνι ήτανε βαθύ, ἔτσι πού τά πόδια βουλιάζανε·
    11. союз (но, однако) ἀλλα, ὅμως:
    я тебе говорила, \так ты и слу́шать не хотел ἐγώ στό ἐλεγα, ὅμως ἐσύ δέν ήθελες νά μ· ἀκούσεις· ◊ \так или иначе ἔτσι είτε ἀλλιως, ὁδτως ἡ ἀλλως, ὁπωσδήποτε· \так называемый ὁ λεγόμενος, ὁ δήθεν если \так λοιπόν, ἐν τοιαύτη περιπτώσει· и \так далее καί оСто καθεξής· \так и сяк κι ἔτσι κι ἀλλιῶς· \так и есть ἔτσι καί εἶναι, σωστά· \так и быть ἄς εἶναι, σύμφωνοι· так себе ἔτσι κι ἔτσι, ὑποφερτά· не \так ли? ἔτσι δέν εἶναι;· \так точно! (в ответе) μάλιστα!· \так сказать νά ποῦμε, ὁδτως είπεΐν как бы не \так κάθε ἀλλο, τί λές καημένε.

    Русско-новогреческий словарь > так

  • 24 ум

    ум
    м ὁ νοῦς, ἡ διάνοια, τό μυαλά/ ἡ εὐφυΐα, ἡ ἐξυπνάδα (сообразительность):
    глубокий \ум ἡ βαθύνοια· острый \ум ὁ ὁξύς νοῦς, ἡ ὀξύνοια· проницательный \ум ὁ διεισδυτικός νοῦς· светлый \ум ἡ φωτεινή διάνοια· живой \ум τό ζωντανό μυαλό· склад \ума ἡ νοοτροπία· человек большого \ума ὁ μεγάλος νοῦς, ἀνθρωπος μέ μεγάλη διάνοια· лу́чшие \умы человечества οἱ μεγαλύτερες διάνοιες τής ἀνθρωπότητας· ◊ взяться за \ум разг συνετίζομαι, συνέρχομαι, γίνομαι λογικός· \ум за разум заходит δέν ξέρω τϊ λεω· жить своим \умо́м ἔχω δική μου γνώμη· быть в здравом \уме́ и твердой памяти ἔχω σώας τάς φρένας· быть не в своем \уме разг δέν εἶμαι στά συγκαλά μου, τά ἔχω χαμένα· у него другое на \уме ἀλλο ἔχει στό μυαλά του· он себе на \уме́ разг αὐτός εἶναι τετραπέρατος· считать в \уме́ λογαριάζω μέ τό νοῦ μου· держать в \уме (не записывая) κρατώ στόν νοῦ· в \уме́ ли ты? εἰσαι στά καλά σου;· сойти с \ума τρελλαίνομαι· это не твоего́ \ума дело разг δέν εἶναι δική σου δουλιά αὐτό· прийти́ на \ум μοῦ ἔρχεται στό νοῦ νά· мне не пришло на \ум δέν μοῦ ἡλθε στό νοῦ· это у меня́ из \ума не идет разг δέν μοῦ βγαίνει ἀπό τό μυαλά· быть без \ума от... ξετρελλαί-νομαι μέ κάτι...· сводить с \ума (ξε)τρελ-λαίνω, ξεμυαλίζω· \ума не приложу́ δέν τό χωρεί ὁ νους μου, δέν μπορώ νά καταλάβω· (он) задним \умом крепок κάνει τόν ἔξυπνο κατόπιν ἐορτής· учить \уму́-ра́зу-му βάζω μυαλά σέ κάποιον что у трезвого на \умέ, то у пья́ного на языке́ по-гов. ἀπό τρελλό καί ἀπό μεθυσμένο μαθαίνεις τήν ἀλήθεια· сколько голов, столько \умо́в погов. δσα μυαλά τόσες γνώμες.

