Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ψᾶφος

  • 1 ψᾶφος

    ψᾱφος (: -ος, -ον, -ων, -οις.)
    a pebble

    νῦν ψᾶφον ἑλισσομέναν ὁπᾷ κῦμα κατακλύσσει ῥέον O. 10.9

    ὡς μὰν σαφὲς οὐκ ἂν εἰδείην λέγειν ποντιᾶν ψάφων ἀριθμὸν O. 13.46

    c vote

    κρυφίαισι γὰρ ἐν ψάφοις Ὀδυσσῆ Δαναοὶ θεράπευσαν N. 8.26

    met., καὶ φθινόκαρπος ἐοῖσα διδοῖ ψᾶφον περ' αὐτᾶς (sc. δρῦς: v. Calder, C. R., 1943, 14) P. 4.265

    Lexicon to Pindar > ψᾶφος

  • 2 ψάφος

    ψῆφος
    a small round worn stone: fem nom sg (doric)

    Morphologia Graeca > ψάφος

  • 3 ψᾶφος

    ψῆφος
    a small round worn stone: fem nom sg (doric)

    Morphologia Graeca > ψᾶφος

  • 4 ψᾶφος

    ψᾶφος, , [dialect] Dor. for ψῆφος.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψᾶφος

  • 5 ψῆφος

    ψῆφος, [dialect] Dor. [full] ψᾶφος, [dialect] Aeol. [full] ψᾶφαξ, , gen. pl.
    A

    ψηφάων Man.4.448

    : ([etym.] ψάω):—a small round worn stone, pebble,

    ψᾶφος ἑλισσομένα Pi.O. 10(11).9

    ; οὐκ ἂν εἰδείην λέγειν ποντιᾶν ψάφων ἀριθμόν ib.13.46; ψήφῳ μούνῃ διατετρανέεις, opp. μόγις ἂν λίθῳ παίσας διαρρήξειας, Hdt. 3.12; ψ. ἄμμου a grain of sand, LXXSi.18.10.
    2 precious stone, gem, Philostr.VA3.27; esp. worn in a ring, Luc.DMeretr.9.
    II acc. to the various uses made of such pebbles:
    1 pebble used for reckoning, counter, λογίζεσθαι ψήφοις calculate or reckon by abacus, cipher, Hdt.2.36, etc.: hence to reckon exactly or accurately, opp. ἀπὸ χειρὸς λ., Ar.V. 656 (anap.);

    οὐ τιθεὶς ψήφους D.18.229

    ;

    ἐν ψήφῳ λέγειν A.Ag. 570

    ;

    ἐν ψήφου λόγῳ θέσθαι E.Rh. 309

    : metaph.,

    ταῖς τοῦ συμφέροντος ψήφοις μετρεῖν τὰς ἔχθρας καὶ τὰς φιλίας Plb.2.47.5

    : hence ψῆφος itself for a cipher, number, πὸτ ἄρτιον (sc. ἀριθμὸν)

    ποτθέμειν.. ψᾶφον Epich.170

    : pl., accounts, καθαραὶ ψ., where there is an exact balance, D.18.227;

    οἱ περὶ τὰς ψ.

    calculators,

    Alciphr.1.26

    ;

    ψήφων ἄπειρος Plu.2.812e

    ; δακτυλικὴ ψ. reckoning on the fingers, AP11.290 (Pall.); of astrological calculations, Vett.Val.10.15, al.
    b in Magic, κατέχων τὴν ψ. (i. e. the object on which the number is written) λέγε .. PMag.Par.1.1048, cf. 937.
    b pebble used by jugglers,

    ψηφάων παῖκται Man.4.448

    .
    3 pebble used in divination,

    ἡ διὰ ψήφων μαντική Apollod.3.10.2

    .
    4 cube used in mosaic pavements, Gal.Protr.8.
    5 pebble used in voting,

    ψήφῳ ψηφίζεσθαι Hdt.9.55

    ;

    ἐὰν μὴ τῇ ψ... ψηφίσωνται κρύβδην ψηφιζόμενοι D.59.89

    : hence, the vote itself, ψῆφον φέρειν give one's vote,

    ἐν καρδίᾳ ψ. φέροντες A.Eu. 680

    , cf. And.1.2, D.57.61, etc.;

    ὑπέρ τινος Lycurg.7

    ;

    περί τινος Id.11

    , etc.;

    ψήφου φορά E.Supp. 484

    ; ψῆφον τίθεσθαι, = ψηφίζεσθαι, Hdt.8.123, cf. 6.57;

    εἰς τεῦχος.. ψήφους ἔθεντο A.Ag. 816

    ; c. inf., Hdt.3.73;

    ψ. προσθέσθαι Th.1.40

    ; ψήφῳ διαιρεῖν to determine by vote, A.Eu. 630; ψήφῳ κρίνειν, Th.1.87, etc.;

    μεταλαβὼν τὸ πέμπτον μέρος τῶν ψ. Pl.Ap. 36b

    , cf. Lex ap.D.21.47: in collect. sense, ἐχρῆν.. ψ. περὶ αὐτοῦ γενέσθαι a vote is taken, Antipho 5.47;

