-
1 θολο-ειδής
θολο-ειδής, ές, kuppelförmig, ναός Ath. V, 205 c; vom Pantheon in Rom, D. Cass. 53, 27; πῶμα, s. ϑολία. – Auch adv., Diosc.; τὰ δ' ἄστρα ϑολοειδῶς ἐνεχϑῆναι D. L. 2, 9.
-
2 θολοειδής
θολο-ειδής, ές, kuppelförmig; vom Pantheon in Rom
См. также в других словарях:
θολοειδής — ές (Α θολοειδής, ές) αυτός που μοιάζει ή έχει σχήμα θόλου αρχ. 1. αυτός που μοιάζει με θολία* 2. (ειδ.) το Πάνθεον στη Ρώμη. επίρρ... θολοειδώς (Α θολοειδῶς) με τρόπο θολοειδή, όμοια με θόλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θόλος + ειδής (< είδος)] … Dictionary of Greek