    Русско-новогреческий словарь > ум

  • 25 ухо

    у́х||о
    с τό ἀφτί, τό αὐτί, τό ούς:
    на-ру́жное (среднее) \ухо τό ἔξω (то μέσον) οὐς· воспаление \ухоа ἡ ὠτΐτις· заткну́ть у́ши βουλώνω τ' αὐτιά· отодрать за уши τραβώ τ' αὐτιά· ◊ туго́й на ухо βαρύκο-ος· быть тугим на ухо βαρυακούω· говорить кому́-л. на́ ухо ψιθυρίζω κάτι στό ἀφτί· во все у́ши слу́шать εἶμαι ὅλος αὐτιά· пропустить мимо ушей κάνω πώς δέν ἀκούω, κάνω τόν κουφό· держать \ухо востро́ ἔχω τά μάτια μου τέσσερα· навострить у́ши τσιτώνω τ' ἀφτιά, εἶμαι ὅλος ἀφτιά· протрубить (прожужжать) все у́ши кому-л. τρώγω κάποιου τ' αὐτιά μέ τήν πολυλογία μου· в одно́ \ухо входит, в другое выходит ἀπ' τό ἕνα αὐτἰ μπαίνει καί ἀπό τ' ἄλλο βγαίνει· он и \ухоом не ведет καρφί δέν μοῦ καίεται, δέν μέ μέλει· \ухо (у́ши) дерет τρυπδ τά ἀφτιά· у́ши вя́иут κοκκινίζουν τ' ἀφτιά ἀπό ντροπή· дойти до чьи́х-л. ушей φτάνω στ' ἀφτιά· не верить свои́м уша́м δέν πιστεύω τ' αὐτιά μου· не видать как своих ушей δέν πρόκειται νά τό δεις ποτέ· быть по уши в долгу́ εἶμαι πνιγμένος στά χρέη, εἶμαι βουτηγμένος στά χρέη· быть влюбленным по́ уши εἶμαι τρελλά. ἐρωτευμένος· слышать кра́ем \ухоа κάτι πήρε τ' αὐτι μου· за́ уши тащить кого-л. μέ τό ζόρι προωθώ κάποιον хлопать уша́ми ἀκούω χωρίς νά καταλαβαίνω τίποτε· дать в \ухо, дать по уху груб. κτυπώ κάποιον στ' αὐτιά.

    Русско-новогреческий словарь > ухо

  • 26 голова

    -ы, αιτ. голову, πλθ. головы, -лов, -ам θ.
    1. κεφάλι, -ή•

    голова болит το κεφάλι πονά•

    повернуть -у στρέφω το κεφάλι•

    лысая φαλακρό κεφάλι•

    отрубить преступнику -у κόβω το κεφάλι του εγκληματία.

    2. μτφ. νους, διάνοια, μυαλό, πνεύμα•

    светлая голова φωτεινό μυαλό•

    пустая голова κούφιο κεφάλι (κουφιοκέφαλος, φυρόμυαλος)•

    замечательная голова μεγαλόνους, εξαιρετικός νους, αξιόλογο πνεύμα•

    быть (человеком) с -ой είμαι άνθρωπος υαλωμένος•’ сумасбродная голова μισότρελλος, ημιπαράφρονας.

    3. α. κ. θ. καθοδηγητής, αρχηγός, ιθύνων•

    он им голова αυτός είναι αρχηγός τους•

    городской (παλ,) δήμαρχος.

    4. κεφαλή φάλαγγας.
    5. κομμάτι, τεμάχιο (σαν μονάδα μέτρησης)•

    сто -лов скота εκατό κεφάλια ζώα•

    голова сыра κεφάλι τυριού.

