-
121 συν-ελαύνω
συν-ελαύνω (s. ἐλαύνω), mit-, zusammentreiben, -bringen; ληΐδα δ' έκ πεδίου συνελάσσαμεν, Il. 11, 677; ὀδόντας, die Zähne zusammenschlagen, aus Schmerz heftig zusammenbeißen, Od. 18, 98; ϑεοὺς ἔριδι ξυνελάσσαι, Il. 20, 134, in Streit zusammenbringen, zusammenhetzen, wie Il. 21, 934; mit einander kämpfen lassen, Od. 18, 39; intr., ἔριδι ξυνελαυνέμεν, Il. 22, 129, im Streit an einander gerathen, mit einander kämpfen; antreiben, Xen. Cyr. 1, 4, 14; – zusammendrängen, ὑπ' Ἀχαιοῦ συνεληλαμένος εἰς τὴν πατρῴαν ἀρχήν, Pol. 4, 48, 2; auch συνηλάϑησαν ἕως εἰς τοὺς ἐπιπέδους τόπους, 28, 5, 6; Sp., wie Luc. Hermot. 63; oft bei Plut.
-
122 συν-αγείρω
συν-αγείρω (s. ἀγείρω), sammeln, zusammenführen, -bringen; πολὺν βίοτον συναγείρων, Od. 4, 90; στόλον, Her. 1, 4; Thuc. 7, 31; ξυνήγειρε ϑεοὺς πάντας εἰς τὴν οἴκησιν, Plat. Critia. 121 c; u. übrtr., μόγις πως ἐμαυτὸν ὡςπερεὶ συναγείρας εἶπον, Prot. 328 d, wie auch wir sagen: nachdem ich mich gesammelt hatte; ἅπαντας τοὺς ἐξ Ἀσίας συναγείρας, Isocr. 4, 88; τοὺς συμμάχους, Pol. 2, 18, 7; med. für sich sammeln, κτήματ' ἔδειξεν, ὅσα ξυναγείρατ' Ὀδυσσεύς, Od. 14, 323. 19, 293; Menschen versammeln, Il. 20, 21; πίσυρας συναγείρεται ἵππους, 15, 680. – Med. sich versammeln, zusammenkommen, συναγειρόμενοι δαίνυντο, Il. 24, 802; οἱ δὲ συναγρόμενοι, die Versammelten, 11, 687; τοὺς Ἕλληνας ἀεὶ δι' ἔτους πέμπτου ξυναγείρει, Ar. Plut. 584; u. in Prosa, besonders übertr., καί μοι κατὰ σμικρὸν πάλιν ἡ ϑρασύ-της ξυνηγείρετο, Plat. Charm. 156 d, vgl. Phaed. 67 c; Sp.
-
123 συμ-μίγνῡμι
συμ-μίγνῡμι, seltener συμμιγνύω, wie συμμιγνύουσιν, συμμιγνύων, Xen. An. 4, 6, 24 (vgl. Krüger zur Stelle) Mem. 3, 14, 5; für συμμίγνυε Plat. Phil. 25 d ist Lesart der bessern mss. συμμίγνυ (vgl. μίγνυμι u. συμμίσγω); – vermischen, vereinigen; das activ. oft mit Auslassung des Objects, scheinbar intransitiv, gleichbedeutend mit dem passiv.; H. h. Merc. 83; bes. in Liebe u. von fleischlicher Vermischung im Beischlaf, ϑεοὺς γυναιξί, ϑεὰς ἀνϑρώποις, H. h. Ven. 50. 52 u. 251, wie Her. τῇ πρῶτον συνεμίχϑη, 4, 114; δούλη ἐὰν συμμίξῃ δούλῳ, Plat. Legg. XI, 930 b; περὶ τὸ ξυμμιγῆναι ἀλλήλοις, Conv. 207 b; – von feindlichem Zusammentreffen, Her. 1, 127, oft; τινὶ ἐς μάχην, 4, 127; τῇ ναυμαχίῃ, 1, 166; ξυμμίξαντες ἐναυμάχουν, Thuc. 1, 49, vgl. 2, 84. 8, 42; Xen. Cyr. 3, 3, 18 An. 4, 6, 24 u. sonst; ὁμόσε τοῖς πολεμίοις, Cyr. 7, 1, 26; τοῖς πολεμίοις χεῖρας, 2, 1, 11; – u. allgemein, τύχᾳ νιν συνέμιξε, Pind. P. 9, 72, er ließ ihn das Glück erlangen; βοὰν αὐλῶν ἐπέων τε ϑέσιν συμμῖξαι πρεπόντως, Ol. 3, 9; πῶς κεδνὰ τοῖς κακοῖσι συμμίξω; Aesch. Ag. 634; ἀνοσίοισι συμμιγεὶς ἀνδράσι, Spt. 593, verkehren mit ihnen, Umgang haben; so auch Ar. Eccl. 516; βιάζομαι γάμοισι Πρωτέως παιδὶ συμμῖξαι λέχος, Th. 890; auch Eur., σῶμα φλογμῷ πόσει συμμίξασα, Suppl. 1020; οὐρανὸς συμμεμιγμένος τῇ γῇ, Cycl. 574; συμμίξαντες τὰ στρατό πεδα, Her. 4, 114; κοινόν τι πρῆγμα συμμῖξαί τινι, Jem. eine gemeinschaftliche Angelegenheit mittheilen, 8, 58; ὕδατι συμμίξας καὶ συναρμόσας, Plat. Tim. 74 c; χρυσὸν ἐν τῇ γενέσει συνέμιξεν αὐτοῖς, Rep. III, 415 a; u. pass., ὅταν συμμιγνύηται ἁλμυρᾷ δυνάμει, Tim. 83 c; auch συμμιγνύμενα αὐτά τε πρὸς αὑτὰ καὶ πρὸς ἄλληλα, 57 d; συμμιχϑὲν ἐκ τριῶν, 76 d; οὐδείς, τῷ κακὸν ἐξ ἀρχῆς γενο μένῳ οὐ συνεμίχϑη, Niemand ist, dem nicht von Anfang an ein Unglück beigemischt wäre, Her. 7, 203; mit Jem. zusammenkommen, um mit ihm zu reden u. zu unterhandeln, συμμίξας τοῖσι Σαμίοισι, ἀνέπειϑε, 6, 23; ἄγγελοι συμμίξαντες Γέλωνι, 7, 153; ἐϑέλων συμμῖξαί σφι καὶ πυϑέσϑαι τὰς γνώμας, 8, 67; Eur. Hel. 324; Θεαιτήτῳ αὐτὸς συνέμιξα χϑὲς διὰ λόγων, Plat. Polit. 258 a; ὡς ἀσμένως καὶ οἰκείως ἀλλήλοις συνέμιξαν οἱ πολῖται, Menex. 243 e; auch vom Handelsverkehr u. von Geschäften, ξυμμίξαντι ξυμβόλαια μετρίως, Legg. XII, 958 c; dem πλησιάζειν entsprechend, Xen. Cyr. 8, 1, 46; πρός τινα, 7, 4, 11, Folgde, wie Pol.
-
124 σωτήρ
σωτήρ, ῆρος, ὁ, voc. σῶτερ, Ar. Th. 1009, Retter, Erhalter, Befreier, Beglücker; ἀνϑρώπων, Ἑλλάδος, H. h. 21, 5, Her. 7, 139; u. c. gen. der Sache, von der er befrei't, rettet, Eur. Med. 360 Heracl. 640. – Oft Ζεύς, Pind. Ol. 5, 17 I. 5, 8; ihm ward bei Trinkgelagen der dritte Becher Weins dargebracht, vgl. Aesch. Eum. 730; Plat. Legg. III, 692 a Ep. VII, 334, d. Daher sprichwörtlich τὸ τρίτον τῷ σωτῆρι, zum dritten Male, da aller guten Dinge drei sind, Heind. zu Plat. Charm. 167 a; überh. Schutzgott, Her. 8, 138; σωτὴρ γένοιτο Ζεὺς ἐπ' ἀσπίδος τυχών, Aesch. Spt. 502; νῠν δ' αὖτε σωτὴρ ἴσϑι, ἄναξ Ἄπολλον, Ag. 498; auch fem., Τύχη, 650; πειϑαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνή, σωτῆρος, Spt. 207; σωτῆρας αὐτοὺς (τοὺς ϑεούς) ἠπίους ϑ' ἡμῖν μολεῖν, Soph. Phil. 728, Φοῖβος δ' ἅμα σωτήρ ϑ' ἵκοιτο καὶ νόσου παυστήρι ος, O. R. 150, vgl. 304. u. öfter. wie Eur. u. Ar. in Prosa; ἀρετῆς, Plat. Rep. VIII, 549 b, τῆς Δακεδαίμονος, Conv. 209, du. öfter, u. Folgde.
-
125 σθένω
σθένω, Stärke, Kraft, Gewalt haben, stark sein; τὸ μὲν δίκαιον ὅσον σϑένει μαϑεῖν, Aesch. Eum. 589; auch σϑένουσα λαμπὰς δ' οὐδέπω μαυρουμένη, Ag. 287; φήμη γε μέντοι δημόϑροος μέγα σϑένει, 912, u. öfter; εἰς ὅσον γ' ἐγὼ σϑένω, Soph. Phil. 1389; οὐ σϑένω ποσί, Eur. Alc. 268, vgl. Cycl. 647; auch σϑενόντων τῶν ἐμῶν βραχιόνων, Herc. Fur. 312; u. wie er sagt πρὸς τοὺς σϑένοντας ϑεοὺς ἁμιλλᾶσϑαι, I. T. 1479, so sind οἱ κάτω σϑένοντες Hec. 49 die unten Herrschenden, die Götter der Unterwelt; vgl. καὶ τοὺς σϑένοντας καϑαιροῠσιν αἱ τύχαι, Herc. Fur. 1396; καϑ' ὅσον ἂν σϑένω, Ar. Plut. 912; übh. Vermögen wozu haben, im Stande sein, können, c. inf., Soph. Ant. 1044, ἄνευ σοῠ δ' οὐδὲ σωϑῆναι σϑένω O. C. 1347, u. öfter.
-
126 σέβω
σέβω, nachhomerisch = Vorigem, verehren, ehren, scheuen; τιμάν, Pind. Ol. 14, 12: oft bei Tragg., häufiger als med.: δεινὸς ὃς ϑεοὺς σέβει, Aesch. Spt. 578; δύναμιν οὐ σέβουσα πλούτου παράσημον αἴνῳ, Ag. 755; λέγω κατ' ἄνδρα, μὴ ϑεόν, σέβειν ἐμέ, 899, u. oft; auch τὸν ἱκέταν, Eum. 146, δαιμόνων ἕδη σέβων, Soph. O. R. 886; Ἅιδην, ὃν μόνον σέβει ϑεῶν, Ant. 773; auch Eltern, τοὺς φυτε ύσαντας, O. C. 1379; τοὺς ὁμοσπλάγχνους, Ant. 507; Könige, Ai. 652 Ant. 166 u. sonst; κακὸς ὅςτις μὴ σέβει τὰ δεσποτῶν, Eur. Hel. 732; σέβεις τὸ σωφρονεῖν, I. A. 824, u. oft; τὰ ϑεῖα, Ar. Plut. 497; u. in Prosa: Thuc. 2, 53; σέβων τὲν δίκην, Plat. Legg. VI, 777 d; u. Sp., σέβουσι κριόν, Luc. astrol. 7. – Daher vielleicht σέβομαι auch pass., Soph. O. C. 764. – Wie im Deutschen scheuen sich zu scheuchen verhält, so hängt im Griechischen σέβω u. σεύω zusammen. Verwandt σεμνός.
-
127 σέβομαι
σέβομαι, dep. pass., von dem außer praes. und imperf. der aor. ἐσέφϑην Soph. tr. 175 u. Plat. (s. unten) vorkommt, bei Hesych. auch σέψασϑαι u. bei D. L. 7, 120 σεβήσεσϑαι; – a) sich scheuen, vor Göttern und Menschen, wenn man etwas Schlechtes zu thun in Begriff ist und sich durch das Gefühl des Unrechts daran hindern läßt, sich schämen; οὔ νυ σέβεσϑε; Il. 4, 242; c. int., σέβομαι μὲν προςιδέσϑαι, σέβομαι δ' ἀντία λέξαι, Aesch. Pers. 680; καὶ φοβεῖται, Plat. Legg. VII, 798 b; τιμῶν τις καὶ σεβόμενος, V, 729 c; u. c. inf., σεβόμενοι μιαίνειν τὸ ϑεῖον, Tim. 69 d. – b) die Götter mit frommer Scheu verehren, anbeten; Κρονίδαν σέβεσϑαι, Pind. P. 6, 25; Tragg.: τοὺς ϑεοὺς οὐδὲν σέβῃ, Aesch. Suppl. 899; übh. ehren, σέβῃ ϑνητοὺς ἄγαν, Prom. 542; σέβου, προςεύχου, ϑῶπτε τὸν κρατοῦντ' ἀεί, 939; Soph. O. C. 187 Phil. 1148; Eur. I. T. 648 Bacch. 566 Or. 347 Suppl. 1233; Ar. Th. 123; τὰ βιβλία, Her. 3, 128; ὡς ϑεὸν σέβεται, Plat. Phaedr. 251 a; auch aor. σεφϑεῖσα, 254 d;; τινὰ ὡς πατέρα, Xen. Cyr. 8, 8, 1.
-
128 ταρβέω
ταρβέω, intrans. erschrecken, furchtsam, bestürzt sein, in Verwirrung gerathen, sich fürchten, scheuen; τὼ μὲν ταρβήσαντε καὶ αἰδομένω βασιλῆα στήτην, Il. 1, 331, wo es von ehrerbieriger Scheu gedraucht ist; πάϊς ταρβήσας χαλκόν, 6, 469; πληϑὺν ταρβήσας, 11, 405. 17, 586; gew. absolut, wie 2, 268. 4, 388; neben φοβεῖται, 12, 46; μήτ' ἄρ τι λίην τρέε μήτε τι τάρβει, 21, 288; Ggstz ϑάρσει φρεσί, μηδέ τι τάρβει, 24, 171, vgl. Od. 18, 331; ταρβεῖ προςιόντα, Pind. frg. 76; μή τί σοι δοκῶ ταρβεῖν ὑποπτήσσειν τε τοὺς νέους ϑεούς; Aesch. Prom. 960, vgl. Eum. 407; χρησμοὺς τοὺς ἐμούς τε καὶ Διὸς ταρβεῖν κελεύω, ehren, 684; u. die andern Tragg.; mit folgdm μή, Soph. O. R. 1011, wie Eur. Andr. 185; auch c. inf., ταρβῶ εἰπεῖν τοὺς λόγους ἐλευϑέρους, Bacch. 774; τεταρβηκώς, I. A. 857.
См. также в других словарях:
θεούς — θεός God masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θέους — Θέων masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πείθειν δῶρα και θεοὺς λόγος. — πείθειν δῶρα και θεοὺς λόγος. См. Дары и мудрых ослепляют … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Δῶρα θεοὺς πείθει καὶ αἰδοίους βασιλῆας. — См. Дары и мудрых ослепляют … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Δῶρα καὶ θεοὺς πείθει. — См. Дары и мудрых ослепляют … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Αὐτός τι νῦν δρῶν, εἶτα τοὺς θεοὺς κάλει. — См. На Бога надейся, а сам не плошай … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… … Dictionary of Greek
όσιος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Άκμασε την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ως επίσκοπος της Καρδούη ή Κορδούη της Ισπανίας. Πήρε μέρος στην A’ Οικουμενική Σύνοδο η οποία έγινε στη Νίκαια καθώς και στη Σύνοδο της Σαρδικής (347), κατά την… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
κοσμογονία — Το σύνολο των μύθων και των παραδόσεων που ερμηνεύουν την προέλευση του κόσμου και του ανθρώπου. Η έννοια της κ. δεν αντιστοιχεί πάντοτε στην έννοια της δημιουργίας. Σε ορισμένες περιπτώσεις περιγράφεται ως μεταμόρφωση μιας αδιαφοροποίητης… … Dictionary of Greek