Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ψῡχο-πομπός

См. также в других словарях:

  • πετροπομπός — όν, Μ 1. (για πολεμική μηχανή) αυτός που ρίχνει, που εκσφενδονίζει πέτρες («πετροπομποὺς ἀφέσεις») 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ πετροπομπός πολεμική μηχανή που ρίχνει πέτρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + πομπός (< πέμπω), πρβλ. ψυχο πομπός] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»