-
1 ἀναστοιχειωτικός
A dissolvent, Steph.in Hp.1.132D.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναστοιχειωτικός
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский
1 ἀναστοιχειωτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναστοιχειωτικός