-
1 орган
I орган м в рази. знач. το όργανο· \органы чувств τα όργανα της αίσθησης· \органы печати τα όργανα του τύπου· - законодательные \органы τα νομοθετικά όργανα II орган м муз. το όργανο* * *I `органм в разн. знач.το όργανοорганы чувств — τα όργανα της αίσθησης
органы печа́ти — τα όργανα του τύπου
II орг`анзаконода́тельные органы — τα νομοθετικά όργανα
м муз.το όργανο -
2 органы чувств
τα όργανα των αισθήσεωντα αισθητήρια όργαναРусско-греческий словарь научных и технических терминов > органы чувств
-
3 орган
орган Iм в разн. знач. τό ὄργανο[ν]:\органы пищеварения (чувств) τά πεπτικά (τά αἰσθητήρια) ὀργανα· внутренние \органы τά σπλά(γ)χνα· \органы государственной власти τά ὀργανα τής κρατικής ἐξουσίας· партийные и советские \органы τά κομματικά καί σοβιετικά ὀργανα.орган IIм муз. (τό ἐκκλησιαστικό) ὀργανο, τό ἀρμόνιο. -
4 гимнастический
гимнастический γυμναστι κός· \гимнастический зал το γυμναστήριο· \гимнастическийие снаряды τα γυμναστικά όργανα· \гимнастическийие упражнения οι γυμναστικές ασκήσεις* * *гимнасти́ческий зал — το γυμναστήριο
гимнасти́ческие снаря́ды — τα γυμναστικά όργανα
гимнасти́ческие упражне́ния — οι γυμναστικές ασκήσεις
-
5 духовой
духовой πνευστός \духовойые инструменты τα πνευστά όργανα* * *духовы́е инструме́нты — τα πνευστά όργανα
-
6 инвентарь
инвентарь м τα εργαλεία, τα σύνεργα" спортивный \инвентарь τα γυμναστικά όργανα* * *мτα εργαλεία, τα σύνεργαспорти́вный инвента́рь — τα γυμναστικά όργανα ν
-
7 оптика
оптика ж 1) η οπτική 2) (приборы) τα οπτικά όργανα* * *ж1) η οπτική2) ( приборы) τα οπτικά όργανα -
8 аппарат
аппаратм1. тех. ἡ συσκευή, τό μηχάνημα:телефонный \аппарат τό τηλέφωνο, ἡ τηλεφωνική συσκευή; фотографический \аппарат ἡ φωτογραφική μηχανή;2. (работники учреждения, штат) ὁ μηχανισμός:административный \аппарат ἡ διοικητικός μηχανισμός; государственный \аппарат ὁ κρατικός μηχανισμός;3. физиол. (совокупность органов) τά ὅργανα:дыхательный \аппарат τά ἀναπνευστικά ὅργανα -
9 размножение
размножен||иес1. ὁ πολλαπλασιασμός·2. биол. ἡ ἀναπαραγωγή, ὁ πολλαπλασιασμός:бесполое \размножение ἡ παρθενογένεση[-ις], ἡ παρθενογονία· \размножение почкованием ἡ βλαστογένεση [-ις], ἡ βλαστογονία· \размножение делением ἡ μονογένεση [-ις], ἡ μονογονία· органы \размножениеия τά γεννητικά ὅργανα, τά ὅργανα τής ἀναπαραγωγής. -
10 чувство
чувствос в разн. знач. τό αίσθημα, ἡ αἰσθηση [-ίς], τό συναίσθημα, ἡ συ-ναίσθηση [-ις]:органы чувств τά αἰσθητήρια ὀργανα, τά ὀργανα τών αἰσθήσεων \чувство боли αίσθημα πόνου· \чувство гордости αίσθημα περηφάνειας· \чувство жалости τό αίσθημα οίκτου, ἡ συμπόνοια· \чувство собственного достоинства τό αίσθημα τής ἀξιοπρέπειας· \чувство ответственности αίσθημα εὐθύνης· \чувство долга ἡ συνείδηση τοῦ καθήκοντος· обман чувств ἡ ψευδαίσθηση[-ις]· лишиться чувств χάνω τίς αίσθήσεις μου, λιποθυμώ· привести в \чувство συνε-φέρνω· прийти в \чувство συνέρχομαι. -
11 женский
επ.γυναικείος, -κίσιος, -ώδης, θη-λικός•-ая обувь γυναικείο παπούτσι•
женский труд γυναικεία εργασία•
-ая хитрость γυναικεία πονηριά•
международный женский день διεθνής μέρα της γυναίκας•
женский почерк γυναικείος γραφικός χαρακτήρας•
-ая нежность γυναικεία τρυφερότητα•
-ие прихоти γυναικεία καπρίτσια.
|| των θηλέων, για τα θήλεα•-ая школа παρθεναγωγείο•
-ая гимназия γυμνάσιο θηλέων•
-ие органы γυναικεία όργανα•
-ие цветки у растений τα θήλεα άνθη.
εκφρ.- ие болезни – γυναικολογικές παθήσεις•женский вопрос – το γυναικείο ζήτημα (της κοινωνικής χειραφέτησης της γυναίκας)•- ая логика – ειρν. κ. αστ.) γυναικεία λογική•женский пол – γυναικείο φύλο (τα γενετικά όργανα ή οι γυναίκες)•- ая линия – συγγένεια από το μέρος της γυναίκας•- ая рифма – θηλυκές ομοιοκαταλήξεις (που λήγουν σε άφωνη συλλαβή). -
12 орган
-
13 путь
-и α.1. δρόμος, οδός•прямой путь ίσιος δρόμος•
широкий путь πλατύς (φαρδύς) δρόμος•
санный путь ελκηθόδρομος•
заласной путь πλάγια σιδηροδρομική γραμμή•
воздушный путь αεροπορική γραμμή.
2. μτφ. τρόπος, μέθοδος ενέργειας, επίδρασης•каким -м? με τι τρόπο;•
любым -м με κάθε τρόπο.
3. πλθ. (σ.νατ.) τα όργανα•дыхательные -и τα αναπνευστικά όργανα.
4. ταξίδι•направляться в далкий πηγαίνω για μακρινό ταξίδι.
5. δρομολόγιο•путь сбиться с -и ξεφεύγω (παρεκκλίνω) από το δρόμο, χάνω το δρόμο•
держать путь τηρώ την κατεύθυνση.
|| μέσον•путь к достижению δρόμος για την επίτευξη.
6. όφελος, κέρδος•коли будет путь αν θα υπάρξει όφελος.
εκφρ.жизненный путь – η πορεία της ζωής•окольным (обходным) -м – πλάγια, έμμεσα, με πλάγιο τρόπο•путь последний путь – ο δρόμος προς την τελευταία κα-κατοικία, η• κηδεία: счастливый -!, счастливого -й! καλό κατευόδιο! καλό ταξίδι! ώρα καλή!•- и сообщения – η συγκοινωνία•без -и – (απλ.) μάταια, άσκοπα•на -и к чему ή по -и чего – βαδίζοντας προς•по -и – α) καθ οδό, στο δρόμο, β) τον ίδιο δρόμο, γ) μια φορά, ταυτόχρονα•не по -и с кем – διαφορετικό δρόμο πήραμε, χωρίζουν οι δρόμοι μας (δε συμπί πτουν οι σκοποί μας, οι επιδιώξεις μας)•забыть путь куда – ξεχνώ το δρόμο για κάπου (παύω να μεταβαίνω, να επισκέπτομαι)•быть на -и к чему – πλησιάζω προς κάτι•вывести на - – βγάζω στο δρόμο της ζωής, στη ζωή, στην κοινωνία•стать (стоять) поперк -и кому; стоять (стать) на -и чьем – στέκομαι (μπαίνω) εμπόδιο σε κάποιον•стоять на хорошем (правильном) -и – στέκομαι, βρίσκομαι σε καλό, σωστό δρόμο, βαδίζω καλά, σωστά•стоять (находить(ся) на ложном -й; идти по ложному -и – δε βρίσκομαι σε σωστό δρόμο, ακολοθώ εσφαλμένη οδό. -
14 аппаратура
τα όργανατο σύνολο οργάνων, ο εξοπλισμόςиндикаторная (рлк.) - ενδείξεωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > аппаратура
-
15 бесполый
άφυλοςχωρίς γενετικά όργαναРусско-греческий словарь научных и технических терминов > бесполый
-
16 власть
η εξουσί/αРусско-греческий словарь научных и технических терминов > власть
-
17 вульва
анат. το αιδοίο, τα γυναικεία εξωτερικά γενετικά όργανα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вульва
-
18 индекс
ο δείκτης, ο αριθμός- отсчёта курса неподвижный (в радиомагнитном индикаторе планово-навигационном приборе и т.п.) η σταθερή γραμμή πορείας (σε όργανα ναυσιπλοΐας)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > индекс
-
19 катаракт
1. тех. о απορροφητήρας κραδασμών (σε όργανα μετρήσεων) 2. (водопад) ο καταρράκτης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > катаракт
