Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ώρες

  • 81 working day

    1) (a day on which one goes to work, and is not on holiday.) εργάσιμη μέρα
    2) (the period of actual labour in a normal day at work: My working day is eight hours long.) ώρες εργασίας

    English-Greek dictionary > working day

  • 82 working hours

    (the times of day between which one is at work: Normal working hours are 9 a.m. to 5 p.m.) ώρες εργασίας, ωράριο

    English-Greek dictionary > working hours

  • 83 амбулаторный

    επ.
    ο του ιατρείου•

    амбулаторный прием οι ώρες που δέχεται το ιατρείο•

    амбулаторный больной ασθενής, επισκεπτόμενος το ιατρείο.

    Большой русско-греческий словарь > амбулаторный

  • 84 влачить

    -чу, -чишь, ρ.δ.μ.
    1. (παλ. γραπ. λόγος) σέρνω, σύρω, τραβώ•

    влачить цепь страданий τραβώ (υποφέρω) το ένα μετά το άλλο τα βάσανα•

    влачить оковы σέρνω τα δεσμά•

    влачить груз сомнений σέρνω (κουβαλώ) το βάρος των αμφιβολιών.

    2. ζω, διαβιώ•

    влачить жалкое существование περνώ άθλια (ελεεινή) ζωή.

    σέρνομαι, σύρομαι, τραβιέμαι. || πηγαίνω. || περνώ, παρέρχομαι•

    часы -атся οι ώρες περνούν.

    Большой русско-греческий словарь > влачить

  • 85 время

    -мени, πλθ. времена, -мен, -менам ουδ.
    1. χρόνος, χρονικό διάστημα (αιώνας, έτος, ώρες κλπ.). || ώρα•

    московское время ώρα Μόσχας•

    время обеда ώρα φαγητού•

    сколько -ни? πόσο εθν’ η ώρα; τι ώρα είναι; || καιρός, χρόνος•

    время идет ο καιρός κυλάει, τρέχει, φεύγει•

    в последнее время он пьет τελευταύα αυτός πίνει..- летит ο καιρός πετά (φεύγει)•

    время не вдет ο καιρός δεν περιμένει•

    долгое время πολύ καιρό, επί μακρόν χρόνον•

    в настоящее время τώρα,στον ενεστώτα (παρόντα) χρόνο•

    потерянное время ο καιρός που πάει χαμένος•

    мне время дорого για μένα ο χρόνος είναι ακριβός•

    не теряйте -ни даром μή χάνετε τον καιρό μάταια•

    выиграть время κερδίζω χρόνο•

    провести время περνώ τον καιρό•

    время покажет ο χρόνος θα δείξει•

    время работает на нас ο καιρός δουλεύει για μας (προς όφελος μας)•

    в любое время οποτεδήποτε, οποιαδήποτε ώρα•

    новые -на νέοι καιροί•

    во время войны τον καιρό του πολέμου•

    на некоторое время για λίγο καιρό•

    свободное время ο ελεύθερος χρόνος.

    2. η καιρική κατάσταση, ο καιρός•

    ненастное время ο συννεφιασμένος καιρός•

    довдливое время βροχερός καιρός•

    зимнее время χειμώνας-καιρός.

    3. εποχή•

    с непамятных -ен από αμνημονεύτους χρόνους•

    -на года οι εποχές του έτους.

    4. (φιλοσ.) ο χρόνος•

    пространство и время - основные формы бытия ο χώρος και ο χρόνος είναι οι βασικές μορφές της ύλης.

    5. (γραμμ.) χρόνος•

    настоящее время ο ενεστώτας χρόνος•

    будущее время μέλλοντας χρόνος•

    прошедшее время παρελθονταςχρόνος.

