Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ϑολία

См. также в других словарях:

  • θολία — θολίᾱ , θολία conical hat with broad brim fem nom/voc/acc dual θολίᾱ , θολία conical hat with broad brim fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θολίᾳ — θολίαι , θολία conical hat with broad brim fem nom/voc pl θολίᾱͅ , θολία conical hat with broad brim fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θολία — η (Α θολία) [θόλος] σκιά δέντρου, ήσκιωμα («το παρκάκι τού προσφέρει τας θολίας του», Νιρβ.) αρχ. 1. πλατύγυρο καπέλο τών γυναικών με κωνική προεξοχή στο επάνω μέρος για προφύλαξη από τον ήλιο 2. αλεξήλιο, μέσο που προφυλάσσει από τις ηλιακές… …   Dictionary of Greek

  • θολίαν — θολίᾱν , θολία conical hat with broad brim fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ЗОНТИК —     I.    • Σκιάδειον,          который при выходе аттических женщин носили сзади рабыни, а при торжественных шествиях дочери метэков. Наподобие наших зонтиков, он был снабжен подвижными прутьями для раскрывания. В виде исключения только носили… …   Реальный словарь классических древностей

  • ЗОНТИК —     I.    • Σκιάδειον,          который при выходе аттических женщин носили сзади рабыни, а при торжественных шествиях дочери метэков. Наподобие наших зонтиков, он был снабжен подвижными прутьями для раскрывания. В виде исключения только носили… …   Реальный словарь классических древностей

  • θολοειδής — ές (Α θολοειδής, ές) αυτός που μοιάζει ή έχει σχήμα θόλου αρχ. 1. αυτός που μοιάζει με θολία* 2. (ειδ.) το Πάνθεον στη Ρώμη. επίρρ... θολοειδώς (Α θολοειδῶς) με τρόπο θολοειδή, όμοια με θόλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θόλος + ειδής (< είδος)] …   Dictionary of Greek

  • θόλος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 918 κάτ.) στην πρώην επαρχία Φυλλίδος του νομού Σερρών. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, 26 χλμ. ΝΑ των Σερρών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ζίχνης. * * * ο (ΑΜ θόλος, ὁ και ἡ, Μ και ουδ. θόλον, τό)… …   Dictionary of Greek

  • σαλία — (I) Α (κατά τον Ησύχ.) «πλέγμα καλάθῳ ὅμοιον, ὃ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς φοροῡσιν αἱ Λάκαιναι, oἱ δὲ θολία». (II) ἡ, Α (δωρ. τ.) βλ. τηλία. (III) ἡ, Μ [σαλός] μωρία …   Dictionary of Greek

  • toaie — TOÁIE s. v. bulboacă, bulboană, iarbă mare, ochi, omag, valvârtej, vâltoare, vârtej, volbură. Trimis de siveco, 13.09.2007. Sursa: Sinonime  toáie ( ói), s.f. – (Bucov.) Omag. Rut. toja (Candrea). Der. din pol. tojad, tojan plantă otrăvitoare… …   Dicționar Român

  • dhel-1, dholo- —     dhel 1, dholo     English meaning: curve; hollow     Deutsche Übersetzung: “Wölbung” and “Höhlung” (from “Biegung”)     Note: From Root ĝhel 1 (and ghel ?), also as i , u or n stem; ĝhelǝ : ĝhlē , ĝhlō : ĝhlǝ : “to shine; green, gold,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»