    εκφρ.
    без -ы – ανόητος, κουτός•
    с -ой – μυαλωμένος, έξυπνος, νοητικός•
    в -ах – στο κεφαλάρι του κρεβατιού•
    обрушиться на -у чью – επιτίθεμαι κατά τίνος•
    с -ы – από τον καθένα, από το κάθε άτομο•
    через -у чью – εν αγνοία κάποιου, κρυφά από κάποιον•
    закружилось в -е – ζαλίστηκα•
    голова кружится – ζαλίζομαι μου έρχεται ζαλάδα•
    вешать (повесить) -у – κρεμώ, κατεβάζω το κεφάλι (από θλίψη κλπ.), αποθαρρύνομαι•
    вымыть (намылить) кому -у – τιμωρώ αυστηρά, τσεκουριάζω κάποιον•
    сложить -у – φονεύομαι, πέφτω, χάνομαι•
    не сносить -у – δεν φέρω το κεφάλι (πληρώνω με το κεφάλι, με τη ζωή)•
    выдать -ой – παραδίνω για εξόντωση,προδίνω•
    выдать себя с -ой – εκμυστηρεύομαι (λάθος, ενοχή)•
    заплатить -ой – πληρώνω με το κεφάλι (με τή ζωή)•
    отвечать ή ручаться -ой – εγγυώμαι με το κεφάλι, κόβω το κεφάλι μου, να μη ζήσω•
    вбить ή вколотить себе в -у – εμφυσώ, εμπνέω στον εαυτό μου, ριζώνω (πεποιθήσεις κ.τ.τ.)• выбрасить ή выкинуть из головы αποβάλλω, βγάζω από το μυαλό (λησμονώ)•
    выйти ή вылететь, выскочить из -ы – διαφεύγω του νου (δε θυμάμαι, ξεχνώ)•
    не выходить ή не идти из -ы – δε μου βγαίνει από το μυαλό, το νου (θυμάμαι συνεχώς)•
    в первую -у – στην πρώτη σειρά, πριν απ όλα•
    - у давать на отсечение – κόβω το κεφάλι μου ζεγγυώμαι απόλυτα)•
    есть голова на плечах – το ‘χω το κεφάλι μου (το νου, τα λογικά μου)•
    быть на -у выше кого; быть -ой выше кого – κατά πολύ υπερέχω από κάποιον•
    на свою -у – προς βλάβην του εαυτού μου (του κ.τ.τ.), κακό του κεφαλιού του (μου κ.τ.τ.) θα κάμει, κάμω κ.τ.τ.
    с -ой погрузиться ή окунуться – ρίχνομαι με τα μούτρα (αφοσιώνομαι ολοκληρωτικά)•
    с• больной -ы на здоровую – τα ρίχνω η τα φορτώνω στον άλλον (που είναι αθώος)•
    с (ή от) -ы до пят – από το κεφάλι ως τα πόδια ή ως τα νύχια•
    сам себе голова – είμαι (ει,ναι κλπ.) αυτεξούσιος, αυτοκέφαλος•
    хотя ты здесь, а голова там – αλλού έχεις το νου σου ή αν και παρών, αποδημείς•
    ходить на -е – ατακτώ, θορυβώ, κάνω ο,τι θέλω (συνήθως για παιδιά)•
    на свежую -у – με ξεκούραστο κεφάλι, με ξεσκοτουριασμένο το μυαλό•
    поднимать -у – σηκώνω κεφάλι (παίρνω θάρρος, απειθαρχω, αυθαδιάζω)•
    разбить на -у – κατασυντρίβω, κατανικώ, νικώ κατά κράτος•
    у меня этого даже и в -е не было – ούτε καν το σκέφτηκα ή ούτε καν μου πέρασε από το νου•
    мне пришла мысль в -у – μου ήρθε (κατέβηκε) η σκέψη•
    адамова голова – α) νεκροκεφαλή, β) είδος νυχτερινής πεταλούδας•
    снять -у с кого – κάνω κάποιον να κρεμάσει το κεφάλι (ταπεινώνω).

    Большой русско-греческий словарь > голова

  • 27 дух

    -а (-у) α.
    1. νους, διάνοια, νόηση, πνεύμα•

    в здоровом теле здоровый дух γερό μυαλό σε γερό κορμί•

    в том же -е στο ίδιο πνεύμα•

    в этом -е σ'αυτό το πνεύμα.

    (φιλοσ.) το Πνεύμα•

    абсолютный дух το απόλυτο Πνεύμα.

    || (θρησκ.) ψυχή.
    2. ηθικό•

    боевой дух μαχητικό πνεύμα•

    моральный дух το ηθικό•

    дух войска το ηθικό του στρατεύματος, του στρατού•

    сила -а ηθική δύναμη•

    подъм -а ανέβασμα (άνοδος) ηθικού•

    упадок -а πτώση ηθικού.

    || θάρρος•

    поднять дух ενθαρρύνω, εμψυχώνω•

    не хватает -а δεν έχει το απαιτούμενο θάρρος.

