-
1 θαλάμης
θαλάμηlurkingplace: fem gen sg (attic epic ionic) -
2 κοτυληδών
κοτυληδών, όνος, ἡ, wie κοτύλη, jede Vertiefung; – a) vom Becher, ἐκϑλίψαντα πορεῖν κυάϑου κοτυληδόνα πλήρη Nic. Al. 547. – b) die Pfanne des Hü sth eckens, νῦν γὰρ ἐν ἄρϑροις τοῖς ἡμετέροις στρέφεται χαλαρὰ κοτυληδών Ar. Vesp. 1495; so erkl. Arist. H. A. 1, 13, τὸ δὲ ἐν ᾡ στρέφεται ὁ μηρός, κοτυληδών; vgl. 3, 7. – c) die Saugnäpfchen an den Fängen der πολύποδες, der Dintenfische, mit denen sie sich an Felsen anhängen u. ihren Raub fassen, πουλύποδος ϑαλάμης ἐξελκομένοιο πρὸς κοτυληδονόφιν πυκιναὶ λάϊγγες ἔχονται Od. 5, 432; vgl. Arist. H. A. 4, 1 u. Ath. XI, 479 b. – d) die Saugwarzen an der Mutter trächtiger, wiederkäuender Thiere, Galen. – e) eine Pflanze, umbilicus Veneris; Diosc.; Nic. Th. 681.
-
3 θαλάμη
θαλάμη, ἡ (vgl. ϑάλαμος), Lager, Aufenthalt, Schlupfwinkel, bes. der Fische u. Wasserthiere, πολύποδος ϑαλάμης ἐξελκομένοιο Od. 5, 432; vgl. Arist. H. A. 8, 3, 5 u. öfter; τὰς ἐμβυϑίους ϑαλάμας δύνειν εἰώϑασιν αἱ πίνναι Ath. III, 93 f. – Allgemeiner Eur. ὃς γᾶς ἐξέβα ϑαλαμῶν, Herc. Für. 807; ἐν ταῖς πολυδένδρεσσιν Ὀλύμπου ϑαλάμαις Bacch. 561; ϑαλάμαις σφαγέντα Phoen. 938; sp. D., wie Nic. Al. 8; Luc. Navig. 2. – Nach Poll. 2, 79 sind αἱ ϑαλάμαι die Nasenhöh. lungen.
-
4 ἀμφί-πολος
ἀμφί-πολος, um etwas herum sich bewegend, beschäftigt, bei Hom. ἡ ἀμφίπολος, jede Dienerin, insofern sie im Gefolge ihrer Herrschaft u. um diese beschäftigt ist, sonst durchaus nicht von δμωαί unterschieden, vgl. Iliad. 6, 324 mit 525, 372. 899 mit 389. 497; 499. 286; 22, 442 mlt 449. 461; Od. 1, 357. 21, 851. 6, 52; 84 mit 99. 109. 199 u. s. w.; Athen. VI, 267 o. Σέλευκος ἀμφί. πολον τἠν περὶ τὴν δέσποιναν ϑεράπαιναν; vgl. Od. 1, 551. 6, 18 Iliad. 3, 143; ἀμφίπολος κεδνή Od. 9, 335; οὐδέ τις αὐτὸν ἠείδη δμώων οὐδ' ἀμφιπόλων ἐνὶ οἴκῳ Od. 9, 206; Hephästos hat Iliad. 18, 417 χρυσείας ἀμφιπόλους, ζωῇσι νεήνισιν εἰοι- κυίας, Laertes lebt Od. 1, 191 γρηὶ σὺν ἀμφιπόλῳ, vgl. 24, 366; beim Gastmahl χέρνιβα δ' ἀμφίπολος προχόῳ ἐπέχευε φέρουσα Od. 1, 136. 4, 52. 7, 172. 15, 185. 17, 91; ἀμφίπολοι δ' ἀπεκόσμεον ἔντεα δαιτός 7, 232; adjectivisch 1, 191 s. oben, ἀμφίπολοι γυναῖκες Od. 17, 49, ταμίη Il. 24, 302 Od. 16, 152; – Her. 2, 131; 5, 92 ἐλεύϑεραι den ἀμφίπολοι gegenübergestellt; Pind. hat das masc. Ol. 6, 32, u. verbindet τύμβος ἀμφίπολος, das umwandelte, vielbesuchte Grab, 1, 93; Soph. Tr. 857 ch. ist Κύπρις ἀμφίπολος die Vermittlerin; – Sp. von Priestern, z. B. Dioscor. 15 (IX, 340) Ἰδαίης ϑαλάμης; masc. Plut. comp. Demetr. c. Ant. 3 u. Num. 13; – Tryphiod. 353 die Kraniche χειμῶνος ἀμφ., Diener, Vorboten des Sturms.
