Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

όπισθεν

  • 1 ход

    1. (движение) η κίνηση, η πορεία
    во время - а судна мор. κατά την πορεία του σκάφους
    на - у мор. σε πορεία, εν πλω
    2. (пере-мещение механизма) η διαδρομή, η μετακίνηση 3. (работа, эксплуатация) η κίνηση, η λειτουργία 4. (скорость) η ταχύτητα, η κίνηση
    - малый вперёд мор. - πρόσω αργά
    - малый назад мор. - ανάποδα αργά
    полный вперед мор. - πρόσω ολοταχώς
    самый малый мор. - αργά
    средний мор. - ημιταχώς
    5. (в теплообменном аппарате) η διαδρομή 6. (место, через которое проходят) η διάβαση, η είσοδος
    το πέρασμα
    чёрный - η είσοδος υπηρεσίας, η πίσω πόρτα
    7. (развитие чего-л.) η πορεία
    - болезни - της ασθένειας.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ход

  • 2 ход

    ход
    м
    1. (движение) ἡ κίνηση [-ις], ἡ πορεία, τό βάδισμα/ ἡ λειτουργία (механизма)/ ἡ ταχύτητα [-ης] (скорость):
    \ход поезда ἡ κίνηση τοῦ τραίνου· \ход поршня ἡ κίνηση τοῦ ἐμβόλου, ἡ λειτουργία μηχανής· задний \ход κίνηση προς τά ὁπίσω, ὅπισθεν тихий \ход ἡ μικρή ταχύτητα· полный \ход μεγάλη ταχύτητα, ὁλοταχώς· холостой \ход тех. ἡ κίνηση στά ἄδεια· на гу́сеничном \ходу́ ἀλυσσοφόρος· пять часов \ходу πέντε ὠρες δρόμος, πέντε ὠρες πορείας· дать задний \ход κάνω ὅπισθεν убавить (замедлить) \ход ἐλαττώνω τήν ταχύτητα· прыгать на \ходу πηδώ ἐν κινήσει·
    2. (развитие, течение) ἡ ἐξέλιξη [-ις], ἡ πορεία:
    \ход мыслей ἡ πορεία τών συλλογισμών \ход болезни ἡ πορεία τής ἀσθένειας· \ход вещей ἡ ἐξέλιξη (или ἡ πορεία) τών πραγμάτων в \ходе бо́я στήν πορεία τής μάχης· в \ходе переговоров στήν πορεία τῶν διαπραγματεύσεων
    3. (вход, проход) ἡ είσοδος:
    парадный \ход ἡ κυρία είσοδος· черный \ход ἡ είσοδος τής ὑπηρεσίας, ἡ πίσω πόρτα· потайной \ход ἡ μυστική πόρτα·
    4. (в игре) ἡ κίνηση (в шахматах и т. ἡ.)/ ἡ σειρά (в картах):
    ваш \ход ἡ σειρά σας νά παίξετε· ◊ на \ходу́ (попутно, мимоходом) στό πόδι, στά ὅρθια· с ходу разг στά πεταχτά, στά γρήγορα, διά μιας· быть в \ходу κυκλοφορώ, εἶμαι σέ χρήση· эти товары в большом \ходу́ αὐτά τά ἐμπορεύματα ἔχουν μεγάλη πέραση· пойти́ в \ход καταναλώνομαι, ἔχω ζήτηση· пустить в \ход а) (машину и т. ἡ.) βάζω μπρος, βάζω σέ κίνηση, θέτω είς κίνησιν, б) перен βάζω σέ ἐνέργεια· пустить в \ход все средства βάζω σέ ἐνέργεια ὅλα τά μέσα· дать \ход делу βάζω μπρος τήν ὑπόθεση· не давать \ходу кому́-л. δέν ἀφήνω ήσυχο κάποιον дела иду́т полным \ходом οἱ δουλειές εἶναι στή φούρια τους· знать все \ходы и выходы ξέρω ὅλες τίς πόρτες καί τά παραπόρτια

    Русско-новогреческий словарь > ход

  • 3 reverse

    [rə'və:s] 1. verb
    1) (to move backwards or in the opposite direction to normal: He reversed (the car) into the garage; He reversed the film through the projector.) αναστρέφω, αντιστρέφω/ κάνω όπισθεν
    2) (to put into the opposite position, state, order etc: This jacket can be reversed (= worn inside out).) γυρίζω ανάποδα
    3) (to change (a decision, policy etc) to the exact opposite: The man was found guilty, but the judges in the appeal court reversed the decision.) ανατρέπω, αναιρώ
    2. noun
    1) (( also adjective) (the) opposite: `Are you hungry?' `Quite the reverse - I've eaten far too much!'; I take the reverse point of view.) αντίθετος
    2) (a defeat; a piece of bad luck.) αναποδιά
    3) ((a mechanism eg one of the gears of a car etc which makes something move in) a backwards direction or a direction opposite to normal: He put the car into reverse; ( also adjective) a reverse gear.) όπισθεν (θέση ταχύτητας)
    4) (( also adjective) (of) the back of a coin, medal etc: the reverse (side) of a coin.) ανάποδη, πίσω μεριά
    - reversed
    - reversible
    - reverse the charges

    English-Greek dictionary > reverse

  • 4 After

    prep.
    Of time, place or
    degree: P. and V. μετ (acc.).
    Of time: P. and V. ἐκ (gen.), ἐπ (dat.).
    Just after ( of time): Ar. and P. πό (acc.).
    After a time ( interval): P. and V. διὰ χρόνου.
    After dinner: Ar. πὸ δείπνου.
    Producing argument after argument: P. λόγον ἐκ λόγου λέγων (Dem.).
    One after another: V. ἄλλος διʼ ἄλλου.
    In search of: P. and V. ἐπ (acc.).
    On the day after the mysteries: P. τῇ ὑστεραίᾳ τῶν μυστηρίων (Andoc. 15).
    On the day after he was offering sacrifice for victory: P. τῇ ὑστεραίᾳ ἢ ᾗ τὰ ἐπινίκια ἔθυεν (Plat., Symp. 173A).
    Shortly after this: P. μετὰ ταῦτα οὐ πολλῷ ὕστερον (Thuc. 1, 114).
    Immediately after the naval engagement at Corcyra: P. εὐθὺς μετὰ τὴν ἐν Κερκύρᾳ ναυμαχίαν (Thuc. 1, 57).
    ( Be named) after: P. and V. ἐπ (gen. or dat.).
    Behind: P. and V. ὄπισθεν (gen.).
    After all: P. and V. ρα, V. ἆρα.
    How mad I was after all, ( though I did not know it): Ar. ὡς ἐμαινόμην ἄρα (Nub. 1476).
    ——————
    adv.
    Of time: P. and V. ὕστερον, V. μεθύστερον.
    Those who come after: P. and V. οἱ ἔπειτα, P. οἱ ἐπιγιγνόμενοι, V. οἱ μεθύστεροι; see Descendant.
    Of place: P. and V. ὕστερον, ὄπισθεν; see Behind.
    ——————
    conj.
    P. and V. ἐπεί, ἐπειδή; see When.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > After

  • 5 Back

    subs.
    P. and V. νῶτον or pl.
    Of the back: P. and V. νωτιαῖος (Plat.).
    Of things: P. τὰ ὄπισθεν.
    The back legs: P. τὰ ὀπίσθια σκέλη (Xen.).
    At the back, behind, adv.: P. and V. ὄπισθεν, ὀπσω, Ar. and P. κατόπιν, ἐξόπισθεν, V. ὄπισθε.
    In the rear: P. κατὰ νώτου.
    On horse-back: P. and V. ἐφʼ ἵππου.
    On one's back, adj.: P. and V. ὕπτιος.
    Turn one's back, v. intrans.: V. νωτίζειν.
    They turned their backs in flight: V. πρὸς φυγὴν ἐνώτισαν (Eur., And. 1141).
    Bind ( a person's) hands behind his back: Ar. and P. ὀπίσω τὼ χεῖρε δεῖν (Ar., Lys. 434, and Dem. 356).
    Binding his hands behind his back: P. τὼ χεῖρε περιαγαγὼν εἰς τοὔπισθεν (Lys. 94).
    Clasp one's hands behind one's back: P. τὼ χεῖρε εἰς τοὐπίσω συμπλέκειν (Thuc. 4, 4).
    Why do you weep turning your back upon my face: V. τί μοι προσώπῳ νῶτον ἐγκλίνασα σόν δύρει (Eur., Hec. 739).
    ——————
    adv.
    P. and V. πλιν, ἔμπαλιν, εἰς τοὔπισθεν, P. εἰς τοὐπίσω, V. ἄψορρον, or use adj., V. ἄψορρος, παλίσσυτος, παλίντροπος, παλίμπλαγκτος.
    Ago: P. and V. πρότερον.
    Come back, v. intrans.: P. and V. ἐπανέρχεσθαι; see Return.
    Give back, v. trans.: P. and V. ποδιδόναι.
    Hang back, v. intrans.: P. and V. ὀκνεῖν, κατοκνεῖν. μέλλειν; see Hesitate.
    Turn back, v. trans.: P. and V. ποστρέφειν; v. intrans., P. and V. ποστρέφειν or pass., ποστρέφειν or pass.; see under Turn.
    ——————
    v. trans.
    Back water: Ar. and P. νακρούεσθαι (Vesp. 399), P. κρούεσθαι πρύμναν.
    Favour: P. and V. εὐνοεῖν (dat.).
    Support, confirm: P. βεβαιοῦν. V. intrans.
    Go back: P. and V. ποστρέφειν or pass.
    Back out ( of an undertaking): P. and V. φίστασθαι (gen.), ἐξίστασθαι (gen.).
    Back out of what one has said: P. ἐξαναχωρεῖν τὰ εἰρημένα (Thuc. 4, 28).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Back

  • 6 Behind

    prep.
    P. and V. ὄπισθεν (gen.), V. ὄπισθε (gen.), Ar. and P. κατόπιν (gen.).
    Bind ( a person's) hands behind his back: ὀπίσω τὼ χεῖρε δεῖν (Dem. and Ar.).
    ——————
    adv.
    P. and V. ὄπισθεν, εἰς τοὔπισθεν, ὀπσω, Ar. and P. κατόπιν, ἐξόπισθεν, V. ὄπισθε.
    In the rear: P. κατὰ νώτου.
    Be left behind, v.: P. and V. λείπεσθαι.
    Stay behind, v.: see Remain.
    Be behind, be too late, v.: P. and V. ὑστερεῖν, P. ὑστερίζειν.
    Behind, too late, adj.: P. and V. ὕστερος.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Behind

  • 7 Rear

    subs.
    P. and V. τὸ ὄπισθεν ( contracted τοὔπισθεν).
    Those behind: P. and V. οἱ ὄπισθεν, οἱ ὕστατοι.
    The rear of an army: use also P. οὐρά, ἡ (Xen.).
    In the rear: P. κατὰ νώτου.
    One who brings up the rear: P. οὐραγός, ὁ (Xen.).
    ——————
    v. trans.
    Raise up: P. and V. νιστναι, ἐξανιστναι ὀρθοῦν (rare P.); see Raise.
    Lift: P. and V. αἴρειν, ἐπαίρειν, νγειν; see Lift.
    Bring up: P. and V. τρέφειν (or mid.), ἐκτρέφειν, παιδεύειν, ἐκπαιδεύειν.
    Bring up an orphan: V. ορφανεύειν (acc.).
    Be reared in: P. and V. ἐντρέφεσθαι (dat.).
    Be reared with ( another): P. and V. συντρέφεσθαι. (dat.), συνεκτρέφεσθαι (dat.).
    Beget: see Beget.
    Rear (cattle, etc.): P. and V. τρέφειν.
    V. intrans. Of a horse: P. ἐξόλλεσθαι (Xen.), V. ναχαιτίζειν.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Rear

