Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

брат,сестра

  • 1 двоюродный

    двоюродный: \двоюродный брат о (ε)ξάδερφος \двоюродныйая сестра η (ε)ξαδέρφη
    * * *

    двою́родный брат — о (ε)ξάδερφος

    двою́родная сестра́ — η (ε)ξαδέρφη

    Русско-греческий словарь > двоюродный

  • 2 младший

    младший 1) (по возрасту) μικρότερος, νεώτερος" \младший брат ο μικρότερος αδερφός* \младшийая сестра η μικρότερη αδερφή 2) (по положению) κατώτερος
    * * *
    1) ( по возрасту) μικρότερος, νεώτερος

    мла́дший брат — ο μικρότερος αδερφός

    мла́дшая сестра́ — η μικρότερη αδερφή

    2) ( по положению) κατώτερος

    Русско-греческий словарь > младший

  • 3 старший

    старший 1) (по возрасту) μεγαλύτερος, πρεσβύτερος; \старший брат о μεγαλύτερος (или μεγάλος) αδερφός; \старшийая сестра η μεγαλύτερη αδερφή 2) (по положению ) ανώτερος 3) (о классе и т.п.) μεγάλος; \старшийие классы οι μεγάλες τάξεις
    * * *
    1) ( по возрасту) μεγαλύτερος, πρεσβύτερος

    ста́рший брат — ο μεγαλύτερος ( или μεγάλος) αδερφός

    ста́ршая сестра́ — η μεγαλύτερη αδερφή

    2) ( по положению) ανώτερος
    3) (о классе и т. п.) μεγάλος

    ста́ршие кла́ссы — οι μεγάλες τάξεις

    Русско-греческий словарь > старший

  • 4 и

    и
    1. союз (соединительный) καί:
    брат и сестра ἀδελφός κι ἀδελφή· дверь открылась и вошла жеищииа ἀνοιξε ἡ πόρτα καί μπήκε μιά γυναίκα·
    2. союз (усилительный) καί:
    и ты ей поверила! καί σύ τήν πίστεψες!· и сам не рад καί γώ τό μετάνοιωσα·
    3. союз (уступительный) μά, ὀμως:
    и рад бы поехать, да времени нет εὐχαρίστως θά πήγαινα μά δέν ἔχω καιρὅ
    4. (в смысле «также») καί:
    и я хочу́ пойти καί ἐγώ θέλω νά πάω·
    5. (в смысле чдаже») καί, ἀκόμα καί:
    это и я могу́ сделать αὐτό τό κάνω κι ἐγώ· не могу́ и поду́мать ὁδτε νά τό σκεφτώ μπορώ·
    6. (в смысле «.именно») ἀκριβῶς καί:
    э́то о вас и говорят γιά σάς ἀκριβῶς μιλᾶνε·
    7. и... и... (при повторении) καί... καί:
    и я и сестра καί γώ καί ἡ ἀδελφή· μου· и то и другое καί τό ἕνα καί τό ιϊλλο· ◊ и так далее καί ὁΰτω καθεξής· и тому подобное καί τά λοιπά (сокр. κ.λ.π.)· и прочее καί λοιπά.

    Русско-новогреческий словарь > и

  • 5 крёстный

    επ.
    ανάδοχος•

    крёстный отец νουνός•

    -ая мать νουνά•

    крёстный сын ο γιος του νουνού•

    -ая сестра η κόρη του νουνού•

    крёстный брат; -ая сестра αυτοί που έχουν τον ίδιο νουνό.

    ουσ. -
    -ая νουνός, νουνά.

    Большой русско-греческий словарь > крёстный

  • 6 старший

    επ., υπερθ. β. старейший.
    1. πρεσβύτερος, μεγαλύτερος την ηλικία•

    старший брат μεγαλύτερος αδερφός•

    -ая сестра μεγαλύτερη αδερφή•

    старший сын в семье το μεγαλύτερο παιδί στην οικογένεια•

    -ая дочь η μεγαλύτερη θυγατέρα.

    || παλιός, πρότερος, προγενέστερος.
    2. ουσ. πλθ. -ие οι μεγαλύτεροι, οι ενήλικοι.
    3. αρχαιότερος, ανώτερος (στο βαθμό, υπηρεσία)•

    -ая медицинская сестра η αρχινοσοκόμα•

    мастер ο αρχιμάστορας, πρωτομάστορας•

    офицер αρχαιότερος αξιωματικός.