    ἡ καθαιροῦσα ψ. Lys.13.37

    ;

    ἡ σῴζουσα ψ. D.19.66

    ; οἷς ἂν πλείστη γένηται ψ. a majority of votes, Pl.Lg. 759d: τὴν ψῆφον ἐπάγειν to put the vote or question, of the president, Th.1.119, 125;

    ψῆφον δοῦναι περί τινος IG22.222.24

    , cf. D.21.188;

    ψ. ἀναδοὺς περί τινος App.BC1.100

    ; so

    ψ. περὶ ἡμῶν ὑπὲρ ἀνδραποδισμοῦ προτεθεῖσαν D.19.65

    ; διένεμον (vv. ll. διενέμοντο, ἔφερον) τὰς ψ. were casting their votes, Hdt.8.123; ὑπὸ ψήφου μιᾶς with one accord, Ar.Lys. 270; ψ. φανερά open voting,

    ψ. φανερὰν διενεγκεῖν Th.4.74

    ;

    τὴν ψ. οὐκ εἰς καδίσκους ἀλλὰ φανερὰν ἐπὶ τὰς τραπέζας τίθεσθαι Lys.13.37

    , cf. Pl.Lg. 767d, 855d; opp. ψ. ἀφανής voting by ballot, Aeschin.3.233;

    κρύβδην τὴν ψ. φέρειν Arist. Rh.Al. 1433a23

    , cf. 1424b2, Ath.69.1.
    b that which is carried by vote, a vote, ψ. καταγνώσεως a vote of condemnation, Th.3.82; ψῆφος αὐτῷ ἐπῆκτο περὶ φυγῆς a vote of banishment was moved for against him, X.An.7.7.57, cf. A.Th. 198;

    ψήφῳ πόλεως γνωσθεῖσαι Id.Supp.7

    (anap.):—hence,
    c any resolve or decree,

    ψ. τυράννων S.Ant.60

    ; λιθίνα ψᾶφος a decree written on stone, Pi.O.7.87; διδοῖ ψᾶφον περ' αὐτᾶς [the oak] gives judgement of itself, Id.P.4.265; ψ. φλεγυρὰ βροτῶν, i. e. public opinion, Cratin.57 (lyr.); τίν' ἂν ψῆφον θεῖο; what judgment.. ? Pl.Prt. 330c, cf. R. 450a;

    ἡ ἐμὴ ψ. Id.Phlb. 57a

    .
    d Ἀθηνᾶς ψ., calculus Minervae, prov. phrase to express acquittal, when the votes were even, Philostr.VS2.3.
    e ψ. is sts. omitted,

    κἂν ἴσαι γένωνται Ar.Ra. 685

    (lyr.);

    πάσαις κρατεῖν Luc.

    Bis Acc.18, cf. 22.
    f Διὸς ψῆφος (

    ψῆφοι Hsch.

    ), prov. ἐπὶ τῶν ἱερῶν καὶ ἀθίκτων, of the scene of contest betw. Athena and Poseidon, Suid., etc.
    g Κόννου ψ., negligible quantity, cipher, Ar.V. 675 (anap.), cf. Κοννᾶς.
    6 place of voting, tribunal, E.IT 945, El. 1263.
    7 metaph., influence,

    πόλις μεγάλην ψ. ἔχουσα Lib.Or.18.13

    .

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψῆφος

  • 6 ἕτερος

    ἕτερος (ἕτερος, -ῳ, -ον; -οι, -ων, -οιςι): -ας; -αι, -αις: nom.)
    a another, any other

    ἐν Μεγάροισίν τ' οὐχ ἕτερον λιθίνα ψᾶφος ἔχει λόγον O. 7.86

    ἢ ἑτέρῳ λέχει δαμαζομέναν ἔννυχοι πάραγον κοῖται; P. 11.24

    ἕτερον οὔ τινα οἶκον ἀπεφάνατο πυγμαχία λτ;πλεόνωνγτ; ταμίαν στεφάνων N. 6.25

    pro subs., another, others,

    ἑτέροισι δὲ κῦδος ἀγήραον παρέδωκ P. 2.52

    εἰ δέ τις ἤδη λέγει ἕτερόν τιν' ἂν Ἑλλάδα τῶν πάροιθε γενέσθαι ὑπέρτερον P. 2.60

    ὃς ἀνέχει τότε μὲν τὰ κείνων, τότ' αὖθ ἑτέροις ἔδωκεν μέγα κῦδος P. 2.89

    πολλοῖσι δ' ἅγημαι σοφίας ἑτέροις P. 4.248

    ὥρα πότνια, τὸν μὲν ἡμέροις ἀνάγκας χερσὶ βαστάζεις, ἕτερον δ' ἑτέραις N. 8.3

    χρυσὸν εὔχονται, πεδίον δ' ἕτεροι ἀπέραντον (sc. ἕτεροι μὲν χρυσὸν εὔχονται) N. 8.37
    b the other, remainder of

    ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθὺ σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς P. 2.80

