Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

μετρητής

См. также в других словарях:

  • μετρητής — measurer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετρήτης — μετρητής measurer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετρητής — Συσκευή ικανή να προσδιορίσει στον χρόνο ένα μεταβλητό μέγεθος. Ο μ. μετρά την ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας ενός υγρού ή ενός αερίου, που διατρέχει ορισμένο αγωγό, δείχνοντας σε κάθε στιγμή το άθροισμα των ποσοτήτων που έχουν διέλθει έως εκείνη… …   Dictionary of Greek

  • μετρητής — ο 1. αυτός που μετράει, ο καταμετρητής. 2. συσκευή μέτρησης: Μετρητής θερμότητας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μετρητῆς — μετρητός measurable fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετρηταῖς — μετρητής measurer masc dat pl μετρητός measurable fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετρηταί — μετρητής measurer masc nom/voc pl μετρητός measurable fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετρητοῦ — μετρητής measurer masc gen sg μετρητός measurable masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετρητῇ — μετρητής measurer masc dat sg (attic epic ionic) μετρητός measurable fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετρητήν — μετρητής measurer masc acc sg (attic epic ionic) μετρητός measurable fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετρητῶν — μετρητής measurer masc gen pl μετρητός measurable fem gen pl μετρητός measurable masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»