-
5 ἐξ-έλκω
ἐξ-έλκω, herausziehen; πηνίον ἐξέλκουσα παρὲκ μίτον Il. 23, 762; ϑαλάμης, aus dem Schlupfwinkel, Od. 5, 432; φάσγανον κολεοῠ Eur. Hec. 544; übertr., Έλλάδα δουλίας Pind. P. 1, 75, aus der Knechtschaft erretten; ἐξελκύσαι, inf. aor., Ar. Paz 315; πόδα πρός τι, den Fuß fortschleppen, Soph. Phil. 291; seltener in Prosa, πρὶν ἐξελκύσειεν εἰς τὸ φῶς Plat. Rep. VII, 515 e; N. T.
-
6 θαλαμη
(ᾰμ) ἥ1) логовище, нора(πουλύποδος Hom.; σωλήνος Arst.; ἰχθύων Arst.)
2) pl. пещера(Τροφωνίου Eur.)
3) pl. ущелья(Ὀλύμπου Eur.)
4) pl. место погребения, могила(Καπανέως Eur.)
5) анат. полость, желудочек(αἱ ἐν τῇ καρδίᾳ θαλάμαι Arst.)
6) pl. поры(τῶν σπόγγων Arst.)
7) pl. ( в сотах) ячейки(κηροπαγεῖς θαλάμαι Anth.)
8) комната, помещение -
7 προκαθημαι
ион. προκάτημαι (только praes. и impf.)1) лежать впередиπροκατήμενοι πρὸ τῆς ἄλλης Ἑλλάδος (sc. Θεσσαλοί) Her. — фессалийцы, живущие впереди остальной Эллады;
π. ἐπὴ τῷ στόματι τῆς θαλάμης Arst. — (о полипе) лежать перед отверстием (своей) норки2) заслонять спереди, служить защитойἱκανὸς εἶναι ἑωυτοῦ π. Her. — быть достаточно сильным, чтобы защитить себя;
οἳ τετράμοιρον νυκτὸς φρουρὰν προκάθηνται Eur. — (солдаты), несущие четвертую ночную стражу3) стоять во главе(τοῦ πλήθους Arst.)
4) восседать на первом месте, председательствовать(οἱ προκαθήμενοι ἄρχοντες Polyb.; μετὰ τῶν ἀρίστων Plut.)
-
8 θαλάμη
θᾰλᾰμ-η, ἡ,A lurkingplace, den, lair,πουλύποδος θαλάμης ἐξελκομένοιο Od.5.432
, cf.Arist.HA 599b15, Numen. ap. Ath.7.315b; of the σωλήν and polypus, Arist.HA 535a17, 549b32; of the nest of the fish φωλίς, ib. 621b9; of the Theban dragon's den, E.Ph. 931 (pl.); of the cave of Trophonius, Id. Ion 394 (pl.); of the grave, Id.Supp. 980 (anap., pl.); of the hive or nest of bees, in pl., AP6.239 (Apollonid.), 9.404 (Antiphil.); cj. in E.Ba. 561 (v.θάλαμος 11
).2 of cavities in the body, Hp. de Arte 10(pl.); ventricle of the heart, Arist.Somn.Vig. 458a17; of the pores of sponges, Id.HA 548a28; the nostrils, Poll.2.79; αὕτη τῶν κοιλιῶν ἡ οἷον θ. of the ([place name] Galenic ) optic thalamus, Gal.UP16.3; of recesses in the cranial bones, ib.11.3; of the eye- socket, Steph.in Hp.1.93D. -
9 προκάθημαι
A to be seated before, π. τοσοῦτο πρὸ τῆς ἄλλης Ἑλλάδος lie so far in front of Greece, of the Thessalians, Hdt.7.172.2 c. gen., to be seated or lie before a place, so as to defend it,ἐπὶ τῷ στόματι π. τῆς θαλάμης Arist. HA 550b5
: hence, generally, protect, defend, τῶν ἑωυτοῦ, Ἰώνων, Hdt.8.36, 9.106, cf. Th.8.76, X.HG5.2.4;τῆς Ῥώμης Plb.2.24.15
, al.; (Elaea, ii B. C.): rare in Poets, φυλακὴν.. στρατιᾶς π., of sentinels, E.Rh.6 (anap.).II preside over,τὸ προκαθήμενον τῆς πόλεως Pl.Lg. 758d
;τοῦ πλήθους Arist. Pol. 1322b14
: metaph.,γεύσεως ὄσφρησις π. Ph.1.603
.2 abs., sit in public or preside, Plb.5.63.7, etc.;οἱ π. ἄρχοντες Id.12.16.6
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προκάθημαι
-
10 ἐξέλκω
ἐξ-έλκω, herausziehen; ϑαλάμης, aus dem Schlupfwinkel; übertr., Έλλάδα δουλίας, aus der Knechtschaft erretten; πόδα πρός τι, den Fuß fortschleppen
См. также в других словарях:
θαλάμης — θαλάμη lurkingplace fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλείστρο — Μηχανισμός των πυροβόλων όπλων, ο οποίος κλείνει τη θαλάμη και αντιστέκεται στην πίεση των αερίων που παράγονται από την έκρηξη της γόμωσης. Η ιδέα της γόμωσης από τη θαλάμη εμφανίστηκε όταν σχεδιάστηκαν τα πρώτα πυροβόλα, αλλά η πρωτόγονη… … Dictionary of Greek
γόμωση — Από άποψη βλητικής ονομάζουμε γ. καθορισμένες ποσότητες εκρηκτικής ύλης που προορίζονται για ειδικούς στρατιωτικούς και τεχνικούς σκοπούς. Διακρίνονται σε γ. προώθησης και σε γ. έκρηξης (εκρηκτικές). Οι πρώτες, αφού εισαχθούν στη θαλάμη ενός… … Dictionary of Greek
θαλάμη — η (AM θαλάμη) το θαλάμι, η τρύπα στην οποία ζουν υδρόβια ζώα («πουλύποδος θαλάμης έξελκομένοιο», Ομ. Οδ.) νεοελλ. κοίλωμα τών φορητών όπλων, καθώς και τών πυροβόλων, το οποίο χρησιμεύει για την υποδοχή τού βλήματος αρχ. 1. σπήλαιο, κοίλωμα τού… … Dictionary of Greek
θαλαμηιάδης — θαλαμηϊάδης, ό (Α) (κωμικό επίθ. τού ψαριού τόνος) ο γιος τής θαλάμης, τής τρύπας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλαμήιος* + κατάλ. άδης, δηλωτική τής καταγωγής (πρβλ. Ασκληπι άδης, Νηληι άδης)] … Dictionary of Greek
κόγχη — και κόχη, η (AM κόγχη) 1. το κέλυφος τών μαλακίων υδροβίων και ιδιαίτερα τών διθύρων, κοχύλι, όστρακο («ἰχθύες τε ἐν ἀμφοτέροις ἔνεισι καὶ κόγχαι», Ξεν.) 2. καθετί που μοιάζει με κοχύλι ως προς το σχήμα και ιδιαίτερα κάθε κοίλωμα οστού ή οργάνου… … Dictionary of Greek
προκάθημαι — ΝΜΑ και ιων. τ. προκάτημαι Α [κάθημαι] 1. στέκω, κάθομαι μπροστά από κάποιον άλλο 2. κάθομαι κατά προτίμηση μπροστά άπο άλλους επειδή κατέχω τιμητική θέση (α. «οι προκαθήμενοι στο θέατρο είναι συνήθως επίσημοι» β. «προκάθηνται καθ ἡλικίαν καὶ… … Dictionary of Greek
ρινοδακρυϊκός — ή, ό, Ν 1. ανατ. αυτός που ανήκει ή σχετίζεται με τη μύτη και τα δάκρυα 2. φρ. «ρινοδακρυϊκός πόρος» υμενώδης πόρος μήκους 2,50 περίπου εκατοστομέτρων, ο οποίος πορεύεται στον ομώνυμο οστέινο πόρο, εκτείνεται από τον δακρυϊκό ασκό κάθε ματιού ώς… … Dictionary of Greek
σκαφίδι(ο) — (I) το / σκαφίδιον, ΝΜΑ υποκορ. 1. μικρή σκάφη 2. ελαφρύ πλοίο, μικρό πλεούμενο νεοελλ. 1. (χωρίς υποκορ. σημ.) σκάφη 2. τεμάχιο τού μηχανισμού επαναληπτικών τυφεκίων που χρησιμεύει για τη μεταφορά τών φυσιγγίων από την αποθήκη στην είσοδο τής… … Dictionary of Greek
αρκεβούζιο — Φορητό πυροβόλο όπλο, που εμφανίστηκε προς το τέλος του 14ου αι. Στην αρχή, τα α. ήταν πολύ βαριά και δύσχρηστα, και είχαν μία σιδερένια κάνη, εφαρμοσμένη σε ένα ξύλινο στήριγμα ορισμένου σχήματος. Για την πυροδότηση ήταν εφοδιασμένα με μηχανισμό … Dictionary of Greek