-
1 θωκονδε
-
2 θώκονδε
-
3 θῶκονδε
-
4 καθ-ιζάνω
καθ-ιζάνω if, ἱζάνω), sich setzen, sich niederlassen; ϑεοὶ ϑῶκόνδε καϑίζανον Od. 5, 3; εἰς ϑρόνους Aesch. Eum. 29; ἡ μέλιττα ἐφ' ἅπαντα τὰ βλαστήματα Isocr. 1, 52; eben so construirt Arist. H. A. 8, 17; παρά τινα Polyaen. 8, 64.
-
5 θῶκος
θῶκος, ὁ, = ϑᾶκος, der Sitz; Hom.; Pind. P. 11, 6; Sitzung, Sitz im Rath u. in der Volksversammlung; Od. 2, 26. 15, 468; ϑῶκόνδε, zur Sitzung, Od. 5, 3; ϑῶκοι ἀμπαυστήριοι Her. 1, 181. – Der Sessel, Her. 9, 84. – Auch Tragg., ἵνα μαντεῖα ϑῶκός τ' ἔστι Θεσπρωτοῦ Διός Aesch. Prom. 833. – Ep. auch gedehnt ϑόωκος, Od. 2, 26. 12, 318.
-
6 καθιζανω
(ζᾰ)1) садиться, усаживаться(θῶκόνδε Hom.; εἰς θρόνους Aesch.)
2) (о пчелах, птицах) садиться, опускаться(ἐφ΄ ἅπαντα τὰ βλαστήματα Isocr.; ἐπὴ τῶν δονάκων, ἐπὴ πέτρας Arst.)
-
7 θᾶκος
A seat, chair,Νυμφέων καλοὶ χοροὶ ἠδὲ θόωκοι Od.12.318
;θεῶν δ' ἐξίκετο θώκους Il.8.439
; θῶκοι ἀμπαυστήριοι seats for resting, Hdt.1.181, cf. 9.94; κραιπνόσυτος θᾶκος, of the winged car of the Oceanids, A.Pr. 282 (anap.); θᾶκος Διός, of Dodona, ib. 831; σεμνοὶ θ., of the palace, Id.Ag. 519; εἰς παλαιὸν θᾶκον ὀρνιθοσκόπον ἵζων, of Teiresias, S.Ant. 999; ;θάκους θάσσειν Id.Tr. 138
(anap.);τῶν θ. τοῖς πρεσβυτέροις ὑπανίστασθαι Ar.Nu. 993
; ἐκαθήμεθα ἐπὶ τῶν θ. Aeschin.Socr.2.II in Hom., sitting in council, a council, like βουλή, οὔτε.. ἀγορὴ γένετ' οὔτε θόωκος Od.2.26; ; ; ἐν θώκῳ κατήμενος sitting in council, Hdt.6.63. (Cf. θάβακος, θάσσω.) -
8 καθιζάνω
καθιζάνω, [dialect] Aeol. [full] κατισδάνω Sapph.Supp.19.5, irreg. [tense] impf. ἐκαθίζανον ([etym.] παρ-) IG22.1011.22(ii B.C.):—A sit down, θῶκόνδε καθίζανον they went to the council and took their seats, Od.5.3; μάντις ἐς θρόνους κ. A.Eu.29;παρά τινα Polyaen.8.64
: abs.,σὺ δὲ καθίζανε Pherecr.172
; of bees, birds, etc., settle, perch, , cf. Arist.HA 601a7; ἐπὶ δονάκων, πέτραις, ib. 593b10, 619b8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθιζάνω
-
9 θῶκος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > θῶκος
-
10 καθιζάνω
καθ - ιζάνω: take seat; θῶκόνδε, Od. 5.3†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > καθιζάνω
-
11 θῶκος
См. также в других словарях:
θῶκονδε — θᾶκος seat indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθιζάνω — (Α καθιζάνω, αιολ. τ. κατισδάνω) νεοελλ. 1. γεωλ. (για εδάφη) υποχωρώ προς τα κάτω, υφίσταμαι καθίζηση, καθίζω, κατολισθαίνω, βουλιάζω 2. (για ουσίες διαλυμένες σε υγρό) κατακαθίζω, κατέρχομαι στον πυθμένα ως ίζημα αρχ. κάθομαι, καθίζω («οἱ δὲ… … Dictionary of Greek