    ἄτερθε δὲ πρὸ δωμάτων ἕτεροι λαχόντες Ἀίδαν βασιλέες ἱεροὶ ἐντί P. 5.96

    c as euphemism, bad δαίμων δ' ἕτερος ἐς κακὸν τρέψαις (ὁ κακοποιός Σ.) P. 3.34 ὥρα πότνια τὸν μὲν ἡμέροις ἀνάγκας χερσὶ βαστάζεις, ἕτερον δ' ἑτέραις (σκληραῖς Σ.) N. 8.3
    d repeated in same clause, oneanother καὶ γὰρ ἑτέροις ἑτέρων ἔρωτες ἔκνιξαν φρένας (byz.: ἑτέροισιν codd.) P. 10.60

    τέχναι δ' ἑτέρων ἕτεραι N. 1.25

    εἴργει δὲ πότμῳ ζυγένθ' ἕτερον ἕτερα N. 7.6

    cf. N. 8.3 [ v. dub. τὰν δ' ἐπ αὐχένι στρέφοισαν ἕτερον κάρα (nullo sensu: secl. Schr.: τέρεν coni. Galavotti) *fr. 107a. 6.*]

    Lexicon to Pindar > ἕτερος

  • 7 ἔχω

    ἔχω (ἔχω, -εις, -ει, -ομεν, -οντι; ἔχω, -ῃ; ἔχων, -οντα), -οντες; -οισα, -οίσας; ἔχειν: impf. εἶχε, ἔχεν), ἔχον: fut. [ ἕξω codd.], σχήσει codd., ἕξει; σχήσοι: aor. ἔσχεν), ἔσχετ[ε], ἔσχον; ἔσχεθε, σχέθον; σχέθοι; σχεθών; σχεῖν, σχεθέμεν: med. impf. εἴχετο): aor. pro pass. σχόμεναι.)
    1 have, hold.
    1 generally,
    a have, possess, have in keeping ( Πέλοψ)

    τύμβον ἀμφίπολον ἔχων O. 1.93

    ὅθεν σπέρματος ἔχοντα ῥίζαν πρέπει τὸν Αἰνησιδάμου (Aristarchus: ἔχοντι codd.) O. 2.46 εἰ δέ μιν (= ὄλβον)

    ἔχων τις οἶδεν τὸ μέλλον O. 2.56

    Ῥέας ὑπέρτατον ἐχοίσας θρόνον O. 2.77

    καὶ τοὶ γὰρ αἰθοίσας ἔχοντες σπέρμ' ἀνέβαν φλογὸς οὔ O. 7.48

    ἀπάτερθε δ' ἔχον διὰ γαῖαν τρίχα δασσάμενοι πατρωίαν ἀστέων μοίρας O. 7.74

    τὺ δὲ σάφα νιν ἔχεις ἐλευθέρᾳ φρενὶ πεπαρεῖν P. 2.57

    λέγονται μὰν βροτῶν ὄλβον ὑπέρτατον οἳ σχεῖν P. 3.89

    μακάριος, ὃς ἔχεις καὶ πεδὰ μέγαν κάματον λόγων φερτάτων μναμήἰ P. 5.46

    Ἡσυχία βουλᾶν τε καὶ πολέμων ἔχοισα κλαῗδας ὑπερτάτας P. 8.4

    Μεγάροις δ' ἔχεις γέρας P. 8.78

    οὐκ ἔραμαι πολὺν ἐν μεγάρῳ πλοῦτον κατακρύψαις ἔχειν N. 1.31

    ἐν τεμένεσσι δόμον ἔχει τεοῖς N. 7.94

    παίδων δὲ παῖδες ἔχοιεν αἰεὶ γέρας τό περ νῦν N. 7.100

    εἰ δέ τις ὄλβον ἔχων μορφᾷ παραμεύσεται ἄλλους N. 11.13

    πάντ' ἔχεις, εἴ σε τούτων μοῖῤ ἐφίκοιτο καλῶν I. 5.14

    πολλὰ μὲν ἀρτιεπὴς γλῶσσά μοι τοξεύματ' ἔχει περὶ κείνων κελαδέσαι I. 5.47

    μέγαν ἄλλοθι κλᾶρον ἔχω; Pae. 4.48

    ὁ δὲ μηδὲν ἔχων ὑπὸ σιγᾷ μελαίνᾳ κάρα κέκρυπται Παρθ. 1. 9. as epexeg. inf.,

    ἑτοῖμον ἀνεφρόντισεν γάμον Πισάτα παρὰ πατρὸς εὔδοξον Ἱπποδάμειαν σχεθέμεν O. 1.71

    καὶ τὸ λοιπὸν ὁμοῖα, Κρονίδαι μάκαρες, διδοῖτ' ἐπ ἔργοισιν ἀμφί τε βουλαῖς ἔχειν P. 5.120

    ἀλλά νιν εὑροῖσ' ἀνδράσι θνατοῖς ἔχειν, ὠνύμασεν κεφαλᾶν πολλᾶν νόμον P. 12.22

    b hold (in one's grip)

    ἔμπα, καἴπερ ἔχει βαθεῖα ποντιὰς ἅλμα μέσσον, ἀντίτειν' ἐπιβουλίᾳ N. 4.36

    σχεθών νιν ἐπὶ δεξιὰ χειρὸς (Elmsley: σχέθων codd.: ἐνδεξιωσάμενος πατέρα interpr. Schr.) P. 6.19
    2
    a rule over

    ὦ Κρόνου παῖ, ὃς Αἴτναν ἔχεις O. 4.6

    Ἑρμᾶν ὃς ἀγῶνας ἔχει μοιράν τ' ἀέθλων O. 6.79

    ἔχει τέ μιν ὀξειᾶν ὁ γενέθλιος ἀκτίνων πατήρ O. 7.70

    ἀτὰρ Αἴας Σαλαμῖν' ἔχει πατρῴαν N. 4.48

    b dwell in

    πόλιν· ἔχοντι τὰν χαλκοχάρμαι ξένοι P. 5.82

    ποίας δ' ἀποσπασθεῖσα φύτλας ὀρέων κευθμῶνας ἔχει σκιοέντων;” P. 9.34
    3
    a contain, preserve

    τό σφ' ἔχει κυπαρίσσινον μέλαθρον P. 5.39

    b enfold

    ἐσθὰς δ' ἀμφοτέρα μιν ἔχεν P. 4.79

    c = φέρω, bear of a pregnant woman.

    ἔχεν δὲ σπέρμα μέγιστον ἄλοχος O. 9.61

    a restrain, check

    τὸν μονοκρήπιδα πάντως ἐν φυλακᾷ σχεθέμεν μεγάλᾳ P. 4.75

    τὸ πεπρωμένον οὐ πῦρ οὐ σιδάρεον σχήσει τεῖχος ( ἔσχε coni. Schr.) fr. 232.
    b hold back, prevent c. inf.

    ἐλπίδες δ' ὀκνηρότεραι γονέων παιδὸς βίαν ἔσχον ἐν Πυθῶνι πειρᾶσθαι καὶ Ὀλυμπίᾳ ἀέθλων N. 11.23

    c prevent c. part.

    ἦλθ' ἀνὴρ τὰν πυροφόρον Λιβύαν, κρανίοις ὄφρα ξένων ναὸν Ποσειδάωνος ἐρέφοντα σχέθοι I. 4.54

    a provide

    ἐν Μεγάροισίν τ' οὐχ ἕτερον λιθίνα ψᾶφος ἔχει λόγον O. 7.87

    ὁ γὰρ καιρὸς πρὸς ἀνθρώπων βραχὺ μέτρον ἔχει P. 4.286

    ὁ δὲ καιρὸς ὁμοίως παντὸς ἔχει κορυφάν P. 9.79

    ἴστε μὰν Αἴαντος ἀλκάν, φοίνιον τὰν ὀψίᾳ ἐν νυκτὶ ταμὼν περὶ ᾧ φασγάνῳ μομφὰν ἔχει παίδεσσιν Ἑλλάνων (v. μομφά; cf. fr. 359) I. 4.36
    b keep c. dupl. acc., pr. adj., simm.

    Μοῖῤ, ἅ τε πατρώιον τῶνδ' ἔχει τὸν εὔφρονα πότμον O. 2.36

    ὃν πατὴρ ἔχει μέγας ἑτοῖμον αὐτῷ πάρεδρον O. 2.76

    οὐδ' Ἀίδας ἀκινήταν ἔχε ῥάβδον O. 9.33

    καλὰ γινώσκοντ' ἐκτὸς ἔχειν πόδα P. 4.289

    cf.

    ἴστω γὰρ ἐν τούτῳ πεδίλῳ δαιμόνιον πόδ' ἔχων Σωστράτου υἱός O. 6.8

    ἔχει συγγενὴς ὀφθαλμὸς αἰδοιότατον γέρας τεᾷ τοῦτο μειγνύμενον φρενί ( keeps this as a revered honour v. ὀφθαλμός) P. 5.17 in tmesis, ἀπὸ πάμπαν ἀδίκων ἔχειν ψυχάν (v. ἀπέχω) O. 2.69
    6
    a of non physical things, have, enjoy

    ὁ νικῶν ἔχει μελιτόεσσαν εὐδίαν O. 1.98

    θεὸς τεαῖσι μήδεται ἔχων τοῦτο κᾶδος, Ἱέρων, μερίμναισιν O. 1.107

    δόξαν ἔχω τιν' ἐπὶ γλώσσᾳ λιγυρᾶς ἀκόνας O. 6.82

    Πυθοῖ τ' ἔχει σταδίου τιμὰν O. 13.37

    Χίρωνα νόον ἔχοντ' ἀνδρῶν φίλον P. 3.5

    ἐλπίδ' ἔχω κλέος εὑρέσθαι κεν P. 3.111

    τελέαν δ' ἔχει δόξαν ἀπ ἀρχᾶς P. 8.24

    πέταται ὑποπτέροις ἀνορέαις, ἔχων κρέσσονα πλούτου μέριμναν P. 8.91

    μόχθου καθύπερθε νεᾶνις ἦτορ ἔχοισαP. 9.32

    τῶν δ' ἕκαστος ὀρούει, τυχών κεν ἀρπαλέαν σχέθοι φροντίδα τὰν πὰρ ποδός P. 10.62

    ἐν παισὶ νέοισι παῖς, ἐν ἀνδράσιν ἀνήρ, τρίτον ἐν παλαιτέροισι, μέρος ἕκαστον οἷον ἔχομεν βρότεον ἔθνος N. 3.73

