Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ψῑλο-κέρᾰμος

См. также в других словарях:

  • ρυπαροκέραμος — και ῥυποκέραμος, ον, Α αυτός που έχει το χρώμα καμμένου πήλινου αγγείου. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ῥυπαροκέραμος < ῥυπαρός + κέραμος, ενώ ο τ. ῥυποκέραμος < ῥύπος + κέραμος (πρβλ. ψιλο κέραμος)] …   Dictionary of Greek

  • χρυσοκέραμος — ον, Μ χρυσόροφος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + κέραμος (πρβλ. ψιλο κέραμος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»