-
1 ψιλοκέραμος
A glazed tiles,κεραμῶσαι τῆς στοᾶς μεταστύλια ἓξ ψιλοκεράμῳ Inscr.Délos 366
A33, cf. 462A19 (ii B. C.), but [suff] ψῑλο-κέρᾰμον = suggrunda (i. e. eaves), Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψιλοκέραμος
См. также в других словарях:
ρυπαροκέραμος — και ῥυποκέραμος, ον, Α αυτός που έχει το χρώμα καμμένου πήλινου αγγείου. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ῥυπαροκέραμος < ῥυπαρός + κέραμος, ενώ ο τ. ῥυποκέραμος < ῥύπος + κέραμος (πρβλ. ψιλο κέραμος)] … Dictionary of Greek
χρυσοκέραμος — ον, Μ χρυσόροφος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + κέραμος (πρβλ. ψιλο κέραμος)] … Dictionary of Greek