Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

όλους

  • 1 передружить

    -жу, -жишь
    ρ.σ.μ.
    συμφιλιώνω (όλους, πολλούς, με όλους).
    συμφιλιώνομαι (με όλους, πολλούς).

    Большой русско-греческий словарь > передружить

  • 2 перепоить

    -пою, -поишь, προστκ. перепои, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перепоенный, βρ: -поен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. παραποτίζω•

    перепоить лошадь παραποτίζω το άλογο.

    2. μτφ. μεθώ κάποιον.
    3. δίνω να πιουν, ποτίζω (όλους, πολλούς)•

    она -ла всех чаем αυτή τους πότισε όλους τσάι.

    || μεθώ (όλους, πολλούς).

    Большой русско-греческий словарь > перепоить

  • 3 перерубить

    -ублю, -убишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перерубленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. κόβω•

    перерубить ствол дерева κόβω τον κορμό του δέντρου.

    2. κατακόβω• κόβω (όλους, πολλούς), перерубить все кусты κόβω όλους τους θάμνους.
    3. σφάζω σκοτώνω (όλους, πολλούς) κατακρεουργώ.

    Большой русско-греческий словарь > перерубить

  • 4 переругать

    ρ.σ.μ. μαλώνω (όλους, πολλούς)•

    хозяин -ал всех слуг ο αφέντης μάλωσε όλους τους υπηρέτες.

    μαλώνω με όλους μαλώνομε ο ένας με τον άλλον.

    Большой русско-греческий словарь > переругать

  • 5 впереди

    впереди 1. нареч. 1) (ε)μπ— ρός, μπροστά станем \впереди ας σταθούμε μπρος 2) (в буду щем): у нас \впереди ещё есть время έχουμε ακόμα καιρό 2. предлог μπροστά \впереди нас μπροστά μας; \впереди всех μπροστά απ'όλους
    * * *
    1. нареч.
    1) (ε)μπρός, μπροστά

    ста́нем впереди́ — ας σταθούμε μπρος

    у нас впереди́ ещё есть вре́мя — έχουμε ακόμα καιρό

    2. предлог

    впереди́ нас — μπροστά μας

    впереди́ всех — μπροστά απ'όλους

    Русско-греческий словарь > впереди

  • 6 позже

    I позже (сравн. ст. от поздно) αργότερα· он пришёл \позже всех ήρθε αργότερα απ' όλους II позже αυτό μπορεί να γίνει αργότερα' если \позже αν είναι δυνατό· как \позже скорее όσο μπορεί πιο γρήγορα
    * * *
    сравн. ст. от поздно

    он пришёл по́зже всех — ήρθε αργότερα απ'όλους

    Русско-греческий словарь > позже

  • 7 после

    после 1. нареч. κατόπιν, ύστερα, έπειτα· об этом мы поговорим \после γι* αυτό θα μιλήσουμε αργότερα 2. предлог ύστερα από, μετά· \после обеда το απόγευμα· \после лекция μετά τη διάλεξη· \после всех ύστερα απ* όλους
    * * *
    1. нареч.
    κατόπιν, ύστερα, έπειτα

    об э́том мы поговори́м по́сле — γι; 'αυτό θα μιλήσουμε αργότερα

    2. предлог
    ύστερα από, μετά

    по́сле обе́да — το απόγευμα

    по́сле ле́кции — μετά τη διάλεξη

    по́сле всех — ύστερα απ' όλους

    Русско-греческий словарь > после

  • 8 искусство

    иску́сств||о
    с
    1. ἡ τέχνη, ἡ καλλιτεχ-νία:
    изящи́ые \искусствоа οἱ καλές τέχνες· изобразительные \искусствоа οἱ είκαστικές τέχνες· прикладное \искусство οἱ ἐφαρμοσμένες τέχνες· произведение \искусствоа τό ἔργο τέχνης·
    2. (умение, мастерство) ἡ τέχνη, ἡ δεξιοτεχνία, ἡ ίκανότητα [-ης]:
    военное \искусство ἡ πολεμική τέχνη· \искусство управления ἡ διοικητική ικανότητα· с большим \искусствоом μέ μεγάλη τέχνη· владеть \искусствоом чего́-л. κατέχω τήν τέχνη νά...· ◊ из любви́ к \искусствоу γι ' ἀγάπη τής τέχνης· по всем правилам \искусствоа μέ ὀλους τους κανόνες, μέ ὀλους τους κανόνες τής τέχνης.

    Русско-новогреческий словарь > искусство

  • 9 восстановить

    -овлю, -овишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. восстановленный, βρ: -лен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. αποκατασταίνω, αποκαθιστώ, ανορθώνω, επανορθώνω• αναστηλώνω• ανακαινίζω, επαναδημιουργία ζαναφτιάνω•

    восстановить разрушенное войной хозяйство επανορθώνω το καταστραμμένο από τον πόλεμο νοικοκυριό•

    восстановить здоровье αποκατασταίνω την υγεία•

    восстановить прежних отношений αποκατασταίνω τις προηγούμενες σχέσεις.

    2. μτφ. αναπαρασταίνω, επαναφέρω•

    восстановить происшествие в память επαναφέρω στη μνήμη το συμβάν.

    3. αποκατασταίνω, αποκαθιστώ•

    восстановить в должности, в правах αποκατασταίνω στο αξίωμα, στα δικαιώματα.

    4. (προ)διαθέτω εχθρικά, ξεσηκώνω, στρέφω•

    он -ил против себя всех знакомых ξεσήκωσε έναν τίο του όλους τους γνωστούς (τα χάλασε με όλους).

    1. αποκατασταίνομαι, αποκαθίσταμαι, επανορθώνομαι.
    2. μτφ. αναπαρασταίνομαι, επανέρχομαι, επαναφέρομαι (στη μνήμη, φαντασία).
    3. αποκατασταίνομαι, αποκαθίσταμαι•

    восстановить в правах αποκατασταίνομαι στα δικαιώματα.

    Большой русско-греческий словарь > восстановить

  • 10 гребенка

    -ив.
    βλ. гребень.
    εκφρ.
    под -у стричь – κουρεύω σύρριζα•
    стричь всех под одну -у – βάζω όλους στο ίδιο τσουβάλι, κρίνω όλους με τα ίδια σταθμά.

    Большой русско-греческий словарь > гребенка

  • 11 наготовить

    -влю, -вишь
    ρ.σ.μ.
    1. ετοιμάζω, εφοδιάζομαι•

    наготовить дрова ни зиму εφοδιάζομαι ξύλα για το χειμώνα.

    2. (με ποσοτική σημασία) μαγειρεύω, ετοιμάζω, φτιάχνω•

    наготовить на всех гостей ετοιμάζω για όλους τους φιλοξενούμενους•

    наготовить всякой всячины ετοιμάζω λογιών-λογιών φαγητά.

    εφοδιάζω, προμηθεύω•

    на всех не наготовить όλους δεν μπορώ να τους εφοδιάσω ή να τους προκάνω (προφτάσω)•

    на этого мальчика не -ишься обуви αυτό το παιδάκι δεν το προκάνομε από παπούτσια.

    Большой русско-греческий словарь > наготовить

  • 12 обвезти

    -везу, -везшь, παρλθ. χρ. обвз
    -везла, -лб
    ρ.σ.μ. περιφέρω (με μεταφ. μέσο). || μεταφέρω παρακάμπτοντας. || μεταφέρω σε όλους• εφοδιάζω όλους.

    Большой русско-греческий словарь > обвезти

  • 13 общедоступность

    θ.
    το ευπρόσιτο, το προσιτό απ όλους. || το ευκατανόητο, το κατανοητό απ όλους.

    Большой русско-греческий словарь > общедоступность

  • 14 общедоступный

    επ., βρ: -пен, -пна, -пно.
    1. ευπρόσιτος, προσιτός για όλους• ευαπόκτητος.
    2. μτφ. κατανοητός, εύληπτος, καταληπτός από όλους.

    Большой русско-греческий словарь > общедоступный

  • 15 объехать

    -ду, -едешь ρ.σ.
    1. περιφέρομαι, περιέρχομαι (με μεταφ. μέσο).
    2. παρακάμπτω, αποφεύγω•

    объехать камень παρακάμπτω την πέτρα.

    3. περιοδεύω, γυρίζω, πηγαίνω παντού. || επισκέπτομαι όλους•

    объехать всех знакомых επισκέπτομαι όλους τους γνωστούς (γνώριμους).

    4. ξεπερνώ•

    объехать едущую впереди машину προσπερνώ το αυτοκίνητο που πηγαίνει μπροστά.

    5. (εξ)απατώ, (ξε)γελώ.

    Большой русско-греческий словарь > объехать

  • 16 один

    одного α., одна, одной θ., одно, одного ουδ., πλθ. одни
    -их (αριθμ.ποσοτικό)•
    1. ο αριθμός 1. || ένας•

    один метр ένα μέτρο•

    одна книга ένα βιβλίο•

    комната в одно окно δωμάτιο μ ένα παράθυρο.

    || ως ουσ. ο ένας•

    с-меро одного не ждут οι εφτά δεν περιμένουν τον ένα•

    все за одного, один за всех όλοι για τον ένα, ο ένας για όλους•

    все до одного όλοι μέχρι τον ένα•

    одно ему не доставало ένα του έλειπε.

    2. ως επ. μόνος, μοναχός•

    я живу один в доме ζω μοναχός στο σπίτι.

    || μοναδικός•

    у него один только сын αυτός έχει ένα μοναδικό παιδί.

    3. ως επ. ίδιος, όμοιος•

    жить в -ом доме ζω στο ίδιο σπίτι•

    он со мной -их лет αυτός κι εγώ είμαστε συνομήλικοι•

    одно и то же время τον ίδιο καιρό ή ταυτόχρονα.

    || οριστ. αντων. (εγώ) ο ίδιος• μόνος μου•

    я один это сделал εγώ μόνος μου το έφτιασα.

    || ενιαίος, σαν ένας.
    4. ως αντων. με την πρόθεση «из»; ένας απο... один из всех ένας απ όλους•

    один из нас ένας από μας.

    || με την αντων. другой; переходить с одного места на другое περνώ από τη μια θέση στην άλλη. || ως ουσ. ο μεν, ο ένας•

    один говорить так, другой не так ο μεν λέγει έτσι ο δε αλλιώς ο ένας λέει έτσι, ο άλλος αλλιώτικα.

    5. άλλος, διαφορετικός•

    одно дело поэзия один другое дело проза άλλο είναι η ποίηση κι άλλο είναι ό πεζός λόγος•

    говорит одно, а думает другое άλλο λέει κι άλλο σκέφτεται.

    6. αόρ. αντων. κάποιος, ένας•

    один день μια μέρα•

    одно время έναν καιρό (κάποτε).

    εκφρ.
    один за другим – ο ένας κοντά (πίσω) από τον άλλον•
    один к одному – ένας τον άλλον παρόμοιος•
    - о к одному – το ένα διαδέχεται το άλλο•
    один на один – α) ένας με έναν, τετ α τετ• κατά μόνας, κατ ιδίαν, β) ένας προς έναν•
    все как один – όλοι σαν ένας άνθρωπος (σύσσωμα)•
    одну минуту, секунду – ένα λεπτό, δευτερόλεπτο (περίμενε)•
    ставить на одну доску с кем – παραλληλίζω ή παρομοιάζω με κάποιον•
    стать на одну доску с кем – εξομοιάζομαι με.

    Большой русско-греческий словарь > один

  • 17 перебесить

    -бешу, -бесишь
    ρ.σ.μ.
    εξοργίζω, παροργίζω όλους ή πολλούς.
    1. λυσσάζω•

    собаки -лись τα σκυλιά λύσσαξαν.

    2. (για όλους ή πολλούς) εξοργίζομαι άκρως.
    3. μτφ. (απλ.) καθησυχάζω, ξεθυμώνω, ξεχολιάζω.

    Большой русско-греческий словарь > перебесить

  • 18 перебинтовать

    -тую, -туешь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перебинтованный, βρ: -ван, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. ξαναδένω με επίδεσμο ακόμα μια φορά ή κατ άλλον τρόπον•

    перебинтовать ногу потуже περιδένω ακόμα μια φορά το πόδι σφιχτότερα.

    2. περιδένω με επίδεσμο όλο το μέρος του σώματος.
    3. περιδένω με επίδεσμο όλους ή πολλούς•

    всех раненных περιδένω όλους τους τραυματίες.

    Большой русско-греческий словарь > перебинтовать

  • 19 перебранить

    ρ.σ.μ. βρίζω, εξυβρίζω•

    он -ил всех соседей αυτός έβρισε όλους τους γείτονες.

    βρίζομαι, μαλώνω με όλους ή πολλούς αλληλοβρίζομαι•

    все -лись όλοι τους αλληλοβρίστηκαν•

    перебранить с соседями βρίζομαι με τους γείτονες.

    Большой русско-греческий словарь > перебранить

  • 20 перебрить

    -брею, -бреешь
    ρ.σ.μ. ξυρίζω όλους ή πολλούς.
    (για όλους ή πολλούς) ξυρίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > перебрить

См. также в других словарях:

  • Ολούς — Αρχαία πόλη της Κρήτης, στον ισθμό της Σπιναλόγκας. Ήταν γνωστή για το άγαλμα της Βριτομάρτεως που είχε φιλοτεχνήσει ο Δαίδαλος. Μία επιγραφή, που βρέθηκε στην περιοχή και που φιλοξενείται σήμερα στο Λούβρο, δίνει το κείμενο συνθήκης των κατοίκων …   Dictionary of Greek

  • ὀλούς — ὀλός destructive masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὅλους — ὅλοξ masc acc pl ὅλος whole masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»