    ἔχω γονάτων ὁρμὰν ἐλαφράν (byz.: ἕξω codd.) N. 5.20

    ἕπομαι δὲ καὶ αὐτὸς ἔχων μελέταν N. 6.54

    τυφλὸν δ' ἔχει ἦτορ ὅμιλος ἀνδρῶν ὁ πλεῖστος N. 7.23

    κτεάνωνψυχὰς ἔχοντες κρέσσονας ἄνδρες N. 9.32

    βραχύ μοι στόμα πάντ' ἀναγήσασθ ὅσων Ἀργεῖον ἔχει τέμενος μοῖραν ἐσλῶν N. 10.19

    βραχὺ μέτρον ἔχων ὕμνος I. 1.62

    ὅστις ἐὼν καλὸς εἶχεν Ἀφροδίτας ὀπώραν I. 2.4

    ἐν δὲ Θήβαις ἱπποσόας Ἰόλαος γέρας ἔχει I. 5.33

    τί ἔλπεαι σοφίαν ἔμμεν, ἃν ὀλίγον τοι ἀνὴρ ὑπὲρ ἀνδρὸς ἴσχει; (unus cod. Stobaei: ἰσχύει rell.: ἔχειν Clem. Alex.) fr. 61. 2. and so, ἔχει θαλίας καὶ πόλις holds, celebrates O. 7.93
    b = πάσχω, have, be subject to

    ἔχει δ' ἀπάλαμον βίον τοῦτον ἐμπεδόμοχθον O. 1.59

    ἅλιον ἔχοντες, ἀπονέστερον ἐσλοὶ δέκονται βίοτον O. 2.62

    ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθὺ σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι (v. l. ὀχοίσας) P. 2.79

    ἔσχε τοι ταύταν μεγάλαν ἀυάταν καλλιπέπλου λῆμα Κορωνίδος P. 3.24

    χαρίεντα δ' ἕξει πόνον χώρας ἄγαλμα (? i. e. ὕμνος) N. 3.12

    πεῖραν ἔχοντες οἴκαδε κλυτοκάρπων οὐ νέοντ' ἄνευ στεφάνων N. 4.76

    ταὶ μεγάλαι γὰρ ἀλκαὶ σκότον πολὺν ὕμνων ἔχοντι δεόμεναι N. 7.13

    κόρον δ' ἔχει καὶ μέλι καὶ τὰ τέρπν ἄνθἐ Ἀφροδίσια N. 7.52

    ἔνθ' ἄριστοι ἔσχον πολέμοιο νεῖκος I. 7.36

    ἐπαγορίαν ἔχει ( ἐπίμωμός ἐστι interpr. Hesych.) ?fr. 359.
    7 possess, sway

    τῶν νιν γλυκὺς ἵμερος ἔσχεν O. 3.33

    ἔρως γὰρ ἔχεν (sc. αὐτούς: ἔσχεν cod., corr. Er. Schmid) I. 8.29 med. aor. pro pass., δεί]ματι σχόμεναι φύγον[ (sc. ἀμφίπολοι) Pae. 20.17
    8 have in mind, know

    εἴ τιν' ἔχει λόγον ἀνθρώπων πέρι O. 8.4

    εἰ δὲ νόῳ τις ἔχει θνατῶν ἀλαθείας ὁδόν P. 3.103

    ὃς δὲ διδάκτ' ἔχει, ψεφεννὸς ἀνὴρ ἄλλοτ ἄλλα πνέων οὔ ποτ ἀτρεκεῖ κατέβα ποδί N. 3.41

    λεγόμενον δὲ τοῦτο προτέρων ἔπος ἔχω N. 3.53

    9 acquire, get oneself (aor. only, but v. P. 2.30)

    Πισάτα παρὰ πατρὸς εὔδοξον Ἱπποδάμειαν σχεθέμεν O. 1.71

    ἱερὸν ἔσχον οἴκημα ποταμοῦ O. 2.9

    Ἄργει τ' ἔσχεθε κῦδος ἀνδρῶν O. 9.88

    ἔσχον δ' Ἀμύκλας ὄλβιοι Πινδόθεν ὀρνύμενοι P. 1.65

    [ ἐξαίρετον ἔχε μόχθον (Th. Mag.: ἔσχε codd.: ἕλε Mosch) P. 2.30] ( Ἀρκεσίλαν)

    ἔχοντα Πυθωνόθεν τὸ καλλίνικον λυτήριον δαπανᾶν μέλος χαρίεν P. 5.105

    σὺν δ' ἀέθλοις ἐκέλευσεν διακρῖναι ποδῶν, ἅντινα σχήσοι τις ἡρώων ( σχήσει v. l.) P. 9.116

    Ὀλυμπίᾳ τ' ἀγώνων πολυφάτων ἔσχον θοὰν ἀκτῖνα σὺν ἵπποις P. 11.48

    Οὐλία παῖς ἔνθα νικάσαις δὶς ἔσχεν Θεαῖος εὐφόρων λάθαν πόνων N. 10.24

    ὕπατον δ' ἔσχεν Πίσα Ἡρακλέος τεθμόν N. 10.32

    μακρὰ δισκήσαις ἀκοντίσσαιμι τοσοῦθ, ὅσον ὀργὰν λτ;γτ;εινοκράτης ὑπὲρ ἀνθρώπων γλυκεῖαν ἔσχεν I. 2.37

    ἐρικυδέα τ' ἔσχον Δᾶλον Pae. 5.39

    Μοῖσαι, τοῦτον ἔσχετ[ε τεθ]μόν Pae. 6.57

    10 be able c. inf.

    ἔχω καλά τε φράσαι O. 13.11

    τὺ δὲ σάφα νιν ἔχεις ἐλευθέρᾳ φρενὶ πεπαρεῖν P. 2.57

    οὐκ ἔχω εἰπεῖν τίνι τοῦτο Μοῖρα τέλος ἔμπεδον ὤρεξε N. 7.56

    , cf. I. 5.47
    11 intrans.,
    b without adv., keep, stay

    ἥμερον ὄφρα κατ' οἶκον ὁ Φοίνιξ ὁ Τυρσανῶν τ ἀλαλατὸς ἔχῃ P. 1.72

    v. E. Fraenkel, Horace, 279, 3.
    12 med., c. gen.,
    b met., lay hold of, set oneself to εἴχετ' ἔργου (sc. Ἰάσων) P. 4.233
    13 frag. εἶχε Πα. 7C. a. 3. ]

    σχήσει πολι[ Pae. 21.17

    τί κέ τις ἐσχ[ Δ. 4b. 11. ] ν ἰων ἕχον[ ?fr. 345. 12.

    Lexicon to Pindar > ἔχω

  • 8 λίθινος

    Lexicon to Pindar > λίθινος

  • 9 λόγος

    λόγος (-ος, -ῳ, -ον; -οι, -ων, -οισι.) A
    1 reason τὸ καὶ νῦν φέρει λόγον (ἔχει λόγον. Σ.) I. 8.61 B word, etc.
    1 s.,
    a account, story, report ὑπὲρ τὸν ἀλαθῆ λόγον δεδαιδαλμένοι ψεύδεσι ποικίλοις ἐξαπατῶντι μῦθοι beyond the true version O. 1.28

    ἐθελήσω ξυνὸν ἀγγέλλων διορθῶσαι λόγον O. 7.21

    ἐν Μεγάροισίν τ' οὐχ ἕτερον λιθίνα ψᾶφος ἔχει λόγον O. 7.87

    ἀπό μοι λόγον τοῦτον, στόμα, ῥῖψον O. 9.35

    αἰεὶ δὲ τοιαύταν αἶσαν ἀστοῖς καὶ βασιλεῦσιν διακρίνειν ἔτυμον λόγον ἀνθρώπων P. 1.68

    σὲ ποτὶ πάντα λόγον ἐπαινεῖν P. 2.66

    πάντα λόγον θέμενος σπουδαῖον συγγενέσιν παρεκοινᾶθ P. 4.132

    πάσαισι γὰρ πολίεσι λόγος ὁμιλεῖ Ἐρεχθέος ἀστῶν (v. l. ὁ λόγος) P. 7.9

    ἀρχαῖον ὀτρύνων λόγον, ὡς N. 1.34

    ἕπεται δὲ λόγῳ δίκας ἄωτος· ἐσλὸν αἰνεῖν avec mon dire s'accorde justice la plus stricte Puech. N. 3.29

    ἀπειρομάχας ἐών κε φανείη, λόγον ὁ μὴ συνιείς N. 4.31

    ἄπορα γὰρ λόγον Αἰακοῦ παίδων τὸν ἅπαντά μοι διελθεῖν N. 4.71

    οἷον αἰνέων κε Μελησίαν ἔριδα στρέφοι, ῥήματα πλέκων, ἀπάλαιστος ἐν λόγῳ ἕλκειν in the telling N. 4.94

    ψευστὰν δὲ ποιητὸν συνέπαξε λόγον, ὡς ἦρα N. 5.29

    κλεινὸς Αἰακοῦ λόγος, κλεινὰ δὲ καὶ ναυσικλυτὸς Αἴγινα I. 9.1

    μὴ πρὸς ἅπαντας ἀναρρῆξαι τὸν ἀχρεῖον λόγον fr. 180. 1. and so, a report about oneself,

    εἴ τις εὖ πάσχων λόγον ἐσλὸν ἀκούῃ I. 5.13

    b = εὐλογία, praise cf. B. 2. b, infra. ὁπᾷ τε κοινὸν λόγον φίλαν τείσομεν ἐς χάριν (τὸν ὕμνον Σ.) O. 10.11

