Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

μικρότερος

  • 1 младший

    младший 1) (по возрасту) μικρότερος, νεώτερος" \младший брат ο μικρότερος αδερφός* \младшийая сестра η μικρότερη αδερφή 2) (по положению) κατώτερος
    * * *
    1) ( по возрасту) μικρότερος, νεώτερος

    мла́дший брат — ο μικρότερος αδερφός

    мла́дшая сестра́ — η μικρότερη αδερφή

    2) ( по положению) κατώτερος

    Русско-греческий словарь > младший

  • 2 меньший

    επ.
    1. συγκρ. β.
    επ. малый κ. маленький μικρότερος• λιγότερος•

    -ая часть μικρότερη μερίδα•

    из двух зол выбрать -ее εκ δύο κακών το μη χείρον βέλτοστον.

    2. υπερθ. β. ο πιο λίγος, ο λιγότερος, ο ελάχιστος.
    3. ο μικρότερος στην οικογένεια•

    меньший сын το μικρότερο παιδί (διγόνι)•

    меньший брат ο μικρότερος αδερφός•

    -ая сестра μικρότερη αδερφή•

    -ая дочь η μικρότερη θυγατέρα (διγόνα).

    εκφρ.
    по -ей мере – τουλάχιστο• εν πάση περιπτώσει•
    самое -ее – το πιο λιγότερο.

    Большой русско-греческий словарь > меньший

  • 3 брат

    брат м о αδελφός, ο αδερφός двоюродный \брат о (ε)ξάδερφος старший (младший) \брат ο μεγαλύτερος (μικρότερος) αδερφός \братья-близнецы οι δίδυμοι αδερφοί
    * * *
    м
    ο αδελφός, ο αδερφός

    двою́родный брат — о (ε)ξάδερφος

    ста́рший (мла́дший) брат — ο μεγαλύτερος (μικρότερος) αδερφός

    братья-близнецы́ — οι δίδυμοι αδερφοί

    Русско-греческий словарь > брат

  • 4 меньше

    меньше 1. (сравн. ст. от маленький) μικρότερος* этот стадион \меньше αυτό το στάδιο είναι μικρότερο 2. (сравн. ст. от мало) λιγότερο· μικρότερο (по размеру)' здесь \меньше народу εδώ έχει λιγότερο κόσμο· как можно \меньше όσο το δυνατό λιγότερο
    * * *
    1. сравн. ст. от маленький

    э́тот стадио́н ме́ньше — αυτό το στάδιο είναι μικρότερο

    2. сравн. ст. от мало
    λιγότερο; μικρότερο ( по размеру)

    здесь ме́ньше наро́ду — εδώ έχει λιγότερο κόσμο

    как мо́жно ме́ньше — όσο το δυνατό λιγότερο

    Русско-греческий словарь > меньше

  • 5 меньший

    меньший λιγότερος μικρότερος (по размеру) ◇ по \меньшийей мере τουλάχιστο
    * * *
    λιγότερος; μικρότερος ( по размеру)
    ••

    по ме́ньшей ме́ре — τουλάχιστο

    Русско-греческий словарь > меньший

  • 6 меньше

    меньше
    1. (сравнит, ст. от маленький, малый) μικρότερος, (ό)λιγώτερος, πιό λίγος:
    \меньше всех ὁ μικρότερος ἀπ' ὅλους·
    2. (сравнит, ст. от мало) (ό)λιγώ-τερο, πιό λίγο:
    \меньше всего́ τό ὀλιγώτερο, τό πιό λίγο ἀπ' ὀλα не больше не \меньше οὐτε παραπάνω ὁὔτε παρακάτω· как можно \меньше ὅσο τό δυνατόν λιγώτερο.

    Русско-новогреческий словарь > меньше

  • 7 меньше

    1. συγκρ. β. του επ. милый κ. маленький μικρότερος•

    меньше всех μικρότερος όλων.

    2. συγκρ. β. του επίρ. мало λιγότερο•

    гораздо меньше πολύ λιγότερο•

    меньше всего το λιγότερο•

    ни больше ни меньше ούτε πολύ ούτε λίγο, ούτε παραπάνω ούτε παρακάτω•

    как можно меньше όσο το δυνατό λιγότερο.

