-
81 συνεπιστρεφω
1) одновременно поворачивать, вращать(τέν τοῦ ἀτράκτου περιφοράν Plat.; τὰ ὄργανα πρός τινα Plut.)
πρὸς ἓν τέλος συνεπιστρέφεσθαι τοῖς ἤθεσιν Plut. — всеми помыслами устремляться к одной цели2) поворачиваться3) обращать внимание, привлекать(τὸν ἀκροατέν πρὸς ἑαυτόν Plut.)
ἥ φωνέ συνεπιστρέφουσα Plut. — возглас, призывающий к вниманию -
82 ταλασιουργικος
-
83 φιμος
ὅ1) намордник(φιμὸν περιθεῖναί τινι Luc.)
φιμοὴ συρίζουσι βάρβαρον βρόμον (v. l. νόμον) Aesch. — сквозь намордники (конских оголовий) вырывается дикое храпение2) стакан для игральных костей(φιμοὴ καὴ κυβευτικὰ ἕτερα ὄργανα Aeschin.)
-
84 χλιαινω
(λῑ и λῐ)(fut. χλιᾰνῶ, aor. ἐχλίᾱνα и ἐχλίηνα) нагревать, согревать (ἑαυτόν Arph.; τὸν ἄρτον Arst.; ὄργανα πυρὸς φλογὴ χλιανθέντα Luc.)
ἐχλιαινόμην ἑστὼς πρὸς τὸν ἥλιον Arph. — я грелся, стоя на солнце;χλαίνεσθαί τινι Anth. — согреваться чем-л. -
85 аппаратура
τα όργανατο σύνολο οργάνων, ο εξοπλισμόςиндикаторная (рлк.) - ενδείξεωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > аппаратура
-
86 бесполый
άφυλοςχωρίς γενετικά όργαναРусско-греческий словарь научных и технических терминов > бесполый
-
87 власть
η εξουσί/αРусско-греческий словарь научных и технических терминов > власть
-
88 вульва
анат. το αιδοίο, τα γυναικεία εξωτερικά γενετικά όργανα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вульва
-
89 индекс
ο δείκτης, ο αριθμός- отсчёта курса неподвижный (в радиомагнитном индикаторе планово-навигационном приборе и т.п.) η σταθερή γραμμή πορείας (σε όργανα ναυσιπλοΐας)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > индекс
-
90 катаракт
1. тех. о απορροφητήρας κραδασμών (σε όργανα μετρήσεων) 2. (водопад) ο καταρράκτης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > катаракт
-
91 клавир
1. (общее название всех клавишных инструментов) τα πληκτροφόρα όργανα 2. (переложение партитуры для исполнения на фортепьяно) η μετατροπή (της παρτιτούρας για πιάνο/κλειδοκύμβαλο)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > клавир
-
92 путь
1. (направление, маршрут) το δρομολόγιο, η πορείαМлечный - астр. о Γαλαξίας2. (расстояние) η απόστασηтормозной (авто) - πέδης/φρεναρίσματος3. (траектория) η καμπύλη τροχιάς, η τροχιά 4. (способ) το μέσο(ν), ο τρόπος 5. (место, по которому происходит передвижение, сообщение) о δρόμος, η οδός, το ταξίδι 6. (место для прохода, проезда) о πόρος, ο διάδρομος 7. (доступ куда-л., возможность проникнуть куда-л.) о τρόπος, το μέσον 8. (железнодорожная колея, линия) η σιδηροδρομική γραμμή 9. (передвижение куда-л.) το ταξίδι 10. (направление деятельности, развития чего-л.) η πορεία 11. (средство, способ достижения чего-л.) о δρόμος, ο τρόπος, η οδός 12. -и анат. τα όργαναдыхательные - αναπνευστικά -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > путь
-
93 слуховой
ακουστικ/όςωστικόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > слуховой
-
94 смычковые
(инструменты) муз. τα έγχορδα (μουσικά όργανα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > смычковые
-
95 снаряд
1. (техническое устройство, машина) το μηχάνημα, η συσκευή 2. (военный) το βλήμα, η οβίδα 3. -ы спорт. τα αθλητικά όργανα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > снаряд
-
96 струнный
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > струнный
-
97 здравоохранение
здравоохранениес ἡ ὑγιεινή:органы \здравоохранениеия τά ὑγειονομικά ὀργανα. -
98 исполнительный
исполни́тел||ьныйприл1. (о власти) ἐκτελεστικός; \исполнительныйьный комитет см. исполком· \исполнительныйьная власть ἡ ἐκτελεστική ἐξουσία· \исполнительныйьные органы τά ἐκτελεστικά ὀργανα·2. (старательный) εὐσυνείδητος, πρόθυμος:\исполнительныйьный работник ὁ πρόθυμος ἐργάτης· ◊ \исполнительныйьный лист юр. τό ἐνταλμα, τό ἐνταλτήριο[ν]. -
99 коммунальный
коммунальныйприл κοινοτικός, δημοτικός:\коммунальныйое хозяйство οἱ ὑπηρεσίες τοῦ δήμου· \коммунальныйые услуги οἱ ὑπηρεσίες πού προσφέρουν τά δημοτικά ὀργανα. -
100 орудие
ору́д||иес1. τό ἐργαλείο[ν], τό σύνεργο:сельскохозяйственные \орудиеия τά ἀγροτικά γεωργικά ἐργαλεία· \орудиеия производства τά ἐργαλεία παραγωγής· \орудиеия труда τά ἐργαλεία τής ἐργασίας, τά ὀργανα τῆς δουλειάς·2. перен τό δργανο[ν], τό ὅπ-λο[ν]:\орудие классовой борьбы τό ὅπλο ταξικής πάλης· быть слепым \орудиеием εἶμαι πειθήνιο ὀργανο·3. воен. τό τηλεβόλο[ν], τό πυροβόλο[ν], τό κανόνι:полевое \орудие τό πεδινό πυροβόλο· тяжелые \орудиеия τά βαρέα τηλεβόλα· противотанковое \орудие τό ἀντιαρματικό πυροβόλο· зенитное \орудие τό ἀντιαεροπορικό πυροβόλο· дальнобойное \орудие τ£ πυροβόλο μεγάλου βεληνεκούς· самоходное \орудие τό μηχανοκίνητο πυροβόλο.
См. также в других словарях:
ὀργάνα — ὀργάνᾱ , ὄργανος working fem nom/voc/acc dual ὀργάνᾱ , ὄργανος working fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όργανα, μουσικά — Βλ. λ. μουσικά όργανα … Dictionary of Greek
ὄργανα — ὄργανον instrument neut nom/voc/acc pl ὄργανος working neut nom/voc/acc pl ὄργᾱνα , ὀργαίνω make angry aor ind act 1st sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αισθητήρια όργανα — Όργανα που επιτρέπουν στους ζωικούς οργανισμούς να παίρνουν πληροφορίες από το περιβάλλον τους. Στα κατώτερα ζώα (πρωτόζωα) συναντάμε διάχυτη ευαισθησία, ενώ στα ανώτερα η λήψη των πληροφοριών γίνεται με τη βοήθεια διαφοροποιημένων αισθητηρίων… … Dictionary of Greek
μουσικά όργανα — Σύμφωνα με τη φύση των σωμάτων που είναι προορισμένα να παράγουν ήχο (αν και μερικοί μελετητές τείνουν προς μια ιστορική ταξινόμηση), τα μ.ό. διακρίνονται σε τέσσερις μεγάλες κατηγορίες: τα ιδιόφωνα, τα μεμβρανόφωνα, τα χορδόφωνα και τα αερόφωνα … Dictionary of Greek
γεννητικά όργανα — Τα ανδρικά ή γυναικεία όργανα φύλου ή αναπαραγωγής, εσωτερικά και εξωτερικά. γεννητική οδός. Ομάδα οργάνων που συνθέτουν το ανδρικό ή γυναικείο αναπαραγωγικό σύστημα. γεννητικό κύτταρο. Σπερματοζωάριο ή ωάριο ή κύτταρο, που διχοτομείται για να… … Dictionary of Greek
ὀργάνας — ὀργάνᾱς , ὄργανος working fem acc pl ὀργάνᾱς , ὄργανος working fem gen sg (doric aeolic) ὀργά̱νᾱς , ὀργαίνω make angry aor part act masc nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄργαν' — ὄργανα , ὄργανον instrument neut nom/voc/acc pl ὄργανα , ὄργανος working neut nom/voc/acc pl ὄργανε , ὄργανος working masc voc sg ὄργαναι , ὄργανος working fem nom/voc pl ὄργᾱναι , ὀργαίνω make angry aor imperat mid 2nd sg (epic doric aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοντιά — Όργανα της στοματικής κοιλότητας που ανήκουν στο πεπτικό σύστημα και εκτελούν την τομή και τη σύνθλιψη των στερεών τροφών. Μολονότι τα δ. αποτελούν χαρακτηριστικό στοιχείο των σπονδυλοζώων, μπορεί να ατροφήσουν και σε αυτά τα ζώα, οπότε… … Dictionary of Greek
βράγχια — Όργανα κατάλληλα για την αναπνοή μέσα στο νερό, επειδή έχουν την ικανότητα να χρησιμοποιούν το οξυγόνο του αέρα που βρίσκεται στο νερό. Β. έχουν όλα τα υδρόβια ζώα. Στα ψάρια, τα β. έχουν ελασματοειδή μορφή και περικλείονται σε ειδικούς θαλάμους … Dictionary of Greek
εργαλεία — Όργανα για τη διευκόλυνση της χειρωνακτικής εργασίας. Σήμερα, παρά την ύπαρξη μιας ευρύτατης κλίμακας εργαλειομηχανών, είναι πολλές ακόμα οι εργασίες που γίνονται από το χέρι του ανθρώπου και πολλά συνεπώς τα αναγκαία ε. Αν σκεφτούμε π.χ. τη… … Dictionary of Greek