    ἐγκωμίων γὰρ ἄωτος ὕμνων ἐπ' ἄλλοτ ἄλλον ὥτε μέλισσα θύνει λόγον P. 10.54

    ὃς τάνδε νᾶσον εὐκλέι προσέθηκε λόγῳ N. 3.68

    ἐγὼ δὲ πλέον' ἔλπομαι λόγον Ὀδυσσέος ἢ πάθαν διὰ τὸν ἁδυεπῆ γενέσθ Ὅμηρον N. 7.21

    τιμὰ δὲ γίνεται ὧν θεὸς ἁβρὸν αὔξει λό-

    γον τεθνακότων N. 7.32

    καὶ γὰρ ἡρώων ἀγαθοὶ πολεμισταὶ λόγον ἐκέρδαναν (τὸν ἐγκωμιαστικὸν λόγον. Σ.) I. 5.27
    c utterance, statement, precept

    ἕπεται δὲ λόγος εὐθρόνοις Κάδμοιο κούραις O. 2.22

    αὐδάσομαι ἐνόρκιον λόγον ἀλαθεῖ νόῳ τεκεῖν μή τιν O. 2.92

    οὐ ψεύδει τέγξω λόγον· διάπειρά τοι βροτῶν ἔλεγχος O. 4.18

    ὁ δὲ λόγος ταύταις ἐπὶ συντυχίαις δόξαν φέρει P. 1.35

    τό γ' ἐν ξυνῷ πεποναμένον εὖ μὴ λόγον βλάπτων ἁλίοιο γέροντος κρυπτέτω P. 9.94

    [cf. λόγῳ, B. 1. a, supra, N. 3.29]

    ἔστι δέ τις λόγος ἀνθρώπων, τετελεσμένον ἐσλὸν μὴ χαμαὶ σιγᾷ καλύψαι N. 9.6

    καὶ γυναιξὶν καλλικόμοισιν ἀριστεύει πάλαι (sc. Ἄργος).

    Ζεὺς ἐπ' Ἀλκμήναν Δανάαν τε μολὼν τοῦτον κατέφανε λόγον N. 10.11

    λόγον ἄνακτος Εὐξαντίου ἐπαίνεσα Pae. 4.35

    d prophecy

    παραπειρῶνται Διὸς ἀργικεραύνου, εἴ τιν' ἔχει λόγον ἀνθρώπων πέρι O. 8.4

    σὲ δἐν τούτῳ λόγῳ χρησμὸς ὤρθωσεν P. 4.59

    λόγον φέρεις, τὸν ὅνπερ ποτ' Ὀικλέος παῖς αἰνίξατο P. 8.38

    ἄγγελλε δὲ φοινικόπεζα λόγον παρθένος εὐμενὴς Ἑκάτα τὸν ἐθέλοντα γενέσθαι Pae. 2.77

    e converse, speaking

    δᾶμον Ὑπερβορέων πείσαις λόγῳ O. 3.16

    κέντρον δὲ μάχας ὁ κρατιστεύων λόγος fr. 180. 3. κυριωτερο[ λτ;εἰς σοφίας λόγον> (supp. Snell ex Aristide: as regards the utterance of wisdom) fr. 260. 7. as opposed to thought, ἄνδρες θήν τινες ἀκκιζόμενοι νεκρὸν ἵππον στυγέοισιλόγῳ κείμενον ἐν φάει, κρυφᾷ δὲ σκολιαῖς γένυσσιν ἀνδέροντι fr. 203. 2.
    f sentence

    δικάζει τις, ἐχθρᾷ λόγον φράσαις ἀνάγκᾳ O. 2.60

    h frag. ]

    λόγον τερπνῶν ἐπέων[ Pae. 14.34

    2 pl.,
    a words

    γνῶναί τ' ἔπειτ ἀρχαῖον ὄνειδος ἀλαθέσιν λόγοις εἰ φεύγομεν O. 6.90

    τελεύταθεν δὲ λόγων κορυφαὶ ἐν ἀλαθείᾳ πετοῖσαι of his request O. 7.68

    ἀγανοῖσι λόγοις ὧδ' ἀμείφθη P. 4.101

    εἰ δὲ λόγων συνέμεν κορυφάν, Ἱέρων,

    ὀρθὰν ἐπίστᾳ P. 3.80

    ἀλλὰ τούτων μὲν κεφάλαια λόγων ἴστεP. 4.116

    μειλιχίοισι λόγοις P. 4.128

    μειλιχίοις τε λόγοις P. 4.240

    λόγοισι θνατῶν εὔδοξον ἅρματι νίκαν Κρισαίαις ἐνὶ πτυχαῖς ἀπαγγελεῖ P. 6.16

    τοῖο δ' ὀργὰν κνίζον αἰπεινοὶ λόγοι N. 5.32

    ὄψον δὲ λόγοι φθονεροῖσιν N. 8.21

    καὶ τοιᾷδε κορυφᾷ σάμαινεν λόγων (λόγον Π̆{S}) Πα. 8A. 14. [ θανόντων δὲ καὶ λόγοι φίλοι προδόται ( λόγοι ut glossema del. Bergk) fr. 160.]
    b esp., words, expressions of praise

    ἐπίκουρον εὑρὼν ὁδὸν λόγων O. 1.110

    οὔτοι χαμαιπετέων λόγων ἐφάψεαι O. 9.12

    μελιγάρυες ὕμνοι ὑστέρων ἀρχὰ λόγων τέλλεται O. 11.5

    ὃς ἔχεις καὶ πεδὰ μέγαν κάματον λόγων φερτάτων μναμήἰ P. 5.48

    παροιχομένων γὰρ ἀνέρων, ἀοιδαὶ καὶ λόγοι τὰ καλά σφιν ἔργ' ἐκόμισαν (Pauw: ἀοιδοὶ καὶ λόγιοι codd., Π.) N. 6.30

    θρασύ μοι τόδ' εἰπεῖν φαενναῖς ἀρεταῖς ὁδὸν κυρίαν λόγων οἴκοθεν N. 7.51

    ὑπὲρ πολλῶν τε τιμαλφεῖν λόγοις νίκαν N. 9.54

    ἐν λόγοις δ' ἀστῶν ἀγαθοῖσιν ἐπαινεῖσθαι χρεών N. 11.17

    εἶα τειχίζωμεν ἤδη ποικίλον κόσμον αὐδάεντα λόγων fr. 194. 3.

    Lexicon to Pindar > λόγος

  • 10 Μέγαρα

    Μέγᾰρα (τά) where games were held in honour of Alkathoos and Apollo (N. 5.84a Σ, N. 3.147 Σ., cf. Νίσος.) ἐν Μεγάροισίν τ' οὐχ ἕτερον λιθίνα ψᾶφος ἔχει λόγον (κατὰ τὰ Μέγαρα ἔθος ἐστὶ τῶν νικηφόρων τὰ ὀνόματα λίθοις ἐγκολάπτεσθαι. Σ.) O. 7.86 Πέλλανά τε καὶ Σικυὼν καὶ Μέγαῤ (sc. μαρτυρήσουσι νίκας) O. 13.109 Μεγάροις δ' ἔχεις γέρας (byz.: ἐν Μεγάροις codd.) P. 8.78
    1

    τίν γε μὲν ἀεθλοφόρου λήματος ἕνεκεν Νεμέας Ἐπιδαυρόθεν τ' ἄπο καὶ Μεγάρων δέδορκεν φάος N. 3.84

    Lexicon to Pindar > Μέγαρα

  • 11 οὐ

    οὐ (
    1

    οὔ O. 7.48

    :

    κοὐ P. 4.151

    )
    1 negatives vb., sent.
    a

    οὐκ ἐδυνάσθη O. 1.56

    ἀλλ' οὐ καλὰ δένδρἐ ἔθαλλεν χῶρος O. 3.23

    οὔ μιν διώξω O. 3.45

    οὐ ψεύδει τέγξω λόγον O. 4.17

    ἀλλά μιν οὐκ εἴασεν O. 7.61

    κατακρύπτει δ' οὐ κόνις συγγόνων κεδνὰν χάριν O. 8.79

    θάνατον αἰπὺν οὐκ ἐξέφυγεν O. 10.42

    Νέμεά τ' οὐκ ἀντιξοεῖ O. 13.34

    σαφὲς οὐκ ἂν εἰδείην λέγειν O. 13.46

    οὐ ψεύσομ O. 13.52

    οὐ χρὴ O. 13.94

    οὐ φθίνει P. 1.94

    οὔ οἱ μετέχω θράσεος P. 2.83

    οὐκ ἔμειν P. 3.16

    οὐχ ἅπτεται P. 3.29

    τὰ μὲν ὦν οὐ δύνανται P. 3.82

    οὐκ ἐς μακρὸν ἔρχεται P. 3.105

    τὸν μὲν οὐ γίνωσκον P. 4.86

    οὐ πρέπειP. 4.147

    οὐκ ἐόλει P. 4.233

    οὐκ ἀπέριψεν P. 6.37

    τὰ δ' οὐκ ἐπ ἀνδράσι κεῖται P. 8.76

    τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; P. 8.95 οὐ κεχείμανταιP. 9.32

    οὐκ ἀποδαμεῖ P. 10.37

    οὐ φαίνεται P. 12.29

    οὐκ ἔραμαι N. 1.31

    οὐκ ἐλεγχέεσσιν ἐμίανε N. 3.15

    τῶν οὐκ ἄπεσσι N. 3.76

    Γαδείρων τὸ πρὸς ζόφον οὐ περατόν N. 4.69

    οὐ νέοντ N. 4.77

    οὐκ ἀνδριαντοποιός εἰμ N. 5.1

    οὐ σπανίζει N. 6.31

    οὔ κεν ἔπαξε N. 7.25

    οὐκ ἔχω εἰπεῖν N. 7.56

    οὐκ ἀποβλάπτει N. 7.60

    οