Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

πῶμα

См. также в других словарях:

  • πῶμα — 1 lid neut nom/voc/acc sg πῶμα 2 drink neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πώμα — (I) το / πῶμα, πώματος, ΝΑ κάλυμμα, σκέπασμα, τάπα, καπάκι (α. «βάλε το πώμα στο μπουκάλι γιατί θα εξατμιστεί το οινόπνευμα» β. «ὡς εἴ τε φαρέτρη πῶμ ἐπιθείη», Ομ. Οδ.) αρχ. τάφος, μνήμα («εἶδε δὲ τέκνου πώματι λαϊνέῳ σῶμα κατισχόμενον», επιγρ.) …   Dictionary of Greek

  • πώμα — το, ατος κάλυμμα δοχείου, τάπα, καπάκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Εὗρεν ἡ λοπὰς τό πῶμα. — εὗρεν ἡ λοπὰς τό πῶμα. См. По Сеньке шапка …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • πῶμ' — πῶμα , πῶμα 1 lid neut nom/voc/acc sg πῶμα , πῶμα 2 drink neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πωμάσας — πωμά̱σᾱς , πωμάζω furnish with a lid fut part act fem acc pl (doric) πωμά̱σᾱς , πωμάζω furnish with a lid fut part act fem gen sg (doric) πωμάσᾱς , πωμάζω furnish with a lid aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πωμάσαι — πωμά̱σᾱͅ , πωμάζω furnish with a lid fut part act fem dat sg (doric) πωμάζω furnish with a lid aor inf act πωμάσαῑ , πωμάζω furnish with a lid aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πώματ' — πώ̱ματα , πῶμα 1 lid neut nom/voc/acc pl πώ̱ματι , πῶμα 1 lid neut dat sg πώ̱ματε , πῶμα 1 lid neut nom/voc/acc dual πώ̱ματα , πῶμα 2 drink neut nom/voc/acc pl πώ̱ματι , πῶμα 2 drink neut dat sg πώ̱ματε , πῶμα 2 drink neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναπωμάζω — ἀναπωμάζω (Α) σηκώνω και βγάζω το πώμα, ξεβουλλώνω, ξεταπώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + πωμάζω «σκεπάζω με πώμα, βουλλώνω». ΠΑΡ. νεοελλ. αναπωμαστήρας ( ήρ)] …   Dictionary of Greek

  • καταπωμάζω — (Α) βάζω καλά το πώμα, κλείνω ερμητικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πωμ άζω (< πώμα), πρβλ. ανα πωμάζω, επι πωμάζω] …   Dictionary of Greek

  • παραπωμάζω — Α (αντί περιπωμάζω) καλύπτω, σκεπάζω κάτι με πώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + πωμάζω «σκεπάζω με πώμα»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»