-
20 клавир
1. (общее название всех клавишных инструментов) τα πληκτροφόρα όργανα 2. (переложение партитуры для исполнения на фортепьяно) η μετατροπή (της παρτιτούρας για πιάνο/κλειδοκύμβαλο)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > клавир
См. также в других словарях:
ὀργάνα — ὀργάνᾱ , ὄργανος working fem nom/voc/acc dual ὀργάνᾱ , ὄργανος working fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όργανα, μουσικά — Βλ. λ. μουσικά όργανα … Dictionary of Greek
ὄργανα — ὄργανον instrument neut nom/voc/acc pl ὄργανος working neut nom/voc/acc pl ὄργᾱνα , ὀργαίνω make angry aor ind act 1st sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αισθητήρια όργανα — Όργανα που επιτρέπουν στους ζωικούς οργανισμούς να παίρνουν πληροφορίες από το περιβάλλον τους. Στα κατώτερα ζώα (πρωτόζωα) συναντάμε διάχυτη ευαισθησία, ενώ στα ανώτερα η λήψη των πληροφοριών γίνεται με τη βοήθεια διαφοροποιημένων αισθητηρίων… … Dictionary of Greek
μουσικά όργανα — Σύμφωνα με τη φύση των σωμάτων που είναι προορισμένα να παράγουν ήχο (αν και μερικοί μελετητές τείνουν προς μια ιστορική ταξινόμηση), τα μ.ό. διακρίνονται σε τέσσερις μεγάλες κατηγορίες: τα ιδιόφωνα, τα μεμβρανόφωνα, τα χορδόφωνα και τα αερόφωνα … Dictionary of Greek
γεννητικά όργανα — Τα ανδρικά ή γυναικεία όργανα φύλου ή αναπαραγωγής, εσωτερικά και εξωτερικά. γεννητική οδός. Ομάδα οργάνων που συνθέτουν το ανδρικό ή γυναικείο αναπαραγωγικό σύστημα. γεννητικό κύτταρο. Σπερματοζωάριο ή ωάριο ή κύτταρο, που διχοτομείται για να… … Dictionary of Greek
ὀργάνας — ὀργάνᾱς , ὄργανος working fem acc pl ὀργάνᾱς , ὄργανος working fem gen sg (doric aeolic) ὀργά̱νᾱς , ὀργαίνω make angry aor part act masc nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄργαν' — ὄργανα , ὄργανον instrument neut nom/voc/acc pl ὄργανα , ὄργανος working neut nom/voc/acc pl ὄργανε , ὄργανος working masc voc sg ὄργαναι , ὄργανος working fem nom/voc pl ὄργᾱναι , ὀργαίνω make angry aor imperat mid 2nd sg (epic doric aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοντιά — Όργανα της στοματικής κοιλότητας που ανήκουν στο πεπτικό σύστημα και εκτελούν την τομή και τη σύνθλιψη των στερεών τροφών. Μολονότι τα δ. αποτελούν χαρακτηριστικό στοιχείο των σπονδυλοζώων, μπορεί να ατροφήσουν και σε αυτά τα ζώα, οπότε… … Dictionary of Greek
βράγχια — Όργανα κατάλληλα για την αναπνοή μέσα στο νερό, επειδή έχουν την ικανότητα να χρησιμοποιούν το οξυγόνο του αέρα που βρίσκεται στο νερό. Β. έχουν όλα τα υδρόβια ζώα. Στα ψάρια, τα β. έχουν ελασματοειδή μορφή και περικλείονται σε ειδικούς θαλάμους … Dictionary of Greek
εργαλεία — Όργανα για τη διευκόλυνση της χειρωνακτικής εργασίας. Σήμερα, παρά την ύπαρξη μιας ευρύτατης κλίμακας εργαλειομηχανών, είναι πολλές ακόμα οι εργασίες που γίνονται από το χέρι του ανθρώπου και πολλά συνεπώς τα αναγκαία ε. Αν σκεφτούμε π.χ. τη… … Dictionary of Greek