    Большой русско-греческий словарь > меньше

  • 8 младший

    επ.
    1. νεότερος, μικρότερος•

    младший брат ο μικρότερος αδερφός•

    -ая сестра η μικρότερη αδερφή.

    || υστερότοκος.
    2. κατώτερος, υποδεέστερος. || μικρός, κατώτερος•

    -ие классы οι μικρές τάξεις (οι 4 τάξεις του δημοτικού σχολείου).

    Большой русско-греческий словарь > младший

  • 9 втрое

    1. (больше) τρείς φορές περισσότερο, (о размере) τρείς φορές μεγαλύτερος 2. (меныне) τρείς φορές λιγότερο, (о размере) τρείς φορές μικρότερος.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > втрое

  • 10 наименьший

    ελάχιστος, μικρότερος.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > наименьший

  • 11 меньший

    меньш||ий
    (сравнит, ст. от маленький, малый) μικρότερος, (ό)λιγώτερος:
    \меньшийая часть τό μικρότερο μέρος· ◊ по \меньшийей мере τουλάχιστον, τό λιγώτερο· самое \меньшийее τό λίγο-λίγο· из двух зол выбирать \меньшийее δύο κακών προκειμένων τό μή χείρον βέλτιστον.

    Русско-новогреческий словарь > меньший

  • 12 наименьший

    наименьш||ий
    прил μικρότατος, ἐλάχιστος:
    \наименьший риск ὁ μικρότερος κίνδυνος· \наименьшийее кра́тное мат τό ἐλάχιστο[ν] πολ-λαπλάσιο[ν].

    Русско-новогреческий словарь > наименьший

  • 13 меньший

    [μιέν'συΐ] εκ. μικρότερος

    Русско-греческий новый словарь > меньший

  • 14 меньший

    [μιέν'συΐ] εκ. μικρότερος

    Русско-греческий новый словарь > меньший

  • 15 меньший

    [μιέν'συϊ] επ μικρότερος

    Русско-эллинский словарь > меньший

  • 16 меньший

    [μιέν'συϊ] επ μικρότερος

    Русско-эллинский словарь > меньший

  • 17 из

    κ. изо πρόθεση
    από, εκ• σημαίνει:
    1. κίνηση από κάποιο σημείο ή απομάκρυνση ή έξοδο•

    выйти из дому βγαίνω από το σπίτι•

    приехать из города έρχομαι από την πόλη•

    извлечь пулю из раны βγάζω τη σφαίρα από την πληγή•

    поезд пришёл - Москвы το τραίνο ήρθε από τη Μόσχα•

    достать платок из кармана βγάζω το μαντήλι από τη τσέπη•

    река вышла из берегов το ποτάμι, ξεχείλισε•

    вырасти из платья το φόρεμα μου είναι μικρό (επειδή αναπτύχτηκα σωματικά)•

    выйти из терпения χάνω την υπομονή•

    выбиваться из сил εξαντλούμαι, αποκάμω•

    изчезать из виду χάνω από τα μάτια μου, εξαφανίζεται, γίνεται άφαντος.

    2. προέλευση, πηγή•

    знать из газет μαθαίνω από τις εφημερίδες•

    цитата эта из виргилия το τσιτάτο αυτό είναι από το Βιργίλιο•

    из достоверных источников από έγκυρες πηγές•

    человек из Парижа παριζάνος.

    || καταγωγή•

    из рабочей семьи από εργατική οικογένεια•

    он происходит из дворин αυτός κατάγεται από ευγενείς.

    || (δια)χωρνσμό•

    некоторые из учеников μερικοί από τους μαθητές•

    один из них ένας απ αυτούς•

    младший из братьев ο μικρότερος αδελφός.

    3. πολλαπλότητα σύνθεση•

    букет из роз ανθοδέσμη από τριαντάφυλλα•

    комиссия из трёх членов επιτροπή τριμελής•

    стадо из коров и овец κοπάδι από αγελάδες και πρόβατα.

    4. δηλώνει την ύλη από την οποία κατασκευάστηκε•

    ложка из серебра ασημένιο κουτάλι•

    брошка из золота χρυσή καρφίτσα•

    кукла из тряпок κούκλα από κουρέλια•

    варенье из вишен γλυκό από βύσινα•

    мост из железобетона γέφυρα από (με) μπετόν-αρμέ.

    5. διά, με•

    изо всех сил με όλες τις δυνάμεις.

    6. ανάπτυξη•

    из жёлудя вырос дуб από το βαλανίδι μεγάλωσε βαλανιδιά•

    из посёлка возник город από συνοικία έγινε πόλη•

    из либерала он стал реакционером από φιλ,ελεύθερος έγινε αντιδραστικός.

    7. δηλώνει αιτία, αφορμή, σκοπό•

    из зависти από ζήλεια•

    убийство из ревности φόνος από ζηλοφθονία•

    из личных выгод από προσωπικά ωφέλη, από ιδιοτέλεια•

    много шума из пустяков πολύς θόρυβος από το τίποτε•

    из уважения από σεβασμό.

    || παλ. στον, στην, στό•

    он получил двойку из истории αυτός πήρε δυάρι στην ιστορία.

    || μαζί με την πρόθεση «В» σημαίνει επανάλειψη, συνέχεια, διάρκεια•

    из года в год από χρόνο σε χρόνο•

    изо дня в день από μέρα σε μέρα•

    из края в край από άκρη σε άκρη•

    из дома в дом από σπίτι σε σπίτι•

    из рук в руки από χέρι σε χέρι•

    из угла в угол από γωνία σε γωνία.

    Большой русско-греческий словарь > из

  • 18 менее

    1. παλ. συγκρ. β. του επ. малый κ. маленький, μικρότερος• λιγότερος.
    2. συγκρ. β. του επίρ. мало μικρότερο, λιγότερο•

    нас было не менее ста человек εμείς ήμασταν όχι λιγότερο από εκατό άτομα.

    εκφρ.
    менее всего – τελείως, εντελώς (για άρνηση)•
    тем не менее – εν τούτοις, και όμως, μολαταύτα, παρά ταύτα, παρ όλ αυτά•
    менее как ή менее чем – λιγότερο απο•
    менее чем неделя – λιγότερο από μια βδομάδα•
    менее чем вы – λιγότερο από σας.

    Большой русско-греческий словарь > менее

  • 19 на

    на 1
    πρόθ. με αιτ. και, προθτ.
    1. επάνω, επί, στον, στην, στο κ.τ.τ. положить книгу на стол βάζω το βιβλίο πάνω στο τραπέζι.• на землю, на земле (πάνω) στη γη•

    наклеить марку на конверт κολλώ γραμματόσημο στο φάκελλο•

    на полу, на пол στο πάτωμα•

    на улицу, на улице στο δρόμο•

    на сущу, на суще στην ξηρά.

    2. μέσα, εντός, εις, στον, στην, στο κ.τ.τ. первый работник на селе ο πρωτοπόρος της δουλειάς στο χωριό•

    тоска на сердце θλίψη στην καρδιά•

    служить на флоте υπηρετώ στο στόλο•

    идти на свадьбу πηγαίνω στο γάμο•

    идти на завод πηγαίνω στο εργοστάσιο•

    пришли на память прошлогодние события ήρθαν στη μνήμη τα περσινά γεγονότα ή θυμήθηκα τα περσινά γεγονότα.

    3. (κατεύθυνση) προς, κατά•

    окна на восток παράθυρα κατά την ανατολή•

    дверь на улицу πόρτα κατά το δρόμο•

    посмотреть на него κοιτάζω προς αυτόν.

    4. (επαφή σύγκρουση) επί, επάνω στον, στην, στο κ.τ.τ. наскочить на забор προσκρούω στον περίβολο•

    наткуться на камень σκοντάφτω στην πέτρα.

    5. (ομοιότητα)• προς, με• σαν•

    беспокойство похожее на страх ταραχή που μοιάζει με φόβο.

    6. (χρόνος)• τον, την, το• στον, στην, στο κ.τ.τ. на 15 июля назначен митинг την (στις) 15 Ιούλη καθορίστηκε συλλαλητήριο•

    на той неделе την ερχόμενη εβδομάδα•

    на следующий день την επόμενη (μέρα)•

    на другое утро το άλλο πρωί•

    на каникулах (σ)τις διακοπές.

    || προς•

    в ночь с 24 на 25 декабря тц νύχτα της 24 προς την 25 Δεκέμβρη.

    || σε•

    со дня на день από μέρα σε μέρα•

    с часу на час από ώρα σε ώρα.

    7. κατά, ως προς•

    мягкий на ощупь μαλακός (κατά) την αφή.

    8. (σκοπός• αφορμή) ως, για, δια•

    подарить на память δωρίζω για ενθύμιο•

    подарок на день рождения δώρο για τα γενέθλια•

    на всякий случай για κάθε ενδεχόμενο•

    деньги на ремонт χρήματα για επισκευή.

    9. (ειδικότητα, επάγγελμα) για•

    буду учиться на лётчика θα μάθω (σπουδάσω) για αεροπόρος.

    10. (αιτία) για, δια•

    спосибо на добром слове ευχαριστώ για τα καλά λόγια.

    11. χάρη, για, προς•

    на славу για δόξα•

    на страх για φόβο•

    родиться на горе γεννιέμαι για πίκρες.

    12. (τρόπο) με, κατά•

    на старинный образец κατά τον παλαιό τύπο (υπόδειγμα)•

    на скаку με καλπασμό, καλπάζοντας κατά τον καλπασμό•

    на бегу τρέχοντας• κατά το τρέξιμο•

    на лету πετώντας, στο πέταγμα, στον αέρα•

    на ходу πηγαίνοντας, βαδίζοντας, κινούμενος.

    || (επί βαθμολογίας) για•

    сдать экзамен на отлично δίνω εξετάσεις (για) άριστα.

    13. (συνθήκες, κατάσταση)• με•

    на пустой ή на голодный желудок με αδειανό το στομάχι.

    || από, εκ•

    на память από μνήμης;

    14. με•

    дверь закрыта на замок η πόρτα είναι κλεισμένη με κλείδωνιά•

    она одета на меху αυτή είναι ντυμένη με γούνα•

    ходить на костылях βαδίζω με τα δεκανίκια•

    жарить на масле τηγανίζω με λάδι•

    мы поедем на пароходе θα ταξιδέψομε με το πλοίο•

    играть на деньги παίζω με χρήματα.

    15. (αύξηση, μείωση, διαίρεση κλπ.) περί, κατά•

    продвинуться на 200 метров προωθούμαι κατά 200 μέτρα•

    на 10 лет моложе брата κατά δέκα χρόνια μικρότερος από τον αδερφό.

    || (για ποσοτική διαφορά) κατά, για•

    я опоздал на 10 минут εγώ άργησα κατά 10 λεπτά•

    отступить на два шага υποχωρώ κατά δυο βήματα.

    16. εναντίον, κατά•

    жаловаться на директора παραπονούμαι κατά του διευθυντή.

    || μπροστά, εμπρός•

    это про-изходило на моих глазах αυτό γινόταν μπροστά στα μάτια μου.

    17. (αφθονία, πλήθος) επί, επάνω•

    ухаб на ухабе πλήθος λακκούβες, η μιά κοντά στην άλλη•

    дыра на дыре τρύπα στην τρύπα (η μια κοντά στην άλλη).

    на 2
    (μόριο με σημ. κατηγ.) να (πάρε, πιάσε)•, возьми να, πάρε•, лови να, πιάσε•, это тебе να, αυτό είναι για σένα.
    εκφρ.
    вот (тебе и) наκ. (απλ.) вот те на (για κάτι απροσδόκητο, παράξενο) να λοιπόν, νάτα μας, αυτό μας έλειπε ακόμα•
    на-ка (-поди); (да и) на-поди – (απλ.) (για αγανάκτηση)1 ωρίστε μας.

    Большой русско-греческий словарь > на

  • 20 наименьший

    -ая, -ее
    επ. υπερθ. β. ο πιο μικρός, ο μικρότερος, μικρότατος, ελάχιστος•
    εκφρ.
    - ее общее кратно двух или нескольких чисел – (μαθ.) το ελάχιστο πολλαπλάσιο δύο ή περισσότερων αριθμών•
    пойти по линии ή по пути -его сопротивления – προτιμώ την εύκολη λύση, αποφεύγω τις δυσκολίες.

    Большой русско-греческий словарь > наименьший

См. также в других словарях:

  • μικρότερος — η, ο (Μ μικρότερος, η, ον) [μικρός] συγκριτ. τού μικρός μσν. 1. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ὁ μικρότερος και ἡ μικρότερη μαθητευόμενος, βοηθός 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ μικρότεροι η κατηγορία τών κατώτερων αξιωματικών στο Βυζάντιο, όπως ήταν λ.χ …   Dictionary of Greek

  • μικρότερος — μῑκρότερος , μικρός small masc nom comp sg μῑκρότερος , σμικρός small masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αριθμητική — Ο κλάδος των μαθηματικών που μελετά τους φυσικούς αριθμούς: 1, 2, 3, 4... Η ενασχόληση με τους φυσικούς αριθμούς είναι τόσο παλιά όσο και ο άνθρωπος, η α. όμως ως επιστήμη είναι σχετικά νέα. Ως θεμελιωτής της α. μπορεί να θεωρηθεί o Πυθαγόρας,… …   Dictionary of Greek

  • Λάσκαρις — I Επώνυμο Βυζαντινών ηγεμόνων της αυτοκρατορίας της Νικαίας. 1. Θεόδωρος A’. Βλ. λ. Θεόδωρος. Όνομα βυζαντινών ηγεμόνων (2.). 2. Θεόδωρος B’. Βλ. λ. Θεόδωρος. Όνομα βυζαντινών ηγεμόνων (3.). 3. Ιωάννης Γ’ Δούκας Βατάτζης. Βλ. λ. Βατάτζης, Ιωάννης …   Dictionary of Greek

  • μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… …   Dictionary of Greek

  • μικρογαμέτης — ο βιολ. ο μικρότερος από δύο ανισογαμέτες, ο οποίος θεωρείται ως ο «αρσενικός» γαμέτης, και που έχει διαφοροποιηθεί από τον «θηλυκό» ως προς το μέγεθος, είναι δηλ. μικρότερος, ή ως προς τη δομή ή και ως προς τα δύο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • μικροτερίτζιν — και μικροτερίτσιν (Μ) ως (ουδ. επίθ.) υποκορ. τού μικρότερος, λίγο μικρότερο. [ΕΤΥΜΟΛ. Από τον συγκρ. μικρότερος τού μικρός + υποκορ. κατάλ. ίτσιν] …   Dictionary of Greek

  • μονάδα — I (Μαθημ.). Στο σύνολο των πραγματικών αριθμών διακρίνουμε την θετική μονάδα (1), η οποία είναι ο μικρότερος θετικός ακέραιος αριθμός, και την αρνητική μονάδα ( 1), η οποία είναι ο μέγιστος αρνητικός ακέραιος αριθμός. Η θετική και η αρνητική μ.… …   Dictionary of Greek

  • πρόδρομος — Oνομασία 11 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ.), στην πρώην επαρχία Αλμωπίας, του νομού Πέλλας. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Νερομύλων. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 260 μ.), στην πρώην επαρχία Θήβας, του νομού Βοιωτίας. Είναι έδρα… …   Dictionary of Greek

  • υπελάσσων — έλασσον, Α λίγο μικρότερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐλάσσων «μικρότερος»] …   Dictionary of Greek

  • υπομείων — εῑον, Α 1. κάπως μικρότερος ή λιγότερος 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ὑπομείονες·(στη Σπάρτη) α) πολίτες περιορισμένων πολιτικών δικαιωμάτων οι οποίοι είχαν βέβαια γεννηθεί από γονείς γνήσιους Σπαρτιάτες πολίτες, αλλά δεν είχαν λάβει την… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»