Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

όργανα

  • 101 официоз

    официоз
    м τό ἡμιεπίσημο ὀργανα

    Русско-новогреческий словарь > официоз

  • 102 половой

    полов||о́й I
    прил (для пола) τοῦ πατώματος:
    \половойа́я тряпка τό σφουγγαρόπανο1 \половойая щетка ἡ βοῦρτσα γιά τό πάτωμα
    полов||ой II
    прил биол. γεννητικός, γενετήσιος:
    \половойые органы τά γεννητικά ὀργανα· \половойая зрелость ἡ ἐφηβική ἡλικία· \половойо́е бессилие мед. ἡ ἀνικανότητα [-ης].
    половой III
    м уст. ὁ γκαρσόνι, ὁ σερβιτόρος ἐστιατορίου.

    Русско-новогреческий словарь > половой

  • 103 путь

    пут||ь
    м
    1. (дорога) ὁ δρόμος, ἡ ὁδός/ ж.-д. ἡ γραμμή:
    запасной \путь ἡ πλαγία γραμμή· \путьй сообщения οἱ συγκοινωνίες· санный \путь δρόμος γιά τά ἐλκηθρα· морской \путь ἡ θαλασσία ὀδός· во́дным \путьем διά θαλασσής· воздушным \путьем ἀεροπορικώς· на моем \путьй στό δρόμο μου· проложить \путь (тж. перен) ἀνοίγω δρόμο· сбиться с \путьй а) χάνω τό δρόμο, б) перен παρεκκλίνω (или ἐκτρέπομαι) ἀπ' τόν δρόμο·
    2. перен ὁ δρόμος, ἡ ὁδός:
    по ленинскому \путьй στό δρόμο τοῦ λενι-νισμοδ· \путь к миру ὁ δρόμος πρός τήν εἰρήνη·
    3. (путешествие) τό ταξίδι:
    пуститься в \путь ξεκινώ γιά ταξίδι· счастливого \путьй! καλό ταξίδι!· держать \путь κατευθύνομαι, πορεύομαι, πηγαίνω· в двух днях \путьй от... δυό μέρες δρόμος ἀπό...·
    4. \путьи мн. анат. οἱ πόροι:
    дыхательные \путьи́ τα ἀναπνευστικά ὀργανα· желчные \путьй τά χολαγωγά ἀγγεΐα·
    5. (способ) τό μέσο[ν], ὁ τρόπος:
    каки́м \путьем? μέ τί τρόπο;· любым \путьем μέ κάθε μέσο, μέ κάθε τρόπο· тем или иным \путьем μέ τόν δνα ἡ τόν ἄλλο τρόπο· окольным \путьем, окольными \путьями ἐμμεσα, ἐμμέσως, ἀπό πλάγιο δρόμο· ◊ последний \путь ἡ κηδεία, τό τελευταίο ταξ(ε)ίδι· по \путьй στό δρόμο μου, καθ' ὀδόν наставить кого́-л. на \путь истины βάζω (или φέρνω) κάποιον στον ἰσιο δρόμο· совратить с \путьй ξεμυαλίζω, ἀποπλανώ· Млечный Путь астр. ὁ Γαλαξίας.

    Русско-новогреческий словарь > путь

  • 104 речь

    речь
    ж
    1. (способность говорить) ὁ λόγος, ἡ μιλιά:
    органы речи τά ὀργανα του λόγου· дар речи ἡ εὐγλωττία, τό χάρισμα τοῦ λόγου· потерять дар речи χάνω τή λαλιά μου, βουβαίνομαν владеть речью ξέρω νά μιλώ, ἔχω τό λέγειν
    2. (язык) ἡ γλώσσα:
    изысканная \речь ἡ περίτεχνη γλώσσα· устная \речь ὁ προφορικός λόγος·
    3. (разговор, беседа) ὁ λόγος, ἡ ὁμιλία, ἡ κουβέντα:
    \речь идет о том, чтобы... λέμε ὀτι..., ἡ συζήτηση γίνεται γιά...· заводить \речь (о чем-л.) ἀνοίγω κουβέντα· об этом не может быть и речи ὁϋτε λόγος νά γίνεται·
    4. (выступление) ἡ ὀμιλία, ὁ λόγος, ἡ ἀγό-ρευση [-ις] / ἡ προσφώνηση [-ις] (в торжественных случаях).

    Русско-новогреческий словарь > речь

  • 105 руководящими

    руководящими
    1. прич. от руководить·
    2. прил καθοδηγητικός, ἡγετικός:
    \руководящими центр τό καθοδηγητικό κέντρο· \руководящимиие кадры τά ἡγετικά στελέχη· \руководящимиие органы τά καθοδηγητικά ὀργανα· \руководящимиая сила ἡ ἡγετική δύναμη· \руководящимиая статья τό κύριο[ν] ᾶρθρο[ν].

    Русско-новогреческий словарь > руководящими

  • 106 самоуправление

    самоуправление
    с ἡ αὐτοδιοίκηση [-ις]/ ἡ αὐτονομία (автономия):
    местное \самоуправление ἡ τοπική αὐτοδιοίκηση· городское \самоуправление ἡ αὐτοδιοίκηση τής πόλης· органы \самоуправлениеия τά ὅργανα τής αὐτοδιοίκησης.

    Русско-новогреческий словарь > самоуправление

  • 107 следственный

    следственн||ый
    прил юр. ἀνακριτικός:
    \следственныйые I органы τά ἀνακριτικά ὅργανα· \следственный Материал τά ὑλικά τής ἀνάκρισης.

    Русско-новогреческий словарь > следственный

  • 108 смычковый

    смычков||ый
    прил:
    \смычковыйые инструменты муз. τά μουσικά ὅργανα μέ δοξάρια

    Русско-новогреческий словарь > смычковый

  • 109 снаряд

    снаряд
    м
    1. воен. τό βλήμα, ἡ ὀβί-δα [-ίς]:
    бронебойный \снаряд τό διατρητικό[ν] βλήμα· реактивный \снаряд τό πυραυλοκίνη-το[ν], τό ἀεριωθούμενο[ν] βλήμα·
    2. (машина) τό μηχάνημα/ ἡ συσκευή (аппарат, прибор):
    землесосный \снаряд ὁ ἐκσκα-φεύς, ἡ φαγάνα·
    3. спорт. τά ὀργανα.

    Русско-новогреческий словарь > снаряд

  • 110 струнный

    стру́нн||ый
    прил ἐγχορδος:
    \струнныйые инструменты τά Εγχορδα ὀργανα.

    Русско-новогреческий словарь > струнный

  • 111 щипковый

    щипков||ый
    прил муз. χορδόπληκτος:
    \щипковыйые инструменты τά χορδόπληκτα μουσικά ὅργανα.

    Русско-новогреческий словарь > щипковый

  • 112 αίσθηση

    [-ις (-εως)] η
    1) чувство, ощущение;

    τα πέντε όργανα των αίσθήσεων — пять органов чувств;

    αίσθηση ψύχους — ощущение холода;

    χάνω τίς αίσθήσεις — лишиться чувств, потерять сознание;

    2) сильное впечатление;

    οι λόγοι του έκαναν αίσθηση — его слова произвели сильное впечатление;

    αίσθήσεις στο ακροατήριο[ν] — оживление в зале

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αίσθηση

  • 113 αισθητήριος

    α, ον относящийся к ощущениям и чувствам;

    αισθητήριοςια όργανα — органы чувств

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αισθητήριος

  • 114 ανακριτικές

    η, ό[ν] юр. следственный;

    ανακριτικέςό γραφείο — следственная часть;

    ανακριτικέςά όργανα — следственные органы;

    ανακριτικές υπάλληλος — следователь

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ανακριτικές

  • 115 αναπαραγωγή

    η
    1) воспроизведение, воссоздание; 2) размножение; 3) разведение, выращивание;

    τα όργανα αναπαραγωγήης — органы размножения;

    4) эк воспроизводство;

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αναπαραγωγή

  • 116 αναπνευστικός

    η, ό[ν] дыхательный;

    αναπνευστικόςά όργανα — дыхательные органы;

    αναπνευστικόςές ασκήσεις — дыхательные упражнения

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αναπνευστικός

  • 117 αυτογραφικός

    η, ό[ν]
    1) автографический, относящийся к автографии;

    αυτογραφική μελάνη — литографские чернила;

    2) самозаписывающий;

    αυτογραφικά όργανα — самозаписывающие приборы

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αυτογραφικός

  • 118 γεννητικός

    η, ό[ν] детородный, половой;

    γεννητικά όργανα — половые органы

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > γεννητικός

  • 119 εξουσία

    η власть;

    πατρική εξουσία — отцовская власть;

    κρατική εξουσία — государственная власть;

    νομοθετική (εκτελεστική) εξουσία — законодательная (исполнительная) власть;

    τα όργανα της εξουσίας — органы власти;

    κατάχρηση εξουσίας — злоупотребление властью;

    η ανοδος ( — или ο ερχομός) στην εξουσία — приход к злости;

    η κατάληψις της -'ας захват власти;

    κατέχω την εξουσία — стоять у власти;

    δίδω την εξουσία σε κάποιον — давать власть кому-л.;

    έχω την εξουσία να κάνω κάτι — иметь право (по закону) делать что-л.;

    δεν είναι στην εξουσία μου — это не в моей власти;

    κάτω από την εξουσί... — под властью кого-чего-л.

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > εξουσία

  • 120 εφοδιαστικός

    η, ό[ν] снабженческий;

    εφοδιαστικά όργανα — органы снабжения

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > εφοδιαστικός

См. также в других словарях:

  • ὀργάνα — ὀργάνᾱ , ὄργανος working fem nom/voc/acc dual ὀργάνᾱ , ὄργανος working fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όργανα, μουσικά — Βλ. λ. μουσικά όργανα …   Dictionary of Greek

  • ὄργανα — ὄργανον instrument neut nom/voc/acc pl ὄργανος working neut nom/voc/acc pl ὄργᾱνα , ὀργαίνω make angry aor ind act 1st sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αισθητήρια όργανα — Όργανα που επιτρέπουν στους ζωικούς οργανισμούς να παίρνουν πληροφορίες από το περιβάλλον τους. Στα κατώτερα ζώα (πρωτόζωα) συναντάμε διάχυτη ευαισθησία, ενώ στα ανώτερα η λήψη των πληροφοριών γίνεται με τη βοήθεια διαφοροποιημένων αισθητηρίων… …   Dictionary of Greek

  • μουσικά όργανα — Σύμφωνα με τη φύση των σωμάτων που είναι προορισμένα να παράγουν ήχο (αν και μερικοί μελετητές τείνουν προς μια ιστορική ταξινόμηση), τα μ.ό. διακρίνονται σε τέσσερις μεγάλες κατηγορίες: τα ιδιόφωνα, τα μεμβρανόφωνα, τα χορδόφωνα και τα αερόφωνα …   Dictionary of Greek

  • γεννητικά όργανα — Τα ανδρικά ή γυναικεία όργανα φύλου ή αναπαραγωγής, εσωτερικά και εξωτερικά. γεννητική οδός. Ομάδα οργάνων που συνθέτουν το ανδρικό ή γυναικείο αναπαραγωγικό σύστημα. γεννητικό κύτταρο. Σπερματοζωάριο ή ωάριο ή κύτταρο, που διχοτομείται για να… …   Dictionary of Greek

  • ὀργάνας — ὀργάνᾱς , ὄργανος working fem acc pl ὀργάνᾱς , ὄργανος working fem gen sg (doric aeolic) ὀργά̱νᾱς , ὀργαίνω make angry aor part act masc nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄργαν' — ὄργανα , ὄργανον instrument neut nom/voc/acc pl ὄργανα , ὄργανος working neut nom/voc/acc pl ὄργανε , ὄργανος working masc voc sg ὄργαναι , ὄργανος working fem nom/voc pl ὄργᾱναι , ὀργαίνω make angry aor imperat mid 2nd sg (epic doric aeolic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοντιά — Όργανα της στοματικής κοιλότητας που ανήκουν στο πεπτικό σύστημα και εκτελούν την τομή και τη σύνθλιψη των στερεών τροφών. Μολονότι τα δ. αποτελούν χαρακτηριστικό στοιχείο των σπονδυλοζώων, μπορεί να ατροφήσουν και σε αυτά τα ζώα, οπότε… …   Dictionary of Greek

  • βράγχια — Όργανα κατάλληλα για την αναπνοή μέσα στο νερό, επειδή έχουν την ικανότητα να χρησιμοποιούν το οξυγόνο του αέρα που βρίσκεται στο νερό. Β. έχουν όλα τα υδρόβια ζώα. Στα ψάρια, τα β. έχουν ελασματοειδή μορφή και περικλείονται σε ειδικούς θαλάμους …   Dictionary of Greek

  • εργαλεία — Όργανα για τη διευκόλυνση της χειρωνακτικής εργασίας. Σήμερα, παρά την ύπαρξη μιας ευρύτατης κλίμακας εργαλειομηχανών, είναι πολλές ακόμα οι εργασίες που γίνονται από το χέρι του ανθρώπου και πολλά συνεπώς τα αναγκαία ε. Αν σκεφτούμε π.χ. τη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»