    4. ουσ. ο προϊσταμενος, ο επικεφαλής, ο υπεύθυνος•

    старший отделения ο υπεύθυνος του τμήματος, ο τμηματάρχης.

    5. ανώτερος, μεγαλύτερος•

    -ие классы οι μεγαλύτερες (σχολικές) τάξεις.

    Большой русско-греческий словарь > старший

  • 7 двоюродный

    двоюродн||ый
    прил:
    \двоюродный брат ὁ ἐξάδελφος, ὁ ἐξάδερφος· \двоюродныйая сестра ἡ ἐξαδέλφη, ἡ ἐξαδέρφη.

    Русско-новогреческий словарь > двоюродный

  • 8 сводный

    сводн||ый
    прил
    1. συνοπτικός, μικτός:
    \сводныйая таблица ὁ συνοπτικός πίνακας· \сводныйая афиша ἡ συνοπτική ἀφίσα· \сводный батальон τό μικτό τάγμα· 2.:
    \сводный брат ὁ ἐτεροθαλής ἀδελφός· \сводныйая сестра ἡ ἐτεροθαλής ἀδελφή.

    Русско-новогреческий словарь > сводный

  • 9 троюродный

    троюродн||ый
    прил:
    \троюродный брат ὁ δεύτερος ἐξάδελφος· \троюродныйая сестра ἡ δεύτερη ἐξαδέλφη.

    Русско-новогреческий словарь > троюродный

  • 10 двоюродный

    επ. двоюродный брат εξάδερφος•

    -ая сестра εξαδέρφη•

    -ая тетя η θεία (πρώτεξαδέρφη του πατέρα ή της μάνας)•

    двоюродный дядя ο θε’ιος (ο πρωτεξάδερφος του πατέρα ή της μάνας).

    Большой русско-греческий словарь > двоюродный

  • 11 единоутробный

    επ., βρ: -бен, -бва, -бно• ομομήτριος•

    единоутробный брат ομομήτριος αδερφός•

    -ая сестра ομομήτρια αδερφή.

    Большой русско-греческий словарь > единоутробный

  • 12 единственный

    επ., βρ: -вен, -венна, -но
    1. μοναδικός, ένας και μόνο•

    единственный сын μοναχογιός•

    -ая дочь μοναχοκόρη•

    единственный брат μοναδικός αδερφός•

    -ая сестра μοναδική αδερφή•

    выход из положения μοναδική διέξοδος•

    сото την κατάσταση•

    -ое решение μοναδική |λύση•

    -в своем роде μοναδικός στο είδος του.

    2. παλ. εξαιρετικός, υπέροχος.
    εκφρ.
    - ое число – ενικός αριθμός•
    один единственный -βλ. единственный (1 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > единственный

  • 13 меньший

    επ.
    1. συγκρ. β.
    επ. малый κ. маленький μικρότερος• λιγότερος•

    -ая часть μικρότερη μερίδα•

    из двух зол выбрать -ее εκ δύο κακών το μη χείρον βέλτοστον.

    2. υπερθ. β. ο πιο λίγος, ο λιγότερος, ο ελάχιστος.
    3. ο μικρότερος στην οικογένεια•

    меньший сын το μικρότερο παιδί (διγόνι)•

    меньший брат ο μικρότερος αδερφός•

    -ая сестра μικρότερη αδερφή•

    -ая дочь η μικρότερη θυγατέρα (διγόνα).

    εκφρ.
    по -ей мере – τουλάχιστο• εν πάση περιπτώσει•
    самое -ее – το πιο λιγότερο.

    Большой русско-греческий словарь > меньший

  • 14 милосердие

    ουδ.
    ευσπλαχνία, έλεος, οίκτος, λύπη, πονοψυχιά, ψυχοπονιά.
    εκφρ.
    без -я – άσπλαχνα, ανηλέητα, αλύπητα, χωρίς οίκτο•
    сестра -яπαλ. νοσοκόμα, αδελφή•
    брат -яπαλ. νοσοκόμος.

    Большой русско-греческий словарь > милосердие

  • 15 младший

    επ.
    1. νεότερος, μικρότερος•

    младший брат ο μικρότερος αδερφός•

    -ая сестра η μικρότερη αδερφή.

    || υστερότοκος.
    2. κατώτερος, υποδεέστερος. || μικρός, κατώτερος•

    -ие классы οι μικρές τάξεις (οι 4 τάξεις του δημοτικού σχολείου).

    Большой русско-греческий словарь > младший

  • 16 молочный

    επ.
    1. γαλακτοφόρος•

    молочный скот γαλακτοφόρα ζώα.

    || γαλακτερός, πολυγάλακτος.
    2. γαλακτοπαραγωγικός•

    -ая промышленность γαλακτοβιομηχανία.

    || του γάλατος•

    молочный магазин γαλακτοπωλείο, γαλατάδικο.

    3. μικρός, βυζανιάρικος, αξέκοπος•

    молочный ягнёнок αρνάκι του γάλακτος•

    молочный телёнок μοσχαράκι του γάλακτος.

    4. από γάλα•

    -ые продукты τα γαλακτερά.

    5. γαλακτόχρωμος, γαλακτώδης•

    молочный цвет γαλακτώδες (άσπρο) χρώμα.

    6. ουσ. θ. -ая γαλακτοπωλείο, γαλατάδικο.
    7. το γαλακτερό.
    εκφρ.
    молочный брат – ομογάλακτος αδερφός•
    - ая сестра – ομογάλακτη αδερφή•
    - ые железы – οι γαλακτογόνοι αδένες•
    - ые зубы – οι γαλαξίες, οι νεογιλοί;•
    - ая сп-лость – το γαλάτωμα (γαλατσίδιασμα) των σιτηρών•
    - ые реки и кисельные берега – (στα παραμύθια)• ζωή χαρισάμενη του Αβραάμ και του Ισαάκ τα καλά.

    Большой русско-греческий словарь > молочный

  • 17 сводный

    επ.
    1. συνοπτικός, σύντομος•

    -ая афиша συνοπτική αψίσα•

    -ые данные πληροφοριακά στοιχεία.

    || συνυφής, συνυφασμένος• συναρμοσμένος. || μεικτός, συμμιγής•

    сводный отряд μεικτό τμήμα.

    2. ετεροθαλής•

    -брат ετεροθαλής αδερφός, μηλαδέρφι•

    -ая сестра ετεροθαλής αδερφή, μηλαδέρφι.

    Большой русско-греческий словарь > сводный

  • 18 троюродный

    επ.
    τρίτος ως προς τον παππού ή τη γιαγιά•

    троюродный брат τρίτος εξάδερφος•

    -ая сестра τρίτη εξαδέρφη•

    троюродный внук τρισέγγονος•

    -ая внучка η τρισέγγονη•

    троюродный правнук ο τετρασέγγονος (το παιδί του τρισέγγονου).

    Большой русско-греческий словарь > троюродный

  • 19 уйти

    уйду, уйдшь, παρλθ. χρ. ушл, ушла, ушло, μτχ. παρλθ. χρ. ушедший,
    επιρ. μτχ. уйдя κ. (απλ.) ушедши ρ.σ.
    1. φεύγω, αναχωρώ• απέρχομαι•

    гости ушли οι φιλοξενούμενοι έφυγαν•

    брат ушл вчера ο αδερφός έφυγε χτες•

    завтра уйдёт сестра αύριο θα φύγει η αδερφή.

    || πηγαίνω•

    все ушли на работу όλοι έφυγαν για τη δουλειά•

    отец ушл на охоту ο πατέρας πήγε στο κυνήγι•

    уйти на вслах πηγαίνω με τα κουπιά (κωπηλατώντας).

    2. δραπετεύω, το σκάζω• αποδιδράσκω•

    уйти из тюрьмы δραπετεύω από τη φυλακή.

    || εγκαταλείπω, αφήνω•

    она ушла от него αυτή τον παράτησε•

    он ушл с института αυτός παράτησε το ινστιτούτο•

    уйти со сцены εγκαταλείπω τη σκηνή.

    || μτφ. απαλλάσσομαι, γλυτώνω, σώζομαι• ξεφεύγω•

    он хитрый уйти не уйдшь от его капкана αυτός είναι πονηρός, δε θα ξεφύγεις από την παγίδα του.

    3. περιέρχομαι, πηγαίνω, περνώ•

    отец ушл на пенсию ο πατέρας πέρασε στη σύνταξη•

    -в отпуск πηγαίνω σε άδεια (παίρνω άδεια)•

    уйти в запас περνώ στην εφεδρεία.

    4. διαβαίνω, περνώ, παρέρχομαι•

    годы ушли τα χρόνια πέρασαν•

    время прошло ο καιρός πέρασε.

    5. χάνομαι, εξαφανίζομαι•

    богач пропал, вместе с ним ушло и-его счастье ο πλούσιος πέθανε, μαζί του πάει και η ευτυχία του.

    || πεθαίνω•

    ушедшего никогда не забудем τον πεθαμένο (απελθόντα) ποτέ δε θα τον ξεχάσομε.

