Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

θαλάμη

См. также в других словарях:

  • θαλάμη — θαλάμη, η και θαλάμι, το ιού 1. φωλιά υδρόβιων ζώων, κυρίως του χταποδιού. 2. ρινική κοιλότητα. 3. το μέρος του όπλου στο οποίο μπαίνει η σφαίρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θαλάμη — lurkingplace fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλάμῃ — θαλάμη lurkingplace fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλάμη — η (AM θαλάμη) το θαλάμι, η τρύπα στην οποία ζουν υδρόβια ζώα («πουλύποδος θαλάμης έξελκομένοιο», Ομ. Οδ.) νεοελλ. κοίλωμα τών φορητών όπλων, καθώς και τών πυροβόλων, το οποίο χρησιμεύει για την υποδοχή τού βλήματος αρχ. 1. σπήλαιο, κοίλωμα τού… …   Dictionary of Greek

  • θαλάμαι — θαλάμη lurkingplace fem nom/voc pl θαλάμᾱͅ , θαλάμη lurkingplace fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλαμᾶν — θαλάμη lurkingplace fem gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλαμῶν — θαλάμη lurkingplace fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλάμαις — θαλάμη lurkingplace fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλάμης — θαλάμη lurkingplace fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλάμῃσι — θαλάμη lurkingplace fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλάμῃσιν — θαλάμη lurkingplace fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»