    εκφρ.
    во время оноπαλ. κάποτε•
    во все –на – για πάντα, για πάντοτε, παντοτινά•
    в первое время – κατ’ αρχήν, στην αρχή, αρχικά•
    в свое - – α) κάποτε στον καιρό του (στο παρελθόν), β) έγκαιρα (όταν χρειάζεται)•
    в скором -ни – πολύ σύντομα, γρήγορα•
    до -ни ή до поры до –ниπαλ. για την ώρα, ως ένα χρονικό διάστημα, ώσπου να έρθει ο καιρός, η περίσταση•
    до сего -ни – μέχρι τώρα, μέχρι αυτή τη στιγμή•
    ко -ни – έγκαιρα, στην προθεσμία•
    на время – προσωρινά•
    со -ем – με τον καιρό•
    все время – όλη την ώρα, συνεχώς, ακατάπαυστα, διηνεκώς•
    одно время – σε λίγο (χρόνο), εντός ολίγου•
    раньше -ни – πρόωρα, νωρίς•
    самое время – (απλ.) η καταλληλότερη ώρα, στιγμή•
    тем -ем – εν τω μεταξύ, στο αναμεταξύ, κατά το διάστημα αυτό•
    от -ни ή от -ни до -ни ή по -нам – κάποτε, πότε-πότε, κάπου-κάπου, που και που, από καιρό σε καιρό, κατά καιρούς, ενίοτε•
    в то время как... – ενώ, καθ’ όν χρόνον, αν και, μολονότι, μ’ όλο που•
    с течением -ни – με τον καιρό, με την πάροδο τουχρόνου.

    Большой русско-греческий словарь > время

  • 86 выдать

    -дам, -дашь, -даст, -дадим, -дадите, -дадут, προστκ. выдай, ρ.σ.μ.
    1. δίνω•

    выдать деньги δίνω χρήματα•

    выдать аванс, удостоверение δίνω προκαταβολή, πιστοποιητικό.

    || παραδίνω•

    выдать преступника παραδίνω τον εγκληματία.

    || παντρεύω•

    ее -ли за богатого человека την πάντρεψαν με (σε) πλούσιο,

    2. αποκαλύπτω, φανερώνω• προδίνω.
    3. καμώνομαι, προσποιούμαι•

    выдать себя за ученого κάνω τον επιστήμονα.

    4. εξάγω, βγάζω•

    выдать нефт сверх плана δίνω πετρέλαιο πάνω από το πλάνο.

    5. (παλ.) εκδίδω (βιβλίο, έργο).
    (με την αντων. себя) προδίνω τον εαυτό μου•

    выдать себя προδίνομαι μόνος μου.

    || παρουσιάζω•

    выдать черное за бе-лсю παρουσιάζω το μαύρο για άσπρο.

    εκφρ.
    не выдай – μη με φέρεις σε δύσκολη θέση.
    1. εξέχω, προεξέχω, προέχω, ξεπέχω.
    2. διακρίνομαι, ξεχωρίζω.
    3. εξευρίσκομαι, βρίσκομαι, συμβαίνω, συμπίπτω•

    -лось несколько часов свободного времени βρέθηκαν μερικές ώρες ελεύθερες•

    как только -лся случай μόλις δόθηκε η ευκαιρία.

    εκφρ.
    выдать в кого – μοιάζω του•
    характер -лся в деда – ο χαρακτήρας έμοιασε τού παππού.

    Большой русско-греческий словарь > выдать

  • 87 день

    дня α.
    1. μέρα, ημέρα•

    солнечный день ηλιόλουστη μέρα•

    буднишний день εργάοιμη μέρα, η καθημερινή•

    рабочий день εργάσιμη μέρα•

    праздничный день γιορτινή μέρα•

    наступит день θά έρθει η μέρα•

    следующий день η επόμενη μέρα, η επαύ-ριο•

    санитарный день μέρα καθαριότητας των εδωδιμοπωλείων.

    2. εικοσιτετράωρο, μερόνυχτο•

    он пять дней болел αυτός ήκχν άρρωστος πέντε μέρες.

    3. ημερομηνία. || γιορτή•

    день печати μέρα του τύπου•

    день радио μέρα του ραδίου•

    день артиллерии μέρα του πυροβολικού•

    день победы μέρα της νίκης•

    день военно-морского флота μέρα του πολεμικού ναυτικού•

    день рождения τα γενέθλια•

    международный женский день διεθνής μέρα της γυναίκας.

    4. καιρός, χρόνος, εποχή, χρονική περίοδος•

    в дни молодости στα νεανικά χρόνια•

    в наши дни στον καιρό μας, στις μέρες μας.

    || ζωή•

    конец дней το τέλος των ημερών•

    закат дней τό βασίλεμα της ζωής.