  • 8 двигаться

    1. (производить движение) κινούμαι, μετακινούμαι
    - возвратно-поступательно παλινδρομώ, εκτελώ παλινδρομικές κινήσεις
    - задним ходом (авто) - προς τα πίσω, βάζω όπισθεν
    2. (быть в движении) βρίσκομαι σε κίνηση
    κινούμαι
    3. (направляться) κατευθύνομαι, πορεύομαι

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > двигаться

  • 9 подпор

    1. (у плотины) τα ύδατα όπισθεν του φράγματος 2. ав. η υπερπίεση.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подпор

  • 10 позади

    (сзади) πίσω, όπισθεν.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > позади

  • 11 самосвал

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > самосвал

  • 12 свет

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > свет

  • 13 за

    за
    предлог с вин. и твор. под.
    1. (сзади, позади, вне) πίσω, πέρα, ἀπό, ὀπισθεν / πέραν (по ту сторону):
    уехать за город φεύγω γιά τήν ἐξοχή· жить за городом μένω στά προάστεια· стать за дерево στέκομαι πίσω ἀπό τό δέντρο·
    2. (около, возле, вокруг) σέ, είς, κοντά, γύρω ἀπό:
    садиться за стол κάθομαι στό τραπέζι· сидеть за работой κάθομαι καί δουλεύω, εἶμαι στρωμένος στή δουλειά·
    3. (на расстоянии) σέ ἀπόσταση:
    за сто километров от Ленинграда σέ ἀπόσταση ἐκατό χιλιομέτρων ἀπό τό Λένινγκραντ·
    4. (раньше на какое-л. время) πρίν, πρό:
    за три дня до праздников τρεις μέρες πρίν ἀπό τίς γιορτές·
    5. (в течение) στή διάρκεια σέ:
    заработок за год ὁ ἐτήσιος μισθός· многое сделано нами за неделю μέσα σέ μιά ἐβδομάδα κάναμε πολλή δουλειά·
    6. (следом) πίσω ἀπό, μετά ἀπό:
    вслед за кем-л. μετά κάποιον, πίσω ἀπό κάποιον идите за мной ἀκολουθείστε με, ἐλἄτε μαζύ μου· друг за другом ὁ ἔνας πίσω ἀπό τόν ἀλλον гнаться за вором κυνηγῶ τόν κλέφτη·
    7. (при прикосновении):
    брать за руку πιάνω ἀπό τό χέρι·
    8. (при указании цели действия) γιά, ὑπέρ:
    бороться за мир ἀγωνίζομαι γιά τήν είρήνη·
    9. (вместо) γιά:
    работать за двоих ἐργάζομαι γιά δυό·
    10. (при указании стоимости, цены):
    купить за двадцать пять рублей ἀγοράζω των είκοσι πέντε ρουβλιών за наличные деньги τοις μετρητοίς·
    11. (при указании лица, предмета, который нужно достать, привести):
    идти́ за водой πηγαίνω γιά νερό· посылать за доктором στέλνω νά φέρω γιατρό, φωνάζω τό γιατρό·
    12. (вследствие) λόγω, ἐνεκα, ἐξ αἰτίας:
    за недостатком времени ἀπό Ελλειψη χρόνου·
    13. (по причине) λόγω, ἐξ αίτιας, ἐνεκα:
    награждать за что-л. βραβεύω γιά κάτι· ◊ приниматься за работу ἀρχίζω τή δουλειά· ей за 50 лет εἶναι πάνω ἀπό 50 χρονών за подписью кого́-л. μέ τήν ὑπογραφή ὁποιουδήποτἐ за Здоровье кого́-л. στήν ὑγεία κάποιου· за ваше здоровье στήν ὑγειά σας· за исключением ἐκτος, ἐξαιρέσει· за и против ὑπέρ καί κατά· ни за что (на свете) γιά τίποτα στον κόσμο, ἐπ' ούδενί τρόπω· за <^ет кого-л. а) γιά λογαριασμό κάποιου, °) σέ βάρος κάποιου (в ущерб кому-л.)· шаг за шагом βήμα προς βήμα· за мой счет μέ δικά μου Ιξοδα.

    Русско-новогреческий словарь > за

  • 14 задний

    задн||ий
    прил ὁπίσθιος, πισινός:
    \заднийие ноги τά πισινά πόδια· \заднийяя часть (туши) τό μπούτι· на \заднийем плане σέ δεύτερη γραμμή, σέ δεύτερη μοίρα· \задний ход тех. τό ὀπισθεν, ἡ κίνηση προς τά πίσω· \задний проход анат. ὁ πρωκτός· ◊ \заднийяя мысль ἡ ὑστεροβουλία· \заднийим умом крепок στερνή μου γνώση νά σ' είχα πρώτα· быть без \заднийих ног разг μου κόβονται τά πόδια ἀπό τήν κούραση· пометить \заднийим числом βάζω παληότερη ἡμερομηνία· подумать \заднийим числом σκέφτομαι κάτι κατόπιν ἐορτής· ходить (стоять) на \заднийих лапках перед кем-л. στέκομαι σούζα μπροστά σέ κάποιον.

    Русско-новогреческий словарь > задний

  • 15 назад

    назад
    нареч (ό)πίσω, ὀπισθεν:
    шаг \назад ἕνα βήμα (προς τά) πίσω· возвращаться \назад γυρίζω πίσω· брать \назад παίρνω πίσω· ◊ два года тому́ \назад ἐδῶ καί δυό χρόνια, πρίν ἀπό δυό χρόνια.

    Русско-новогреческий словарь > назад

  • 16 оборот

    оборот
    м
    1. ἡ (περι)στροφή, ὁ γῦρος, τό γύρισμα:
    \оборот колеса ἡ στροφή τοῦ τρο-χοῦ, τό γύρισμα τής ρόδας·
    2. эк. ἡ κυκλοφορία:
    денежный \оборот ἡ χρηματική κυκλοφορία· торговый \оборот ἡ κυκλοφορία τῶν ἐμπορευμάτων, οἱ ἐμπορικές δοσοληψίες· \оборот капитала ἡ κυκλοφορία τοῦ κεφαλαίου·
    3. (обратная сторона) ἡ ἀνάποδη, τά νῶτα, τό πίσω μέρος:
    на \обороте ὀπισθεν делать надпись на \обороте ὀπισθογραφῶ·
    4. перен (поворот, направление) ἡ τροπή, ὁ δρόμος, ἡ κατεύθυνση [-ις]:
    дело принимает плохой \оборот ἡ ὑπόθεση παίρνει ἀσχημη τροπή·
    5. (выражение) ἡ ἔκφραση[-ις]:
    \оборот речи ἡ Εκφραση· неправильный \оборот речи ἡ λαθεμένη Εκφραση· ◊ пустить в \оборот θέτω (или βάζω) σέ κυκλοφορία· взять кого-л. в \оборот разг σφίγγω τά λουριά κάποιου.

    Русско-новогреческий словарь > оборот

  • 17 обратный

    обратн||ый
    прил в разн. знач. ἀντίθετος, ἀντίστροφος:
    \обратныйый путь ἡ ἐπιστροφή, ἡ ἐπάνοδος· \обратныйый ход ὀπισθεν \обратныйый смысл ἡ ἀντίθετη σημασία· \обратныйая сторона ἡ ἀνάποδη· \обратныйая сторона Луны ἡ ἀθέατη πλευρά τῆς σελήνης· в \обратныйую сторону προς τήν ἀντίθετη κατεύθυνση· \обратныйой почтой μέ τό πρώτο ταχυδρομείο· располагать в \обратныйом порядке τοποθετώ ἀντιστρόφως· ◊ \обратныйый билет ж.-д. τό είσιτήριο ἐπιστροφής· иметь \обратныйую силу юр. ί,χω ἀναδρομικήν ισχύν.

    Русско-новогреческий словарь > обратный

  • 18 позади

    позади́
    1. предлог с род. п. (ὁ)πίσω, ὀπισθεν:
    \позади всех πίσω ἀπ' ὀλους, τελευταίος·
    2. нареч (ό)πίσω:
    остаться \позади μένω πίσω, καθυστερώ· оставить кого-л, \позади ξεπερνώ, προσπερνώ, ἀφήνω πίσω κάποιον.

    Русско-новогреческий словарь > позади

  • 19 сзади

    сзади
    1. нареч ἀπό πίσω, ἀπό, πίσω ἀπό:
    толкать \сзади σπρώχνω ἀπό πίσω·
    2. предлог (άπο) πίσω, πίσω ἀπό, ὅπισθεν, πισώπλατα:
    стоять \сзади кого-л. στέκομαι (άπο) πίσω ἀπό κάποιον \сзади дома πίσω ἀπό τό σπίτι.

    Русско-новогреческий словарь > сзади

  • 20 тыл

    тыл
    м
    1. τό πίσω, τό ὅπισθεν/ ἡ ἀνάποδη (о руке)·
    2. воен. τά νώτα, τά μετόπισθεν:
    напасть с \тыла κάνω ἐπίθεση ἀπό τά νώτα, προσβάλλω ἐκ τῶν νώτων зайти в \тыл είσχωρώ στά μετόπισθεν.

    Русско-новогреческий словарь > тыл

См. также в других словарях:

  • ὄπισθεν — behind indeclform (adverb) ὀπίζω extract juice from aor ind pass 3rd pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όπισθεν — (ΑΜ ὄπισθεν, Α, πριν από σύμφ., και ὄπισθε, ποιητ. τ. ὄπιθε[ν], αιολ. και δωρ. τ. ὄπισθα) (επίρρ. τοπ.) 1. στο πίσω μέρος, πίσω, από πίσω («προσελθοῡσα ὄπισθεν ἥψατο τοῡ κρασπέδου τοῡ ἱματίου αὐτοῡ», ΚΔ) 2. (ως ουδ. πληθ. ουσ.) τα όπισθεν τα πίσω …   Dictionary of Greek

  • ὀπισθέν — ὀπίζω extract juice from aor part pass neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὄπισθεν κεφαλῆς ὄμματ’ ἔχει. — См. На затылке глаз нет …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἔμπροσθεν κρημνός, ὄπισθεν λύκοι. — ἔμπροσθεν κρημνός, ὄπισθεν λύκοι. См. Меж двух огней …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • οὕπισθεν — ὄπισθεν , ὄπισθεν behind indeclform (adverb) ἔπῑσθεν , πιπίσκω give to drink aor ind pass 3rd pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοὔπισθεν — ὄπισθεν , ὄπισθεν behind indeclform (adverb) ἔπῑσθεν , πιπίσκω give to drink aor ind pass 3rd pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τὤπισθεν — ὄπισθεν , ὄπισθεν behind indeclform (adverb) ὤπισθεν , ὀπίζω extract juice from aor ind pass 3rd pl (epic) ἔπῑσθεν , πιπίσκω give to drink aor ind pass 3rd pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄπιθε — ὄπισθεν behind poetic indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄπιθεν — ὄπισθεν behind poetic indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄπισθε — ὄπισθεν behind epic ionic (poetic indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»