-
1 θρῆνος
Grammatical information: m.Compounds: Compp. e. g. θρην-ῳδός `who sings a lament' (Alciphr.) with - έω, - ία (E., Plu.), ἔν-θρηνος `full of lament' (Pap.).Derivatives: θρηνώδης `like a lament' (Pl.), θρήνωμα = θρῆνος (pap. Ia; - ωμα only enlarging, Chantraine Formation 186f.). Denomin. verb θρηνέω, aor. θρηνῆσαι, also with prefix, e. g. ἐπι-, κατα-, `start a lament, lament, wail for' (Ω 722) with several derivv.: θρήνημα `lament' (E.), θρηνη-τής, - ητήρ (A.; cf. Benveniste Noms d'agent 42) `lamentation', also θρηνήτωρ (Man.); θρηνητικός (Arist.); ἐπιθρήν-ησις (Plu.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: To θρῆνος in the first place ablauting θρώναξ κηφήν. Λάκωνες H. and reduplicated τενθρήνη `hornet' (cf. also on ἀνθρηδών; see Kuiper Μνήμης χάριν 1, 221f.). Also in other languages we find comparablewords denoting sounds: Skt. dhráṇati `sounds' (gramm.) and the Germanic word for ` Drohne', e. g. OS dreno, with which cf. also Goth. drunjus `sound', NGerm. drönen ` drōhnen' a. o., Lat. drēnsō, - āre the sound of swans (from Gaulic); in all these cases we have to assume an onomatopoetic elementary relation rather than a genetic connection. (Not here Arm. dṙnč̣im `blow the horn' (Mladenov Mélanges Pedersen 95ff.). Cf. with different anlaut Lith. trinkėti ! `drone'; uncertain Toch. A träṅk- `speak'. - Pok. 255f., W.-Hofmann s. drēnsō, Mayrhofer s. dhráṇati. (Hardly to θρέομαι, θόρυβος, θρῦλος.) - We have prob. a Pre-Greek word.Page in Frisk: 1,681-682Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > θρῆνος
-
2 θρήνος
-
3 θρῆνος
-
4 θρῆνος
θρῆνος, ὁ (vgl. ϑρέομαι), das Wehklagen, bes. die Todtenklage, Il. 24, 721, das Klagelied, H. h. 18, 18; Γοργόνων οὔλιος ϑρ. Pind. P. 13, 8, vgl. I. 7, 58. Oft Tragg., ἐπιτυμβίδιοι Aesch. Ch. 338, καὶ γόοι Eur. Med. 1208; auch in Prosa, καὶ ὀδυρμοί Plat. Rep. III, 398 d; καὶ τραγῳδίαι Phil. 50 a; πολλοὶ ἐπὶ σμικροῖς παϑήμασι ϑρ. Rep. III, 388 d. Nach Poll. 6, 202 auch = ϑρηνῳδός.
-
5 θρηνος
ὅ1) (тж. θ. ἐπιτυμβίδιος Aesch.) погребальная песнь, плач об умершемθρήνων ἔξαρχοι Hom. — запевалы похоронных песен, плакальщики
2) (тж. θρήνων ᾠδή Soph.) жалоба, жалобная песнь, сетование(κόμμος θ. κοινὸς χοροῦ καὴ ἀπὸ σκηνῆς, sc. ἐστιν Arst.)
ὄρνις θρῆνον ἐπιπροχέουσα HH. — птица, изливающаяся в жалобной песне, πολλοὴ ἐπὴ σμικροῖς παθήμασι θρῆνοι Plat. большие жалобы по малым поводам -
6 θρῆνος
A dirge, lament, Il.24.721, Sapph.136, Pi.I.8(7).64, Hdt.2.79,85, etc.; θ. οὑμός for me, A.Pr. 390;εἰπεῖν.. θ. θέλω ἐμὸν τὸν αὐτῆς Id.Ag. 1322
.2 complaint, sad strain, h.Pan.18; Τοργόνων οὔλιον θ. Pi.P.12.8;θρῆνοι καὶ ὀδυρμοί Pl.R. 398d
, etc.: pl., lamentations,θρήνων ᾠδάς S.El.88
(lyr.), etc.; title of poems by Pindar, Stob.4.39.6, etc. (Distd. fr. ἐπικήδειον by Trypho ap.Ammon. Diff.p.54 V. (cf. Ptol.Asc.p.404H.), ἐπικήδειον τὸ ἐπὶ τῷ κήδει, θ. δὲ ἐν ᾡδήποτε χρόνῳ.) -
7 θρῆνος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > θρῆνος
-
8 θρῆνος
θρῆνος, ὁ, das Wehklagen, bes. die Totenklage, das Klagelied -
9 θρῆνος
θρῆνος, ου, ὁ (s. prec. entry; Hom. et al.)① ritual expression of lament for the dead, a dirge, Mt 2:18 v.l. (Jer 38:15).② expression of grief, lamentation, in a general sense Ἄννα δύο θρήνους ἐθρήνει GJs 2:1. ἐποίησεν θρῆνον 3:1 (s. θρηνέω 2).—DELG. TW. -
10 θρήνος
ο вопль, рыдание; плач; причитание, обрядовая песнь;επιτάφιος θρήνος — надгробный плач;
§ έγινεθρήνος και οδυρμός — случилось большое горе, большое несчастье
-
11 θρῆνος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > θρῆνος
-
12 θρήνος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > θρήνος
-
13 θρῆνος
погребальная песнь, плач; LXX: (קִינָה).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > θρῆνος
-
14 θρῆνος
1 dirgeθρασειᾶν λτ;Γοργόνωνγτ; οὔλιον θρῆνον διαπλέξαισ' Ἀθάνα P. 12.8
ἐπᾰ θρῆνόν τε πολύφαμον ἔχεαν (sc. Μοῖσαι) I. 8.58 -
15 θρῆνος
-ου + ὁ N 2 0-3-20-1-9=33 2 Sm 1,17; 2 Chr 35,25(bis); Is 14,4; Jer 7,29lamentation 2 Sm 1,17; οἱ θρῆνοι lamen-tations, wailings 2 Chr 35,25→TWNT -
16 θρήνος
[тринос] ουσ α рыдание, плач. -
17 θρήνος
lamentation -
18 θρήνος
skarga (f) rzecz. -
19 θρήνος
1) bědování2) nářek -
20 θρήνος
lamentΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > θρήνος
См. также в других словарях:
θρῆνος — dirge masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρήνος — Πανάρχαιο είδος τραγουδιού, το οποίο εμφανίστηκε αρχικά ως έκφραση πόνου για τον θάνατο αγαπημένου προσώπου, ενώ αργότερα προσέλαβε γενικότερο χαρακτήρα και μετατράπηκε σε μέσο μαζικής έκφρασης της οδύνης για εθνικές συμφορές ή μεγάλες φυσικές… … Dictionary of Greek
θρήνος — ο 1. κλάμα, μοιρολόι: Γοερός θρήνος. – Σπαρακτικός θρήνος. 2. συνεκδοχικά, καταστροφή: Έγινε θρήνος και οδυρμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Θρήνος περί Ταμυρλάγγου — Ιστορικό ποίημα, η υπόθεση του οποίου αναφέρεται στην πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από τον σουλτάνο Βαγιαζίτ. Το ποίημα αρχίζει με τα σχέδια που κάνει ο Βαγιαζίτ για την κατάληψη της Πόλης, η οποία όμως δεν πραγματοποιήθηκε, καθώς προηγήθηκε η … Dictionary of Greek
Ταμυρλάγγου θρήνος — Ιστορικό μεσαιωνικό ποίημα, το οποίο αποτελείται από 96 δεκαπεντασύλλαβους ανομοιοκατάληκτους στίχους, σε γλώσσα ανάμεικτη με δημοτική και αρχαϊκά στοιχεία. Ο ποιητής μάς είναι άγνωστος, γράφτηκε δε μέσα στην πρώτη 10ετία του 15ου αι. και μετά τη … Dictionary of Greek
θρῆνοι — θρῆνος dirge masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρῆνον — θρῆνος dirge masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
σύνθρηνος — ον, ΜA αυτός που συμμετέχει σε θρήνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + θρήνος (< θρῆνος), πρβλ. ἔν θρηνος] … Dictionary of Greek
Смотрицкий, Мелетий — Мелетий Смотрицкий (в миру Максим Герасимович Смотрицкий, встречается и смешанная форма имени Максентий; латинский псевдоним Теофил Ортолог; предположительно 1577 1579 или 1572 местечко Смотрич, ныне поселок городского типа Дунаевецкого р на… … Википедия
Максим Герасимович Смотрицкий — Мелетий Смотрицкий (в миру Максим Герасимович Смотрицкий, встречается и смешанная форма имени Максентий; латинский псевдоним Теофил Ортолог; предположительно 1577 1579 или 1572 местечко Смотрич, ныне поселок городского типа Дунаевецкого р на… … Википедия