    6. ξοδεύομαι, δαπανώμαι•

    за этот месяц ушло много денег αυτόν το μήνα έφυγαν πολλά χρήματα.

    || χρειάζομαι, απαιτούμαι•

    целый день уйдёт за это дело ολόκληρη μέρα θα φύγει (θα πάει) γι αυτήν την υπόθεση.

    7. (για υγρά) χύνομαι ξεχειλίζω•

    молоко ушло το γάλαχύθηκε (βράζοντας).

    8. προπορεύομαι, προτρέχω• προηγούμαι. || (για ωρολόγια)• πηγαίνωμπροστά.
    9. βλ. вместиться.
    10. βυθίζομαι, χώνομαι, μπαίνω, μπήγομαι• εισδύω•

    свая ушла глубоко в землю ο πάσσαλος μπήκε βαθιά στη γη.

    11. επιδίδομαι, αφοσιώνομαι•

    ученик ушёл в книги ο μαθητής τό ρίξε στα βιβλία (στημελέτη).

    12. μετατρέπομαι, μετασχηματίζομαι, γίνομαι.
    εκφρ.
    уйти вперд – ξεπερνώ, υπερτερώ, υπερβάλλω• υπερέχω•
    уйти из жизни (в могилу, к проотцам) – φεύγω από τη ζωή, αποβιώνω, κατεβαίνω στον τάφο, πάω στον άλλο κόσμο•
    уйти на дно – βυθίζομαι, πηγαίνω στον πάτο (πνίγομαι)•
    далеко уйти – προπορεύομαι πολύ, πηγαίνω πολύ μπροστά•
    недалеко уйти – δεν ξεπερνώ πολύ κάποιον•
    почва или земля ушла из-под ног – το έδαφος έφυγε κάτω από τα πόδια•
    уйти в себя – α) αφοσιώνομαι (δεν παρατηρώ τίποτε γύρω μου), β) κλείνομαι στο καβούκι.

    Большой русско-греческий словарь > уйти

  • 20 четвероюродный

    επ.
    τετραξάδερφος•

    четвероюродный брат ο τετραξάδερφος•

    -ая сестра τετραξαδέρφη•

    четвероюродный племянник ανεψιός από τετραξάδερφο, -φη.

    Большой русско-греческий словарь > четвероюродный

См. также в других словарях:

  • брат-і-сестра — іменник жіночого роду …   Орфографічний словник української мови

  • брат-і-сестра — бра/та і сестри/, ж. Народна назва перестріча, а також фіалки триколірної та деяких інших рослин; братки …   Український тлумачний словник

  • Сестра — У этого термина существуют и другие значения, см. Сестра (значения). Сестра …   Википедия

  • БРАТ — муж. братья, браты, братовья мн. братец, братик, браток, братишка, братенок ·умалит., братцы мн., братище, братища ·увел. каждый из сыновей одних родителей, друг другу, а также сестрам своим, или детям тех же родителей. Родные, кровные,… …   Толковый словарь Даля

  • Брат Солнце — Брат Солнце, сестра Луна (фильм) Брат Солнце, сестра Луна Fratello Sole Sorella Luna Жанр драма Режиссёр …   Википедия

  • Брат и сестра (фильм) — Брат и сестра Hare Rama Hare Krishna Жанр драма …   Википедия

  • Брат Солнце, сестра Луна — Fratello Sole Sorella Luna Жанр драма Режиссёр Франко …   Википедия

  • Брат и сестра — Hare Rama Hare Krishna …   Википедия

  • СЕСТРА — СЕСТРА, сестрица, сестричка, сестренька, вообще разумеется сестра родная, дочь одних родителей с тем, кому она сестра. Единородная сестра, одного отца с кем, но разных матерей, сестра по отце; единоутробная, одной матери, но другого отца, сестра… …   Толковый словарь Даля

  • Сестра и брат — Режиссёр Ирина Кодюкова Автор сценария Ирина Кодюкова Оператор Галина Гирева Студия …   Википедия

  • сестра — черт не брат, и свинья не сестра... Словарь русских синонимов и сходных по смыслу выражений. под. ред. Н. Абрамова, М.: Русские словари, 1999. сестра монахиня, сеструшка, сестричушка, медсестра, инокиня, сеструха, единомышленница, сеструччо,… …   Словарь синонимов

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»