-
41 πολυδαίδαλος
πολῠ-δαίδᾰλος, ον,A highly, richly wrought, chiefly of metal work, θώρηξ, ἀσπίς, ὅρμος, Il.3.358, 11.32, Od.18.295, etc.;χρυσός 13.11
;κλισμός Il.24.597
;θάλαμος Od.6.15
: of weaving,π. ἱστὸν ὑφαίνειν Hes.Op.64
;κεράων π. ἔρνος Opp.C.2.194
.II [voice] Act., working with great art or skill, very skilful, Il.23.743, APl.4.80 (Agath.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυδαίδαλος
-
42 ταινίδιον
A strip of linen, Hp.Acut. (Sp.) 15, Sor. Fasc.36, al.; strip of skin, Heliod. ap. Orib.45.5.3, Antyll.ib.45.26.1.III perh. small jewel-case,δακτύλιος χρυσοῦς ἐν -ίῳ ἐνδεδεμένος ξυλίνῳ IG11(2).161
B51, cf. 119, 203 B 68 (Delos, iii B.C.); στλεγγίδιον χρυσοῦν ἐπὶ ταινιδίῳ ib.82, cf. 91;ὅρμος χρυσοῦς ἐπὶ ταινιδίου Inscr.Délos 442
B 202 (ii B.C.).IV small ribbon, (Pergam., iii B.C.);τ. χρυσοῦν IG11(2).203
B48; ὁλκὴ.. σὺν ταινιδίοις καὶ λίνῳ ib.81.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταινίδιον
-
43 τανθαρύζω
A quiver, shake, found in the following forms: καθαρίζειν (κανθαρίζειν Ammon.Diff.p.79
V., τανθαρύζειν cj. Valckenaer) μὲν λέγουσιν οἱ Ἀττικοὶ τὸ τρέμειν, τονθορύζειν (- ίζειν Ammon.
) δὲ τὸ ψιθυρίζειν καὶ γογγύζειν Ptol.Asc.p.410 H.; τανθαλύζει ( ταντ- cod.)· τρέμει, Δωριεῖς, οἱ δὲ σπαίρει, Hsch.; ἐτανθόριζον· ἔτρεμον, Id.; ταονθορύζειν· τρέμειν, Phot., Suid. (cf. ἐκτανθαρύζω, τανταλίζω, παμφαλύζω, τοιθορύσσω): hence [full] τανθαρύκτρια, cj. Valckenaer for τοιθορύκτρια (q.v.): [full] τανθαρυστὸς ὅρμος a necklace quivering with suspended gems, Theopomp.Com.95.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τανθαρύζω
-
44 φοινικίδιον
II ornament in shape of palm, κόσμος orὅρμος χρυσοῦς ἐπί φοινικιδίου Ἐριφύλης Inscr.Délos399
B 139, 407.10 (ii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φοινικίδιον
-
45 ἀμφορεύς
A : dualἀμφορῆ Telecl.2
D.: pl. :— jar with narrow neck (στενόστομον τὸ τεῦχος Id.Fr. 108
), Hdt.4.163, Ar.Nu. 1203, etc.; used for various purposes, esp. for keeping wine in, Pl. 807, Fr. 299; or milk, E.Cyc. 327; for pickles, X. An.5.4.28.2 ornament in shape of vase,ὅρμος -έων IG11(2).161
B 38 (Delos, iii B.C.), cf. SIG2588.199 (ib., ii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμφορεύς
-
46 ἀπόξενος
ἀπό-ξενος, ον,2 c. gen. loci, far from a country,τῆσδε γῆς ἀπόξενος A.Ag. 1282
, Ch. 1042;τοῦδ' ἀ. πέδου
banished from..,Id.