    3. νόημα, ουσία•

    это противоречит -у закона αυτό είναι! αντίθετο προς το πνεύμα του νόμου•

    дух времени το πνεύμα των καιρών.

    4. άυλη υπόσταση•

    добрый дух το αγαθό πνεύμα•

    злой ή нечистый дух το κακό ή πονηρό πνεύμα (οι δαίμονες).

    5. αναπνοή•

    дух захватывает (ή занимает, замирает) μου πιάνεται η αναπνοή•

    затаить -κρατώ την ανάσα•

    дайте перевести дух αφήστε με να πάρω αναπνοή,- ν' ανασάνω.

    6. παλ. αέρας.
    7. μυρουδιά.
    8. (με σημ. κατηγ.) -ом γρήγορα, τάχιστα•

    скакать во весь дух καλπάζω στα τέσσερα•

    он -ом ЭТО сделает αυτός θα το φτιάσει στο πι και στο φι.

    || με μια ανάσα, χωρίς διακοπή, μονοκοπανιά•

    он одним -ом выпил большой бокал αυτός έπιε ένα μεγάλο ποτήρι μονοκοπανιά.

    εκφρ.
    святой – Αγιο Πνεύμα•
    святым -ом (узнатьκ.τ.τ.) άγνωστο από που το ξέρω•
    быть в -е – είμαι σε ευθυμία•
    быть не в -е – είμαι σε δυσθυμία, έχω κακοκεφιά•
    во весь дух ή что есть -у ( бежать, мчатьсяκ.τ.τ.) ολοταχώς•
    быть на -у – εξομολογούμαι στον πνευματικό•
    как на -у – ειλικρινά, χωρίς να κρύψω τίποτε (σαν στον πνευματικό)•
    покаяться на -у – μεταμελούμαι στον πνευματικό•
    расположение ή состояние -а – ψυχική διάθεση•
    ни слуху ни -у – ούτε φωνή ούτε ακρόαση, μήτε φανιά μήτε λαλιά (κανένα σημείο ζωής)•
    чтобы -у не было – να μη μείνει ούτε ψυχή•
    дух противоречия – πνεύμα αντιλογίας.

    Большой русско-греческий словарь > дух

  • 28 мочь

    могу, можешь, могут, παρλθ. χρ. мог, -ла, -ло, μτχ. ενεστ. могущий
    ρ.δ.
    1. μπορώ, δύναμαι•

    не -у спать δε μπορώ να κοιμηθώ•

    не -у понять δε μπορώ να καταλάβω•

    он всё -жет αυτός όλα μπορεί να τα κάμει•

    не -у вам помочь δε μπορώ να σας βοηθήσω•

    терпеть его не -у δε μπορώ να τον υποφέρω.

    2. может επίρ. δυνατόν, ίσως, μπορεί•

    на вид -жет, крепкий, но... στην όψη, μπορεί να φαίνεται γερός, όμως...

    εκφρ.
    -жет быть ή быть -жет – μπορεί, είναι δυνατόν, ίσως, πιθανόν, ενδεχομένως•
    не -жет быть! – είναι αδύνατον! δεν είναι δυνατόν! αποκλείεται!•
    не моги – (απλ.) μη τολμάς•
    как живёте-можете? – πως ζήτε, πως περνάτε;
    θ. (απλ.) δύναμη•

    кричать во всю мочь φωνάζω μ όλη τη δύναμη•

    бежать изо всей -и τρέχω μ όλα τα δυνατά•

    что есть -и μ όση δύναμη έχω•

    - и нет ή не стало δεν έχω πιά άλλη δύναμη, δεν αντέχω πιά.

