Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

λεπαστή

См. также в других словарях:

  • λεπαστῇ — λεπαστή limpet shaped drinking cup fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπαστή — limpet shaped drinking cup fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπάστῃ — λεπάστη limpet shaped drinking cup fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπαστή — Αγγείο μεγάλων διαστάσεων (είδος κύλικα), το οποίο χρησίμευε ως ποτήρι στα συμπόσια των αρχαίων Ελλήνων. Η λ., η οποία έχει μονόκογχο σχήμα, οφείλει την ονομασία της στο οστρακοειδές λεπάς, το οποίο διαθέτει μονόκογχο όστρακο. * * * λεπαστή ή… …   Dictionary of Greek

  • λεπασταῖς — λεπαστή limpet shaped drinking cup fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπασταί — λεπαστή limpet shaped drinking cup fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπαστῆς — λεπαστή limpet shaped drinking cup fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπαστήν — λεπαστή limpet shaped drinking cup fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπαστά — λεπαστά̱ , λεπαστή limpet shaped drinking cup fem nom/voc/acc dual λεπαστά̱ , λεπαστή limpet shaped drinking cup fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπαστίς — λεπαστίς, ίδος, ἡ (Α) βλ. λεπαστή …   Dictionary of Greek

  • λεπάσται — λεπάστᾱͅ , λεπάστη limpet shaped drinking cup fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»