    εκφρ.
    считанные дни – μετρημένες είναι οι μέρες, πλησιάζει το τέλος•
    чрный день – δύστυχος καιρός, μαύρες (δυστυχισμένες) μέρες•
    повс-тка ή порядок дня – ημερήσια διάταξη•
    третьего дня – προχτές•
    дни (чьи) сочтены – οι μέρες του είναι μετρημένες, έφτασε το τέλος•
    день в – ακριβώς στην καθορισμένη μέρα•
    день за день – μονότονα, στερεότυπα•
    изо дня в день – καθημερινά•
    ото дня – από μέρα σε μέρα (βαθμιαία)•
    со дня на день – α) από μέρα σε μέρα. β) μια από τις προσεχείς μέρες•
    на днюπαλ. στη διάρκεια της μέρας, τη μέρα•
    на днях – αυτές τις μέρες•
    не по дням, а по часам растт – με τις ώρες μεγαλώνει•
    скоромный день – αρτήσιμη μέρα (μη απαγόρευση κρεάτων και γαλακτερών)•
    постный день – νηστήσιμη μέρα•
    несколько дней тому назад – πριν μερικές μέρες•
    в назначенный – ί-την καθορισμένη μέρα•
    каждый день – κάθε μέρα, καθημερινά•
    с каждым днм – μέρα με τη μέρα, κάθε μέρα και (βαθμιαία)•
    в один прекрасный день – ένα ωραίο πρωί, μιά καλή μέρα•
    за два дня до – δυό μέρες πριν, την προπαραμονή•
    на другой день – την άλλη μέρα, την επαύριο•
    день спустя – μια μέρα μετά, υστερ' από μια μέρα•
    завтрашний день – η αυριανή μέρα, η αύριο•
    в течение сегоднящего дня – στη διάρκεια της σημερινής μέρας, όλη τη μέρα σήμερα•
    до сего дня ή до сегоднящего дня – μέχρι σήμερα•
    день на день не приходится – η μιά μέρα με την άλλη δε μοιάζει.

    Большой русско-греческий словарь > день

  • 88 добрый

    επ., βρ: добр, добра, добро, добры κ. добры.
    1. καλός, αγαθός, καλόκαρδος, χρηστός•

    -ые люди καλοί άνθρωποι•

    -ая душа καλή ψυχή•

    -ое сердце καλή καρδιά•

    вы слышном -ы είστε παραπάνω από καλός•

    -ые дела, καλά έργα•

    -ые отношения καλές σχέσεις.

    2. ευχάριστος, αίσιος• ευνοϊκός•

    -ые известия ευχάριστα νέα.

    || (για ευχές) καλός•

    -ое утро, добрый день καλημέρα•

    -ой ночь καληνύχτα•

    добрый вечер καλησπέρα• (в) добрый час ώρα καλή• (в) путь καλό ταξείδι•

    -го здоровья υγείαίνετε.

    3. παλ. πολύ καλός, άριστος. || καλής ποιότητας.
    4. άμεμπτος, ακηλίδωτος•

    -ая память καλή ανάμνηση•

    -ое имя καλό όνομα•

    -ая слава καλή φήμη.

    5. ολόκληρος, πλήρης•

    я просидел -ых два часа κάθησα δυό ολόκληρες ώρες.

    || πραγματικός.
    εκφρ.
    добрый малый – ανθρωπάκος, -άκι•
    всего -го – (ευχή) α) στο καλό. β) χαίρετε (αποχαιρετισμός)•
    чего -го – μπορεί, δυνατόν, πιθανόν•
    чего -го нас в дороге гроза застигнет – μπορεί να μας πιάσει θύελλα στο δρόμο•
    будьте -ы – έχετε τήν καλοσύνη νά..., ευαρεστηθείτε•
    по -ой воле – θεληματικά,εκουσίως• από καλή θέληση•
    люди -ой волы – άνθρωποι καλής θέλησης.

    Большой русско-греческий словарь > добрый

  • 89 доживать

    ρ.δ.
    1. βλ. дожить.
    2. (για χρόνο) ζω τις τελευταίες μέρες, ώρες κ.τ.τ.

