1 ἀϊδής
γλῶσσα B.12.209
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀϊδής
2 ἀϊδνός
λιγνύς A.R.1.389
Νύξ Lyr.Adesp.92
, καπνός Euph.139
, πηλός Call.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀϊδνός