-
1 ψῑλό-κρᾱνος
ψῑλό-κρᾱνος, kahlköpfig, Tzetz. zu Hes. O. 376.
-
2 ψιλόκρανος
ψῑλό-κρᾱνος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψιλόκρανος
-
3 ψῑλόκρᾱνος
См. также в других словарях:
οπλίτης — Στην ελληνική αρχαιότητα, ο. ονομαζόταν ο στρατιώτης που έφερε βαρύ αμυντικό οπλισμό, σε αντίθεση από τον πελταστή που έφερε ελαφρύ αμυντικό οπλισμό, και τον ψιλό που δεν έφερε καθόλου οπλισμό. Τον οπλισμό του ο. αποτελούσαν οι κνημίδες, ο… … Dictionary of Greek