Eu. 884.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπόξενος
-
47 ἄξενος
-
48 ἐπίσαλος
ἐπίσᾰλ-ος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίσαλος
-
49 ἐπίστροφος
ἐπίστροφ-ος, ον,A having dealings with, conversant,ἐ. ἦν ἀνθρώπων Od. 1.177
; read by Ar.Byz. for ἐπίσκοπος, 8.163 ; ἐ. τινος concerned with or in it, A.Ag. 397 (lyr.).2 = ἐπιστρεφής, curved, winding, A.R. 2.979 ;ὅρμος D.P.75
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίστροφος
-
50 ἐφορμίζω
A bring a ship to her moorings, bring to shore, in [voice] Med.,ἀμφὶ ταύτην θῖνα AP7.636
(Crin.):—[voice] Med. and [voice] Pass., come to anchor,ἐς [λιμένα] Th.4.8
:—in [voice] Med. also, = ἐφορμέω, -ορμιούμενος τοῖς πολεμίοις App.BC5.108.II intr. in [voice] Act., seek refuge in, [ἔλαφοι] ποταμοῖσιν ἐφώρμισαν AP9.244
(Apollonid.), cf. 254 (Phil.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐφορμίζω
-
51 ἔνερμα
-
52 ἡδυπνοΐς
A ox-tongue, Helminthia echioides, Plin.HN20.75; to be restored in Hsch. for [full] ἡδυπνοΐδης. -πνοος, [dialect] Dor. [pref] ἁδ-, ον, [var] contr. [suff] ἡδύ-πνους, ουν, sweet-breathing, (lyr.); of musical sound, Pi.O.13.22,I.2.25; of auspicious dreams, S.El. 480 (lyr.).2 sweet-smelling, fragrant,λεπαστή Telecl.24
(lyr.);χῶρος AP9.564
(Nic.);κρόκος IG14.607e
([place name] Carales); ὅρμος (necklace) Dsc.1.99.3 v. ἡδύχρους 11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡδυπνοΐς
-
53 ἤλεκτρον
ἤλεκτρον, τό, and [full] ἤλεκτρος, ὁ or ἡ (gender indeterminate in Hom., Hes., and Pl., neut. in Hdt.3.115, Thphr.HP9.18.2, Ti.Locr.102a, masc. in S.Ant. 1038 codd., Eust.ad D.P.293, fem. in Ar.Eq. 532, Alex. Aphr.Pr.Praef.),A amber (cf. Ἠλεκτρίδες) , [ὅρμος] μετὰ.. ἠλέκτροισιν (i.e. pieces of amber)ἔερτο Od.15.460
, cf. 18.296, Hdt.3.115, Pl.Ti. 80c, Phld.Sign.1, D.L.1.24, etc.;ἠλέκτρου λιβάδες A.R.4.606
.II an alloy of gold and silver, , cf. Hes.Sc. 142, Hom.Epigr.15.10, Pytheas ap.Ath. 11.465d; τἀπὸ Σάρδεων ἤ. S.Ant. 1038 (cj.): in pl., of the pegs of a lyre,ἐκπιπτουσῶν τῶν ἠλέκτρων Ar.Eq. 532
. (The two senses are difficult to distinguish in early Poetry; cf. Paus.5.12.7, Plin.HN33.80, 37.31. The word is connected with ἠλέκτωρ.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἤλεκτρον
-
54 ὁρμαθός
A string, chain, or cluster of things hanging one from the other, as of beads or the links of a chain, Pl. Ion 533e; of bats, Od.24.8; ; κριβανωτῶν, ἰσχάδων, Ar.Pl. 765, Lys. 647 ; ;ἁμαξῶν X.Cyr.6.3.2
; ἐνθουσιαζόντων, χορευτῶν, Pl. Ion 533e, 536a ;γραμματιδίων Thphr.Char.6.8
; perh. of a chain of reasoning, Polystr.p.9 W., cf. Phld.Rh.1.186 S., Gal.4.698;ἐρώτων Anacreont.13.11
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁρμαθός
-
55 ὁρμέω
A to be moored, lie at anchor, of a ship,ἐν Ἐλαιοῦντι Hdt.7.22
; πρὸς γῇ ib. 188 ;ἀκταῖσιν E.Or.55
;ἐν λιμένι Th.1.52
; opp. μετέωρος ὁ., Id.4.26 ;οὗ ναῦς ὁρμεῖ E.IT 1043
;ἐνταῦθα D.35.29
;κατὰ τὴν Κύρου σκηνήν X.An.1.4.3
:—[voice] Med., moored themselves, came to anchor,Hdt.
7.188 codd. ( ὅρμεον τὸ is prob. cj.).II prov. phrases, ἐπὶ δυοῖν ἀγκύραιν ὁ., etc., v. ἄγκυρα: metaph.,ἐπὶ σμικροῖς μέγας ὁ. S.OC 148
(anap.);ἐπὶ τῆς ἐκείνων ἀρετῆς ὁ. Aristid.1.134
J. ;ἐπὶ τῆς ποιητικῆς δυνάμεως Luc.Dem. Enc.18
. -
56 ὁρμιά
-
57 ὁρμίζω
A- ίσσω Il.14.77
: [tense] aor.ὥρμισα Od.4.785
, etc.:— [voice] Med. and [voice] Pass., [tense] fut.- ιοῦμαι Th.6.42
: [tense] aor.ὡρμισάμην Hdt.9.96
, Th. 2.86, etc.: less freq. ὡρμίσθην (v. infr.): [tense] pf. : ( ὅρμος II):—bring to a safe anchorage, bring into harbour, moor, anchor,νῆα Od.3.11
, 12.317, cf. Hdt.6.107 ;ἐπ' ἀγκυρῶν [τριήρεις] Th.7.59
; ὑψοῦ δ' ἐν νοτίῳ τήν γ' ὥρμισαν moored the ship in the deeper water, Od.4.785, 8.55 ;ὁρμίσας ἕκαστον ἀσκόν, λίθους ἀρτήσας καὶ ἀφεὶς ὥσπερ ἀγκύρας X.An.3.5.10
; οἴκαδ' ὁ. πλάτην bring the ship safe home, E.Tr. 1155 (v. l.); ὁ. τινὰ εἰς λιμένας, of Zeus, AP9.9 (Jul. Polyaen.); bring to land, ἀσπίδα.. θάλασσα.. παρὰ τύμβον.. ὥρμισεν ib. 115: metaph., ἐν σπαργάνοισι παιδὸς ὁρμίσαι δίκην that she wrapped it safely, put it to rest, in swathing bands, A.Ch. 529.II [voice] Med. and [voice] Pass., come to anchor, lie at anchor, Hdt.9.96, Antipho 5.22 ;Κύπριδος ὁρμισθεῖσα.. ἐν λιμένεσσιν Emp.98.3
, cf. E.Or. 242 ; ἐπὶ τῷ Ῥίῳ, ἔξω [τοῦ Ῥίου] ὡρμίσαντο, Th.2.86;ὡρμίσαντο παρὰ τῇ Χερρονήσῳ X.An.6.2.2
; πρὸς ταὐτὸν ὁρμισθεὶς πέδον having come to a place and anchored there, S.Ph. 546 ;πρὸς τὴν γῆν ὁρμισθείς X.HG1.4.18
;ὡρμίσαντο εἰς Ἁρμήνην Id.An.6.1.15
, cf. D.7.15, etc.;ταῖς λοιπαῖς [ναυσὶν] ἐς τὸ νησίδιον ὁρμίζονται Th.8.11
.2 metaph., to be in haven, i. e. rest in safety,εἰς λιμένα τὸν τῆς τέχνης Philem. 213.9
; ὁρμίζεσθαι τὴν τελευταίαν ὅρμισιν, i.e. to die, Ael.Fr.79 ; dependent on..,E.
HF 203. -
58 ὁρμίσκος
A small necklace, IG12.317.6, Chares 3 J., LXX Ca.1.10, IG12(8).51.18 (Imbros, ii B. C.), Ph.1.665, Ael.NA8.4.3 collar, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁρμίσκος
-
59 ὅρμισμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὅρμισμα
-
60 ὑδροστόλος
ὑδρο-στόλος, ὁ,A watering-place for ships,λιμὴν μέγας, ὅρμος ναυσὶ καὶ ὑδροστόλος Peripl.M.Eux.29
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑδροστόλος
См. также в других словарях:
ὅρμος — cord masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όρμος — Θαλάσσια περιοχή κατάλληλη για αγκυροβόληση πλοίων, λιμανάκι. Ό. λέγεται και αρχαίο κόσμημα, παρόμοιο με το περιδέραιο, κοσμητικό συμπλήρωμα όχι μόνο της γυναικείας ενδυμασίας αλλά και της αντρικής. Αποτελείται από πολύτιμη αλυσίδα ή νήμα, στην… … Dictionary of Greek
ορμός — Θαλάσσια περιοχή κατάλληλη για αγκυροβόληση πλοίων, λιμανάκι. Ό. λέγεται και αρχαίο κόσμημα, παρόμοιο με το περιδέραιο, κοσμητικό συμπλήρωμα όχι μόνο της γυναικείας ενδυμασίας αλλά και της αντρικής. Αποτελείται από πολύτιμη αλυσίδα ή νήμα, στην… … Dictionary of Greek
Όρμος Αλμύρου — Sp Almỹro įlanka Ap Όρμος Αλμύρου/Ormos Almyrou L Egėjo j. prie Kretos, Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
όρμος — ο μέρος της θάλασσας κατάλληλο για αγκυροβόλημα των πλοίων, αλλ. καραβοστάσι, το, αγκυροβόλι, το … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Όρμος Αγίου Ιωάννη — Οικισμός (υψόμ. 10 μ.) στη πρώην επαρχία Θηβών του νομού Βοιωτίας … Dictionary of Greek
Όρμος Αθηνιός — Οικισμός (υψόμ. 8 μ.) της Θήρας του νομού Κυκλάδων … Dictionary of Greek
Όρμος Αιγιάλης — Οικισμός (υψόμ. 20 μ.) της Αμοργού του νομού Κυκλάδων … Dictionary of Greek
Όρμος Λεμονιάς — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ.) στην πρώην επαρχία Δωρίδος του νομού Φωκίδος … Dictionary of Greek
Όρμος Μαραθόκαμπου — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ.) της Σάμου του νομού Σάμου … Dictionary of Greek
Όρμος Παναγίας — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ.) του νομού Χαλκιδικής … Dictionary of Greek