Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

όπισθεν

  • 21 back

    [bæk] 1. noun
    1) (in man, the part of the body from the neck to the bottom of the spine: She lay on her back.) πλάτη
    2) (in animals, the upper part of the body: She put the saddle on the horse's back.) ράχη
    3) (that part of anything opposite to or furthest from the front: the back of the house; She sat at the back of the hall.) πίσω μέρος
    4) (in football, hockey etc a player who plays behind the forwards.) οπισθοφύλακας
    2. adjective
    (of or at the back: the back door.) πίσω
    3. adverb
    1) (to, or at, the place or person from which a person or thing came: I went back to the shop; He gave the car back to its owner.) πίσω
    2) (away (from something); not near (something): Move back! Let the ambulance get to the injured man; Keep back from me or I'll hit you!) μακριά
    3) (towards the back (of something): Sit back in your chair.) προς τα πίσω
    4) (in return; in response to: When the teacher is scolding you, don't answer back.) αντι(μιλώ)
    5) (to, or in, the past: Think back to your childhood.) στο παρελθόν
    4. verb
    1) (to (cause to) move backwards: He backed (his car) out of the garage.) κάνω όπισθεν
    2) (to help or support: Will you back me against the others?) υποστηρίζω
    3) (to bet or gamble on: I backed your horse to win.) στοιχηματίζω
    - backbite
    - backbiting
    - backbone
    - backbreaking
    - backdate
    - backfire
    - background
    - backhand
    5. adverb
    (using backhand: She played the stroke backhand; She writes backhand.) ανάποδα
    - back-number
    - backpack
    - backpacking: go backpacking
    - backpacker
    - backside
    - backslash
    - backstroke
    - backup
    - backwash
    - backwater
    - backyard
    - back down
    - back of
    - back on to
    - back out
    - back up
    - have one's back to the wall
    - put someone's back up
    - take a back seat

    English-Greek dictionary > back

  • 22 back out

    1) (to move out backwards: He opened the garage door and backed (his car) out.) βγαίνω με την όπισθεν
    2) (to withdraw from a promise etc: You promised to help - you mustn't back out now!) κάνω πίσω

    English-Greek dictionary > back out

  • 23 вспять

    επίρ.
    προς τα πίσω, όπισθεν•

    повернуть вспять γυρίζω προς τα πίσω.

    Большой русско-греческий словарь > вспять

  • 24 за

    πρόθεση με αιτ. ή οργανική.
    1. πέρα(ν), έξω•

    жить за городом ζω έξω από την πόλη•

    пределами πέραν των ορίων, έξω από τα όρια•

    выйти за дверь βγαίνω έξω από την πόρτα•

    уехать за границу φεύγω για το εξωτερικό•

    за морем, за морями πέραν των θαλασσών.

    2. πίσω, όπισθεν, κοντά•

    запереть дверь за собой κλείνω πίσω μου την πόρτα•

    идите за мною ελάτε κοντά μου (ακολουθείστε)•

    он уехал вскорь -ним αυτός έφυγε αμέσως κοντά από ‘κείνον•

    -садом πίσω από τον κήπο•

    заложить руки за спинку βάζω τα χέρια πίσω•

    гоняться за почестями επιδιώκω τιμές•

    он пишет мне письмо за писмом μου γράφει γράμματα το ένα κοντά τ’ άλλο•

    спрятаться за ширмы κρύβομαι πίσω από το παραβάνι•

    он оставил его далеко за собой τον άφησε μακριά πίσω του•

    у него ни собой ни за женой δεν έχει τίποτε ούτε αυτός ούτε η γυναίκα του.

    3. για, διά•

    он наказан за свою вину αυτός τιμωρήθηκε για το σφάλμα του•

    вступиться за кого παίρνω το μέρος κάποιου•

    просить за кого παρακαλώ για κάποιον•

    работать за двоих δουλεύω για δυό•

    за кого вы меня принимаете για ποιόν με περνάτε•

    ручаться за кого εγγυώμαι για κάποιον•

    я купил это за десять рублей το αγόρασα για δέκα ρούβλια•

    благодарить -... ευχαριστώ για...• все за одного, один за всех όλοι για τον ένα, ο ένας για όλους" за наличные деньги σε μετρητά (τοις μετρητοίς)•

    платье это прелестно за то же оно и дорого το φόρεμα αυτό είναι θαυμάσιο, γι’ αυτό είναι και ακριβό•

    выдаёт за достоверное το παρουσιάζουν για έγκυρο•

    я бранил его за леность τον μάλωνα για την τεμπελιά του•

    за раз, за один раз για μια φορά•

    я зайду за вами в два часа θα σας επισκεφτώ στίς δυο η ώρα•

    послать за лекарством στέλλω για φάρμακο•

    ходить за детьми πηγαίνω για τα παιδιά•

    он смотрит за моим домом αυτός επιβλέπει το σπίτι μου.

    || (σημαίνει σκοπό)•

    за великое дело για μεγάλο έργο•

    бороться за первенство αγωνίζομαι για το πρωτάθλημα.

    4. αντί, για•

    око за όκο οφθαλμόν αντί οφθαλμού•

    зуб за зуб οδόντα αντί οδόντος.

    5. υπέρ•

    говорить за и против μιλώ υπέρ και κατά• (στην ψηφοφορία)•

    кто за? ποιος είναι υπέρ;•

    стоять за правду υπερασπίζω την αλήθεια (το δίκαιο)•

    за кем ή за чем дело стило για ποιόν ή για ποιο πράγμα πρόκειται.

    6. (για χρόνο) κατά, την ώρα•

    это случилось за обедом αυτό συνέβηκε την ώρα του φαγητού.

    7. από•

    взять за руку πιάνω από το χέρι•

    повесить за ноги κρεμώ από τα πόδια•

    водить за нос σέρνω από τη μύτη•

    бросить за окно ρίχνω από το παραθύρι•

    схватить кого за ворот πιάνω κάποιον από το γιακά•

    приниматься за работу αρχίζω (πιάνω) τη δουλειά•

    заткнуть что за пояс κρεμώ κάτι από τη ζώνη.

    8. στον, στην, στο•

    сесть за стол, за обед, за ужин κάθομαι (παίρνω θέση) στο τραπέζι, στο γεύμα, στο δείπνο•

    сидеть за столом, за обедом, за ужином κάθομαι (παραβρίσκομαι) στο τραπέζι, στο γεύμα στο δείπνο•

    он дает за дочерью миллион драхм αυτός δίνει (προίκα) στη θυγατέρα του ένα εκατομύριο δραχμές•

    за ваше здоровье στην υγεία σας.

    9. (σημαίνει απόσταση)•

    за версту от сюда ένα βέρατιο από εδώ.

    10. προς•

    нога за ногу, шаг за шагом βήμα προς βήμα.

    11. με•

    она вышла за военного αυτή παντρεύτηκε, (με) στατιωτικό.

    12. λόγω, για λόγους, για, ένεκα, εξ αιτίας• σαν, ως•

    за неспособностью λόγω ανικανότητας•

    за старостью лет σαν παρήλικος•

    награждать за службу βραβεύω για υπηρεσία•

    за недостаток времени λόγω έλλειψης χρόνου.

    13. εν, κατά•

    за отсуствием εν απουσία, απόντος.

    14. (για εργασία, ασχολία)•

    взяться за работу πιάνω τη δουλειά•

    взяться за перо πιάνω την πένα, αρχίζω να γράφω.

    15. μέσα, εντός, στον, στην, στο•

    держать, спрятать камень за пазухом κρατώ, κρύβω πέτρα στον κόρφο (έχω ύπουλο σκοπό).

    16. αντί, για, στη θέση•

    расписаться за брата υπογράφω για τον αδερφό.

    17. (διάφορες επί μέρους σημασίες)•

    за вами остается еще два рубля μένετε ακόμα χρέος δυο ρούβλια•

    запишите это за мною γράψετε το στο λογαριασμό μου (θα σας το χρωστώ εγώ)•

    за мой счет με δικά μου έξοδα•

    всеми расходами осталось еще сто рублей αφαιρουμένων όλων των εξόδων, έμειναν ακόμα εκατό ρούβλια•

    ему за сорок лет αυτός είναι πάνω από σαράντα χρόνια, πέρασε τα σαράντα•

    что за шум? τι θόρυβος είν’ αυτός•

    ото было время... αυτό έγινε τον καιρό...

    || (με την ιδιότητα)•

    за подписью министра με την υπογραφή του υπουργού•

    за то (αντιδιαστολή) γι’ αυτό.

    || σαν, ως, για•

    признать- благо ευδοκώ, συγκατανεύω.

    || (αντικείμενο επιδίωξης) •

    охотиться за куропатками κυνηγώ πέρδικες.

    || (άλλες σημασίες)•

    взяться за оружием παίρνω τα όπλα (επαναστατώ)•

    за исключением εξαιρέσει, εκτός•

    он за все сердится όλα του φταίνε•

    заработок за год οι ετήσιες αποδοχές•

    за неделю, за месяц σε μια βδομάδα, σ’ ένα μήνα•

    ни за что με κανένα τρόπο.

    Большой русско-греческий словарь > за

  • 25 Hind

    subs.
    Peasant: P. and V. αὐτουργός, ὁ, ἐργτης, ὁ, Ar. and P. ἄγροικος, ὁ, V. γῄτης, ὁ, γαπόνος, ὁ, ἀγρώστης, ὁ, χωρτης, ὁ (Soph., frag.).
    Deer: P. and V. ἔλαφος, ἡ, δορκς, ἡ (Xen.).
    ——————
    adj.
    P. ὀπίσθιος (Xen.), or use P. and V. ὁ ὄπισθεν.
    The hindquarters of an animal, subs; Ar. and P. κωλῆ, ἡ (Xen.).
    Hinder, further behind. adj.: P. and V. ὕστερος.
    Hindmost: P. and V. ὕστατος, ἔσχατος.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Hind

  • 26 Wake

    subs.
    In the wake of: P. and V. ὅπισθεν (gen.), V. ὄπισθε (gen.); see Behind.
    Follow in the wake: Ar. P. ἐπιγίγνεσθαι; see Follow.
    ——————
    v. trans.
    P. and V. ἐγείρειν, ἐξεγείρειν, Ar. and P. ἐπεγείρειν, νεγείρειν (Xen.).
    Arouse: P. and V. ἐγείρειν, ἐξεγείρειν, παρακαλεῖν, κινεῖν; see Stir.
    Wake from the dead: see Raise.
    V. intrans. P. and V. ἐγείρεσθαι, ἐξεγείρεσθαι.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Wake

См. также в других словарях:

  • ὄπισθεν — behind indeclform (adverb) ὀπίζω extract juice from aor ind pass 3rd pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όπισθεν — (ΑΜ ὄπισθεν, Α, πριν από σύμφ., και ὄπισθε, ποιητ. τ. ὄπιθε[ν], αιολ. και δωρ. τ. ὄπισθα) (επίρρ. τοπ.) 1. στο πίσω μέρος, πίσω, από πίσω («προσελθοῡσα ὄπισθεν ἥψατο τοῡ κρασπέδου τοῡ ἱματίου αὐτοῡ», ΚΔ) 2. (ως ουδ. πληθ. ουσ.) τα όπισθεν τα πίσω …   Dictionary of Greek

  • ὀπισθέν — ὀπίζω extract juice from aor part pass neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὄπισθεν κεφαλῆς ὄμματ’ ἔχει. — См. На затылке глаз нет …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἔμπροσθεν κρημνός, ὄπισθεν λύκοι. — ἔμπροσθεν κρημνός, ὄπισθεν λύκοι. См. Меж двух огней …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • οὕπισθεν — ὄπισθεν , ὄπισθεν behind indeclform (adverb) ἔπῑσθεν , πιπίσκω give to drink aor ind pass 3rd pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοὔπισθεν — ὄπισθεν , ὄπισθεν behind indeclform (adverb) ἔπῑσθεν , πιπίσκω give to drink aor ind pass 3rd pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τὤπισθεν — ὄπισθεν , ὄπισθεν behind indeclform (adverb) ὤπισθεν , ὀπίζω extract juice from aor ind pass 3rd pl (epic) ἔπῑσθεν , πιπίσκω give to drink aor ind pass 3rd pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄπιθε — ὄπισθεν behind poetic indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄπιθεν — ὄπισθεν behind poetic indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄπισθε — ὄπισθεν behind epic ionic (poetic indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»