    Большой русско-греческий словарь > мочь

  • 29 простаивать

    1. (находиться какое-л. время в положении стоя) στέκομαι όρθια 2. (быть где-л. какое-л. время) μένω, παραμένω 3. (быть какое-л. время в бездействии, не функционируя) αδρανώ 4. (оставаться без изменения в течение какого-л. времени) παραμένω ακίνητος/αδρανής.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > простаивать

  • 30 бессознательный

    бессознательный ασυνείδη τος, ασυναίσθητος быть в \бессознательныйом состоянии είμαι λιπό θυμος
    * * *
    ασυνείδητος, ασυναίσθητος

    быть в бессозна́тельном состоя́нии — είμαι λιπόθυμος

    Русско-греческий словарь > бессознательный

  • 31 бледный

    бледный ωχρός, χλωμός быть \бледныйм είμαι χλωμός
    * * *
    ωχρός, χλωμός

    быть бле́дным — είμαι χλωμός

    Русско-греческий словарь > бледный

  • 32 виноватый

    виноватый о ένοχος, ο υπαί τιος быть \виноватыйм φταίω я не
    * * *
    ένοχος, ο υπαίτιος

    быть винова́тым — φταίω

    я не винова́т — δε φταίω

    Русско-греческий словарь > виноватый

  • 33 виновный

    виновный (в чём-л.) ένο χος, φταίχτης быть \виновныйм είμαι ένοχος, είμαι φταίχτης
    * * *
    (в чём-л.) ένοχος, φταίχτης

    быть вино́вным — είμαι ένοχος, είμαι φταίχτης

    Русско-греческий словарь > виновный

  • 34 глава

    I глава Ι м, ж (руководитель) о αρχηγός \глава правительства о αρχηγός της κυβέρνησης \глава делегации о επικεφαλής της αντιπροσωπίας' быть во \главае... είμαι επικεφαλής... II глава II ж (в книге ) το κεφάλαιο
    * * *
    I м, ж
    ( руководитель) ο αρχηγός

    глава́ прави́тельства — ο αρχηγός της κυβέρνησης

    глава́ делега́ции — ο επικεφαλής της αντιπροσωπίας

    быть во главе́... — είμαι επικεφαλής...

    II ж
    ( в книге) το κεφάλαιο

    Русско-греческий словарь > глава

  • 35 годиться

    годиться χρησιμεύω, αξίζω (быть годным) ταιριάζω (подходить) ◇ это никуда не \годитьсяся ( αυτό) δεν κάνει
    * * *
    χρησιμεύω, αξίζω ( быть годным); ταιριάζω ( подходить)
    ••

    э́то никуда́ не годи́тся — (αυτό) δεν κάνει

    Русско-греческий словарь > годиться

  • 36 гость

    гость м о ξένος, ο φιλοξενούμενος, о καλεσμένος, ο μουσαφίρης ο επισκέπτης (посетитель) быть в \гостьях είμαι επίσκεψη встречать \гость ей υποδέχομαι τους καλεσμένους идти в \гостьи πηγαίνω επίσκεψη позвать в \гостьи προσκαλώ για επίσκεψη дорогие \гостьи οι αγαπητοί φιλοξενούμενοι
    * * *
    м
    ο ξένος, ο φιλοξενούμενος, ο καλεσμένος, ο μουσαφίρης; ο επισκέπτης ( посетитель)

    быть в гостя́х — είμαι επίσκεψη

    встреча́ть госте́й — υποδέχομαι τους καλεσμένους

    идти́ в гости — πηγαίνω επίσκεψη

    позва́ть в гости — προσκαλώ για επίσκεψη

    дороги́е гости — οι αγαπητοί φιλοξενούμενοι

    Русско-греческий словарь > гость

  • 37 диета

    диета ж η δίαιτα; быть на \диетае κάνω δίαιτα
    * * *
    ж
    η δίαιτα

    быть на дие́те — κάνω δίαιτα

    Русско-греческий словарь > диета

  • 38 дух

    дух м 1) (сущность) το πνεύμα; в \духе времени στο πνεύμα της εποχής 2) (дыхание) η ανάσα, η αναπνοή перевести \дух παίρνω ανάσα 3) (моральное состояние) το ηθικό, το θάρρος, το κουράγιο η διάθεση, το κέφι (настроение) быть не в духе δεν έχω διάθεση поднять \дух ενθαρρύ νω, εμπνέω θάρρος пасть \духом χάνω το θάρρος μου
    * * *
    м
    1) ( сущность) το πνεύμα

    в духе вре́мени — στο πνεύμα της εποχής

    2) ( дыхание) η ανάσα, η αναπνοή

    перевести́ дух — παίρνω ανάσα

    3) ( моральное состояние) το ηθικό, το θάρρος, το κουράγιο; η διάθεση, το κέφι ( настроение)

