-
1 ψῑλό-ταπις
ψῑλό-ταπις, ἡ, = ψιλόδαπις.
-
2 ψῑλό-κρᾱνος
ψῑλό-κρᾱνος, kahlköpfig, Tzetz. zu Hes. O. 376.
-
3 ψῑλό-κουρος
ψῑλό-κουρος, glatt, kahl geschoren, Phryn.; kahlköpfig, Hdn.
-
4 ψῑλό-δαπις
ψῑλό-δαπις, ἡ, u. ψιλόταπις, ein glatter Teppich, eine wollene Decke, die nicht auf beiden Seiten wollig ist, Ggstz ἀμφίταπος.
-
5 ψῑλό-δορος
ψῑλό-δορος, glatthäutig, Sp.
-
6 ψῑλο-τοπ-αρχία
ψῑλο-τοπ-αρχία, ἡ, Aufsicht über ein unbepflanztes Feld, ein ägyptisches obrigkeitliches Amt, s. Böckh's Erkl. einer ägypt. Urkunde auf Papyrus p. 18.
-
7 ψῑλο-γραφέω
ψῑλο-γραφέω, ein Wort mit dem spiritus lenis schreiben; auch ein Wort mit einem einfachen Vocal, nicht mit einem Diphthongen schreiben, Gramm.
-
8 ψῑλο-κόρσης
ψῑλο-κόρσης, ὁ, kahlköpfig, Hdn. 4, 8.
-
9 ψῑλο-κόῤῥης
ψῑλο-κόῤῥης, ὁ, Hesych. und
-
10 ψῑλο-κιθαριστική
ψῑλο-κιθαριστική, ἡ, sc. τέχνη, die Kunst des ψιλοκιϑαριστής, Philochor. bei Ath. XIV, 637 f.
-
11 ψῑλο-κιθαριστής
ψῑλο-κιθαριστής, ὁ, auch ψιλὸς κιϑαριστής, der bloß die Cither schlägt, ohne dazu zu singen, Chares bei Ath. XII, 539.
-
12 ψῑλο-κοῤῥέω
ψῑλο-κοῤῥέω u. ψιλοκορσέω, kahlköpfig sein, Sp.
-
13 ψῑλο-μετρία
ψῑλο-μετρία, ἡ, die heroische Poesie, die nicht von Musik begleitet wurde, im Ggstz der lyrischen, Arist. poet. 2, wie Plat. ποίησις ψιλή, s. ψιλός.
-
14 ὐ-ψῑλο-ειδής
ὐ-ψῑλο-ειδής, ές, von der Gestalt eines Ypsilon, Sp.
-
15 ψιλοκέραμος
A glazed tiles,κεραμῶσαι τῆς στοᾶς μεταστύλια ἓξ ψιλοκεράμῳ Inscr.Délos 366
A33, cf. 462A19 (ii B. C.), but [suff] ψῑλο-κέρᾰμον = suggrunda (i. e. eaves), Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψιλοκέραμος
-
16 ψιλοκιθαριστής
A = ψιλὸς κιθαριστής (which is found in Philoch.66 (pl.)), one who plays the without singing to it, instrumental performer, 4J., cf. Ath.10.452f, Suet.Dom.4; also [suff] ψῑλο-κῐθᾰρεύς, έως, ὁ, CIG 2759 ([place name] Aphrodisias):—and [suff] ψῑλο-κῐθᾰριστική (sc. τέχνη) ἡ, = ψιλὴ κιθάρισις, Philoch. l. c.:—cf. ψιλός IV.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψιλοκιθαριστής
-
17 ψιλογραφέω
A write with a single vowel, not a diphthong, Tz.H. 5.696.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψιλογραφέω
-
18 ψιλόδαπις
A v. ψιλόταπις.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψιλόδαπις
-
19 ψιλοκέρως
ψῑλο-κέρως, ων,A deprived of its horn, Tz.H.5.412.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψιλοκέρως
-
20 ψιλοκορρέω
A to be bald-headed, Diog.Ep.19.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψιλοκορρέω
См. также в других словарях:
ψιλο- — Ν α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Νέας Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθετο ψιλός* και δηλώνει ότι το β συνθετικό: α) έχει μικρό πάχος ή μικρή διάμετρο, είναι λεπτός ή πολύ μικρός (πρβλ. ψιλο αλεσμένος, ψιλό γνεθος, ψιλό φλουδος) β) υπάρχει ή… … Dictionary of Greek
ψιλός — ή, ό / ψιλός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αποψιλωμένος, απογυμνωμένος, ακάλυπτος 2. (ειδικά) φαλακρός 3. (για έδαφος) άδενδρος 4. φρ. «ψιλά σύμφωνα» γραμμ. τα άηχα κλειστά σύμφωνα κ, π, τ, κατά την εκφώνηση τών οποίων η γλωττίδα παραμένει κλειστή και δεν… … Dictionary of Greek
αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… … Dictionary of Greek
οπλίτης — Στην ελληνική αρχαιότητα, ο. ονομαζόταν ο στρατιώτης που έφερε βαρύ αμυντικό οπλισμό, σε αντίθεση από τον πελταστή που έφερε ελαφρύ αμυντικό οπλισμό, και τον ψιλό που δεν έφερε καθόλου οπλισμό. Τον οπλισμό του ο. αποτελούσαν οι κνημίδες, ο… … Dictionary of Greek
ψιλοκοσκινίζω — Ν 1. κοσκινίζω με ψιλό κόσκινο («ψιλοκοσκινίζω το αλεύρι) 2. μτφ. λεπτολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλο * + κοσκινίζω] … Dictionary of Greek
ψιλοφαδιάζω — Ν υφαίνω με ψιλό υφάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλό * + υφάδι + κατάλ. άζω] … Dictionary of Greek
Ρ, ρ — (αρχαία ελληνικά ρω). Το δέκατο έβδομο γράμμα του ελληνικού αλφάβητου. Προέρχεται από το σημιτικό resh (= κεφάλι ανθρώπου) που γραφόταν  ή  . Με το ίδιο περίπου σχήμα (, ), παριστάνεται το ρο στις αρχαιότερες επιγραφές της Θήρας, της Κρήτης,… … Dictionary of Greek
έμπρατος — ἔμπρατος, ον (Μ) αυτός που κατέχει κάποιο αξίωμα ή ασκεί κάποια εξουσία πραγματικά και όχι με ψιλό τίτλο, κυρίως για δικαστές, αλλιώς έμβαθμος («ἔμβαθμος δικαστής», «ἔμβαθμον δικαστήριον», «έμβαθμοι ὕπατοι») … Dictionary of Greek
ίππος — I Μονάδα μέτρησης της ισχύος που συμβολίζεται με CV (γαλλικά, Cheval Vapeur) ή HP (αγγλικά, Horse Power). H μονάδα CV χρησιμοποιείται κυρίως για τη μέτρηση ισχύος μηχανών και ισούται με 75 χιλιογραμμόμετρα ανά δευτερόλεπτο ή 736 W. Ο βρετανικός ι … Dictionary of Greek
αβγογαλιά — η έδεσμα που παρασκευάζεται από γάλα, αβγά, ζάχαρη και ψιλό αλεύρι, αλλιώς κρέμα … Dictionary of Greek
αδράλεστος — ἀδράλεστος, ον (Μ) (κυρίως για το σιτάρι) χοντροαλεσμένος, που δεν έχει αλεστεί για να γίνει ψιλό αλεύρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁδρός + ἀλέθω] … Dictionary of Greek