    Большой русско-греческий словарь > доживать

  • 90 долбить

    -блю, -бишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. долбленный, βρ: -лен, -лена, -лено ρ.σ.μ.
    1. σκάβω, βαθαίνω, εκκοιλαίνω, βαθουλώνω•

    -блю стену σκάβω τον τοίχο•

    долбить камень κάνω λακκούβα στην πέτρα•

    дятел дерево -ит ο δρυοκολάπτης τρυπά το δέντρο•

    капля и камень -ит οι σταλαματιές και την πέτρα τρώνε•

    улей σκαλίζω κυψέλη (από κορμό δέντρου).

    2. χτυπώ διαρκώς. || χτυπώ, βάλλω συνεχώς με πυροβόλα, σφυροκοπώ.
    3. (απλ.) επαναλαβαίνω, κοπανώ τα ίδια και τα ίδια.
    4. (απλ.) αποστηθίζω, απομνημονεύω, παπαγαλίζω•
    σκάβομαι, κοιλαίνομαι κλπ. ρ.μ.

    Большой русско-греческий словарь > долбить

  • 91 достоять

    -ого, -оишь
    ρ.σ.μ.
    στέκομαι ως ή ώσπου να τελειώσει•

    достоять до восьми часов στέκομαι όρθιος ως οχτώ ώρες•

    часовой -ал своё время ο σκοπός τέλειωσε τη σκοπιά του.

    παραστέκομαι, στέκομαι ώσπου.

    Большой русско-греческий словарь > достоять

  • 92 дрожжи

    πλθ. ζύμη, προζύμι, μαγιά•

    т-сто на -ах ζυμάρι με μαγιά•

    пивные дрожжи ζυθοζύμη.

    εκφρ.
    как на -ах (расти, подниматься) – αναπτύσσομαι, μεγαλώνω με τις ώρες (γρήγορα).

    Большой русско-греческий словарь > дрожжи

  • 93 езда

    θ.
    1. διαδρομή, ταξίδι, πορεία, όδευση (με μεταφορικό μέσο)•

    скорая езда γρήγορη διαδρομή•

    верховная езда ιππασία, καβαλαρία.

    || πέρασμα, δίοδος• κυκλοφορία•

    езда по мосту открыта το πέρασμα από τη γέφυρα είναι ελεύθερο (για μεταφ. μέσα).

    2. απόσταση δρόμου•

    в трех часах -ы от τρεις ώρες μακριά από...

    Большой русско-греческий словарь > езда

  • 94 лётный

    επ.
    1. της πτήσης•

    -ые часы ώρες πτήσης.

    || ευνοϊκός για πτήση•

    -ая погода κατάλληλος καιρός για πτήση.

    2. αεροπορικός, του αεροπόρου•

    -ая школа σχολή αεροπόρων ή αεροπορίας•

    -ое дело αεροναυτική, -ιλία•

    -ое поле γήπεδο αερολιμένα.

    Большой русско-греческий словарь > лётный

  • 95 неприёмный

    επ.
    που δε δέχεται, που. δεν περ ι-λαβαίνει•

    неприёмный день μέρα που δε δέχεται (ακρόαση, παραλαβές κ.τ.τ.)• -ые часы ώρες που δε δέχεται (ακροάσεις κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > неприёмный

  • 96 отработать

    ρ.σ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отработанный, βρ: -тан, -а, -о.
    1. εργάζομαι, δουλεύω για να ξεπλερώσω. || εργάζομαι•

    отработать аванс δουλεύω για την προκαταβολή•

    я -ал восемь часов δούλεψα οχτώ ώρες.

    2. τελειώνω τη δουλειά.
    3. αφήνω τη δουλειά, παύω να εργάζομαι (λόγω γερατειών)•

    наш дедушка -ал ο παππούς δε δουλεύει άλλο πια.

    || φθείρομαι, αχρηστεύομαι από τη δουλειά, τρώγω το ψωμί μου.
    4. επεξεργάζομαι, δουλεύω, τελειοποιώ. || ασκούμαι, εξασκούμαι.
    τελειώνω την εργασία.

    Большой русско-греческий словарь > отработать

  • 97 пик

    α.
    κορυφή βουνού αιχμηρή. || ανώτερο σημείο ανύψωσης, ανόδου.
    εκφρ.
    часы – ώρες (στιγμές) φούριας, το φόρτε.

    Большой русско-греческий словарь > пик

  • 98 поурочно

    επίρ.
    με το μάθημα, με τις ώρες διδασκαλίας.

    Большой русско-греческий словарь > поурочно

  • 99 приёмный

    επ.
    1. της λήψης•

    -ая антена κεραία λήψης.

    2. της υποδοχής• της ακρόασης ή της επίσκεψης (ασθενών στο γιατρό)•

    -ая комната δωμάτιο αναμονής•

    часы -а ώρες ακρόασης.

    3. εισαγωγικός, της εισαγωγής•

    -ая комиссия η επιτροπή εισαγωγικών εξετάσεων.

    4. ουσ. θ. -ая, -ой δωμάτιο αναμονής.
    εκφρ.
    приёмный отец – θετός πατέρας, ψυχοπατέρας•
    - ая мать – θετή ητέρα, ψυχομάνσ•
    приёмный сын – θετός γιος, ψυχογιός•
    - ая дочь – θετή θυγατέρα, παρακόρη, ψυχοκόρη.

    Большой русско-греческий словарь > приёмный

  • 100 присутственный

    επ. παλ. της παρουσίας, της υπηρεσίας•

    присутственный день μέρα υπηρεσίας, εργάσιμη μέρα•

    -ые часы ώρες εργασίας•

    -ое время χρόνος (ώρα) εργασίας.

    εκφρ.
    - ое место – κρατικό ίδρυμα.

    Большой русско-греческий словарь > присутственный

См. также в других словарях:

  • Ώρες — Αρχαίες ελληνικές θεότητες που προσωποποιούσαν την τάξη στη φύση και προκαλούσαν την αλλαγή των εποχών σε τακτικό διάστημα. Τα ονόματά τους ήταν Ευνομία, Δίκη και Ειρήνη. Η λατρεία των Ω. ήταν διαδεδομένη σε πολλά μέρη της Ελλάδας …   Dictionary of Greek

  • Ὦρες — Ἄρες , Ἄρης the god of destruction masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὦρες — ἄρες , Ἄρης the god of destruction masc voc sg ἆρες , Ἄρης the god of destruction masc voc sg ἄρες , αἴρω attach aor ind act 2nd sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὧρες — ἄρες , Ἄρης the god of destruction masc voc sg ἄρες , αἴρω attach aor ind act 2nd sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… …   Dictionary of Greek

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • ημερολόγιο — Σύστημα μέτρησης του χρόνου σε ορισμένες περιόδους (έτη, μήνες, εβδομάδες και ημέρες). Η αρχή των αρχαιότερων συστημάτων για τον υπολογισμό του χρόνου συνδέεται, σύμφωνα με τις πιο έγκυρες γνώμες, με την ανάπτυξη της γεωργίας και της κτηνοτροφίας …   Dictionary of Greek

  • ώρα — Στην αρχαία ελληνική, ώ. σήμαινε εποχή. Σήμερα, σημαίνει χρονική διάρκεια ίση με το ένα εικοστό τέταρτο του ημερονυχτίου και συνεκδοχικά την κατάλληλη στιγμή, τον καιρό, την ακμή. Η ώ. διαιρείται σε 60 πρώτα λεπτά και το κάθε λεπτό σε 60 δεύτερα… …   Dictionary of Greek

  • Άγιον Όρος ή Άθως — Πολιτεία μοναχών (2.262 κάτ.) που άνθησε ιδιαίτερα στους βυζαντινούς χρόνους. Το Ά.Ό. είναι βουνό με άφθονα δάση (2.033 μ.), στη νότια άκρη της ανατολικής χερσονήσου της Χαλκιδικής, από το οποίο ονομάστηκε έτσι και η χερσόνησος (332,5 τ. χλμ.).… …   Dictionary of Greek

  • ανεμοπορία — Ονομάζεται έτσι η τεχνική της πτήσης με ανεμόπτερο και η σχετική με αυτήν οργάνωση. Αν εξαιρεθεί η απουσία του κινητήρα πρόωσης, η πτήση ενός ανεμόπτερου διέπεται από τους ίδιους νόμους της αεροδυναμικής οι οποίοι ρυθμίζουν την πτήση όλων των… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»