    быть не в ду́хе — δεν έχω διάθεση

    подня́ть дух — ενθαρρύνω, εμπνέω θάρρος

    пасть духомχάνω το θάρρος μου

    Русско-греческий словарь > дух

  • 39 есть

    I есть 1 (принимать пищу) τρώγω хочется \есть πεινάω II есть II 1. 8 л. от быть 2. безл. (имеется) υπάρχει у меня \есть έχω ◇ так и \есть έτσι είναι
    * * *
    I

    хо́чется есть — πεινάω

    II 1. 3 л. от быть 2. безл.
    ( имеется) υπάρχει

    у меня́ есть — έχω

    ••

    Русско-греческий словарь > есть

  • 40 жать

    I жать II θερίζω II жать Ι 1) (сжимать) σφίγγω" \жать руку σφίγγω το χέρι 2) (быть тесным) στενεύω, σφίγγω туфли мне жмут με σφίγγουν τα παπούτσια
    * * *
    I
    1) ( сжимать) σφίγγω

    жать ру́ку — σφίγγω το χέρι

    2) ( быть тесным) στενεύω, σφίγγω

    ту́фли мне жмут — με σφίγγουν τα παπούτσια

    II

    Русско-греческий словарь > жать

См. также в других словарях:

  • быть — глаг., нсв., употр. наиб. часто Морфология: я буду, ты будешь, он/она/оно будет, мы будем, вы будете, они будут, будь, будьте, был, была, было, были, будущий, бывший, будучи, быв 1. Когда что либо или кто либо есть, они существуют. Думаю, что… …   Толковый словарь Дмитриева

  • быть — наст. вр. нет (кроме 3 л. ед.: есть; книжн., 3 л. мн.: суть); будь, будьте; был, была, было (с отриц.: не был, не была, не было, не были); буду, будешь; бывший; будучи; нсв. 1. Существовать. Думаю, инопланетяне есть. Здесь когда то была Троя. * В …   Энциклопедический словарь

  • быть — Существовать, составлять, являться, фигурировать, присутствовать, находиться, лежать, красоваться, водиться, иметься, иметь место, обретаться, гнездиться, крыться, оставаться, продолжаться, пребывать, скрываться, попадаться, таиться, заключаться …   Словарь синонимов

  • БЫТЬ — БЫТЬ, наст. вр. нет (кроме 3 е лицо ед. есть и устар. и книжн. 3 е лицо мн. суть); был, была, было (не был, не была, не было, не были); буду, будешь; будь; бывший; будучи; несовер. 1. Жить, существовать. Вопрос: быть или не быть? Были люди в наше …   Толковый словарь Ожегова

  • БЫТЬ — БЫТЬ, наст. вр. нет, кроме 3 л. ед. есть и устар. 3 л. мн. суть в некоторых знач. (см. эти слова), д.н.в. будучи, прош. вр. был, была, было (с отриц. не был, не была, не было), буд. вр. буду, будешь, повел. будь, несовер. 1. Связка между… …   Толковый словарь Ушакова

  • БЫТЬЁ — БЫТЬЁ, я, ср. (устар.). Жизнь, образ жизни. Житье бытьё (разг.). Толковый словарь Ожегова. С.И. Ожегов, Н.Ю. Шведова. 1949 1992 …   Толковый словарь Ожегова

  • бытьё — бытьё, бытья, бытья, бытей, бытью, бытьям, бытьё, бытья, бытьём, бытьями, бытье, бытьях (Источник: «Полная акцентуированная парадигма по А. А. Зализняку») …   Формы слов

  • бытьё — (житьё бытьё), бытьём …   Словарь употребления буквы Ё

  • бытьё — бытьё, я; житьё бытьё …   Русское словесное ударение

  • БЫТЬЁ — БЫТЬЁ, бытья, мн. нет, ср. (устар.). Образ жизни. «К бытью цыганскому привык.» Пушкин. Толковый словарь Ушакова. Д.Н. Ушаков. 1935 1940 …   Толковый словарь Ушакова

  • БЫТЬ — БЫТЬ, бытие, бытность и пр. см. бывать. Толковый словарь Даля. В.И. Даль. 1863 1866 …   Толковый словарь Даля

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»