Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ψῑλο-ον

См. также в других словарях:

  • ψιλο- — Ν α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Νέας Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθετο ψιλός* και δηλώνει ότι το β συνθετικό: α) έχει μικρό πάχος ή μικρή διάμετρο, είναι λεπτός ή πολύ μικρός (πρβλ. ψιλο αλεσμένος, ψιλό γνεθος, ψιλό φλουδος) β) υπάρχει ή… …   Dictionary of Greek

  • ψιλός — ή, ό / ψιλός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αποψιλωμένος, απογυμνωμένος, ακάλυπτος 2. (ειδικά) φαλακρός 3. (για έδαφος) άδενδρος 4. φρ. «ψιλά σύμφωνα» γραμμ. τα άηχα κλειστά σύμφωνα κ, π, τ, κατά την εκφώνηση τών οποίων η γλωττίδα παραμένει κλειστή και δεν… …   Dictionary of Greek

  • αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… …   Dictionary of Greek

  • οπλίτης — Στην ελληνική αρχαιότητα, ο. ονομαζόταν ο στρατιώτης που έφερε βαρύ αμυντικό οπλισμό, σε αντίθεση από τον πελταστή που έφερε ελαφρύ αμυντικό οπλισμό, και τον ψιλό που δεν έφερε καθόλου οπλισμό. Τον οπλισμό του ο. αποτελούσαν οι κνημίδες, ο… …   Dictionary of Greek

  • ψιλοκοσκινίζω — Ν 1. κοσκινίζω με ψιλό κόσκινο («ψιλοκοσκινίζω το αλεύρι) 2. μτφ. λεπτολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλο * + κοσκινίζω] …   Dictionary of Greek

  • ψιλοφαδιάζω — Ν υφαίνω με ψιλό υφάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλό * + υφάδι + κατάλ. άζω] …   Dictionary of Greek

  • Ρ, ρ — (αρχαία ελληνικά ρω). Το δέκατο έβδομο γράμμα του ελληνικού αλφάβητου. Προέρχεται από το σημιτικό resh (= κεφάλι ανθρώπου) που γραφόταν  ή  . Με το ίδιο περίπου σχήμα (, ), παριστάνεται το ρο στις αρχαιότερες επιγραφές της Θήρας, της Κρήτης,… …   Dictionary of Greek

  • έμπρατος — ἔμπρατος, ον (Μ) αυτός που κατέχει κάποιο αξίωμα ή ασκεί κάποια εξουσία πραγματικά και όχι με ψιλό τίτλο, κυρίως για δικαστές, αλλιώς έμβαθμος («ἔμβαθμος δικαστής», «ἔμβαθμον δικαστήριον», «έμβαθμοι ὕπατοι») …   Dictionary of Greek

  • ίππος — I Μονάδα μέτρησης της ισχύος που συμβολίζεται με CV (γαλλικά, Cheval Vapeur) ή HP (αγγλικά, Horse Power). H μονάδα CV χρησιμοποιείται κυρίως για τη μέτρηση ισχύος μηχανών και ισούται με 75 χιλιογραμμόμετρα ανά δευτερόλεπτο ή 736 W. Ο βρετανικός ι …   Dictionary of Greek

  • αβγογαλιά — η έδεσμα που παρασκευάζεται από γάλα, αβγά, ζάχαρη και ψιλό αλεύρι, αλλιώς κρέμα …   Dictionary of Greek

  • αδράλεστος — ἀδράλεστος, ον (Μ) (κυρίως για το σιτάρι) χοντροαλεσμένος, που δεν έχει αλεστεί για να γίνει ψιλό αλεύρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁδρός + ἀλέθω] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»