-
1 низший
-
2 низший
ни́зш||ий(сравнит, и превосх. ст. от низкий)1. прям., перен κατώτερος:\низший сорт ἡ κατώτερη ποιότητα· товар \низшийего качества (τό) ἐμπόρευμα κατώτερης ποιότητας·2. (начальный):\низшийее образование ἡ στοιχειώδης ἐκπαίδευση·3. (о чине и I т. п.) κατώτερος:\низшийее звание ὁ κατώ· τερος βαθμός·4. биол. κατώτερος:\низший тип животных τά κατώτερα ζῶα, τά πρωτόζωα -
3 низкий
επ., βρ: -зон, -зка, -зко; ниже; низший κ. нижайший.1. χαμηλός• μικρός•низкий дом χαμηλό σπίτι (χαμόσπιτο)•
низкий каблук μικρό τακούνι•
низкий рост μικρό ανάστημα•
-ое давление пара χαμηλή πίεση του ατμού•
низкий уровень развития χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης.
2. κατώτερος•ситец -ого качества τσιτάκι κατώτερης ποιότητας.
|| μη αναπτυγμένος, καθυστερημένος•-ая культура μη αναπτυγμένος πολιτισμός.
3. (απλ.) απλός, συνηθισμένος.4. άτιμος, πρόστυχος, χαμερπής, ποταπός.5. ευτελούς καταγωγής• κατώτερος•-ое сословие κατώτερο κοινωνικό στρώμα•
-ое звание κατώτερος βαθμός.
6. παλ. περιφρ. απλός, λαϊκός.7. (για ήχο, φωνή) χαμηλός, βαθύς, μπάσος.εκφρ.низкий лоб – μικρό (στενό) μέτωπο•поклон – εδαφιαία υπόκλιση. -
4 младший
младший 1) (по возрасту) μικρότερος, νεώτερος" \младший брат ο μικρότερος αδερφός* \младшийая сестра η μικρότερη αδερφή 2) (по положению) κατώτερος* * *1) ( по возрасту) μικρότερος, νεώτεροςмла́дший брат — ο μικρότερος αδερφός
мла́дшая сестра́ — η μικρότερη αδερφή
2) ( по положению) κατώτερος -
5 нижний
нижний 1) κατώτερος, από κάτω· \нижний этаж το κάτω πάτωμα 2): \нижнийее бельё το εσώρουχο* * *1) κατώτερος, από κάτωни́жний эта́ж — το κάτω πάτωμα
2)ни́жнее бельё — το εσώρουχο
-
6 младший
младш||ийприл1. (по возрасту) νεώτερος:\младшийие классы (в школе) οἱ μικρές τάξεις·2. (по положению) κατώτερος:\младший научный сотрудник κατώτερος ἐπιστημονικός συνεργάτης. -
7 младший
επ.1. νεότερος, μικρότερος•младший брат ο μικρότερος αδερφός•
-ая сестра η μικρότερη αδερφή.
|| υστερότοκος.2. κατώτερος, υποδεέστερος. || μικρός, κατώτερος•-ие классы οι μικρές τάξεις (οι 4 τάξεις του δημοτικού σχολείου).
-
8 неполноценный
επ., βρ: -ценен, -ценна, -оμη πλήρους αξίας, κατώτερος της ονομαστικής του αξίας• υποδεέστερος, κατώτερος, ελαττωματικός, ατελ.ής•-ые продукты κατώτερα προι-όντα.
-
9 служитель
-я α. -ница, -ы θ.1. παλ. θεράπων, -ίδα, υπηρέτης, -τρια• λακές.2. κατώτερος υπάλληλος.εκφρ.канцелярский - – παλ. κατώτερος υπάλληλος χωρίς βαθμό. -
10 мираж
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мираж
-
11 планета
ο πλανήτης· верхняя - ανώτερος -внутренняя - см. нижняя -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > планета
-
12 ниже
ниже1. сравнит, ст. от низкий κατώτερος, χαμηλότερος / πιό κοντός (о росте)/ χαμηλότερος (о звуке)·2. сравнит, ст. от низко πιό κάτω, χαμηλότερα·3. предлог ὑπό, κάτω ἀπό:пять градусов \ниже нуля πέντε βαθμοί ὑπό τό μηδέν ◊ \ниже среднего κάτω ἀπό τό μέτριο, κατώτερο τοῦ μετρίου· \ниже всякой критики δέν ἀντέχει σέ καμμιά κριτική· это \ниже моего достоинства ἀπαξιώ νά... -
13 нижний
ни́жн||ийприл κατώτερος:\нижнийяя ступенька τό κάτω σκαλί, τό τελευταίο σκαλοπάτι· \нижнийяя часть города ἡ κάτω πόλις· \нижнийее течение реки́ ὁ κάτω ρους τοῦ ποταμού· \нижний этаж τό ϊσόγειο[ν]· \нижнийяя палуба τό ὑπόφραγμα· \нижнийее белье τά ἐσώρ-ρουχα· \нижнийяя юбка ἡ μεσόφουστα, τό με-σοφόρι· ◊ \нижнийяя палата полит ἡ κάτω Βουλή. -
14 подчиненный
подчин||енный1. прич. от подчинить·2. прил κατώτερος / грам. ἐξηρτημένος·3. м ὁ ὑφιστάμενος, ὁ ὑποτακτικός. -
15 пониженный
пони́женн||ый1. прич. от понизить.2. прил ἐλαττωμένος, χαμηλός, κατώτερος, κατεβασμένος, χαμηλωμένος:\пониженныйая температура ἡ χαμηλή θερμοκρασία· ◊ \пониженныйое настроение ἡ κακή διάθεση, τά χαλασμένα κέφια. -
16 третьесортный
третьесортныйприл τρίτης (κατωτέρας) ποιότητος, κατώτερος. -
17 нижний
[νίζνιϊ] εκ. κατώτερος -
18 низший
[νίσσυΐ] εκ. κατώτερος -
19 нижний
[νίζνιϊ] επ κατώτερος -
20 низший
[νίσσυϊ] επ κατώτερος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κατώτερος — η, ο, θηλ. και έρα (ΑΜ κατώτερος, έρα, ον) [κάτω] αυτός που βρίσκεται χαμηλότερα από κάποιον άλλο (α. «το όριο είναι κατώτερο» β) «καὶ κατέβη πρῶτον εἰς τὰ κατώτερα μέρη», ΚΔ.) νεοελλ. φρ. «κατώτερος άνθρωπος» αυτός που στερείται πνευματικών και… … Dictionary of Greek
κατώτερος — κάτος following masc nom comp sg κατώτερος lower masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατώτερος — η, ο επίρρ. α συγκρ. από το επίρρ. κάτω χαμηλότερος, ευτελέστερος, κατώτερης ποιότητας, αυτός που έχει κατώτερο βαθμό: Τιμωρήθηκαν δύο κατώτεροι αξιωματικοί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
έσχατος — η, ο (ΑΜ ἔσχατος, η, ον Α και ἔσχατος, ον) 1. (για τόπους) ο πιο απομακρυσμένος, ο απώτατος, αυτός που βρίσκεται στο ακρότατο σημείο, ο τελευταίος («ἔσχατος θάλαμος», Ομ. Οδ.) 2. (για πρόσ.) χειρότερος, κατώτερος («ο έσχατος τών μαθητών») 3.… … Dictionary of Greek
ήττων — ον (AM ἥττων, αρχαιότ. αττ. τ. ἥσσων, ον, ιων. τ. ἕσσων, ον) (συγκρ. τού κακός και μικρός) 1. μικρότερος, λιγότερος 2. υποδεέστερος, υπολειπόμενος, κατώτερος, παρακατιανός («ούδενὸς ἥττων γνῶναι» κανενός κατώτερος στο να κρίνει, Θουκ.) 3. (το ουδ … Dictionary of Greek
δάσος — Έκταση ακαλλιέργητου εδάφους, στο οποίο αναπτύσσονται ελεύθερα δέντρα με ψηλό κορμό, σε ενώσεις με άλλες βλαστικές μορφές, όπως είναι οι θάμνοι, οι πόες και τα θαλλόφυτα, που διατάσσονται σε ορόφους και από τους οποίους ο ανώτερος συγκροτείται… … Dictionary of Greek
δασός — Έκταση ακαλλιέργητου εδάφους, στο οποίο αναπτύσσονται ελεύθερα δέντρα με ψηλό κορμό, σε ενώσεις με άλλες βλαστικές μορφές, όπως είναι οι θάμνοι, οι πόες και τα θαλλόφυτα, που διατάσσονται σε ορόφους και από τους οποίους ο ανώτερος συγκροτείται… … Dictionary of Greek
δευτερότερος — η, ο αυτός που είναι κατώτερος από κάποιον άλλο στην αξία, τη σημασία, την ποιότητα, ο κατώτερος, ο δευτερεύων … Dictionary of Greek
διάκονος — Ο πρώτος και κατώτερος από τους τρεις βαθμούς της ιεροσύνης. Τον τίτλο αυτόν απένεμε η αρχαία Εκκλησία σε όλους εκείνους, αποστόλους και πιστούς, που βοηθούσαν στις πιο ταπεινές υπηρεσίες, όπως η καθαριότητα και η φροντίδα των ιερών σκευών, γιατί … Dictionary of Greek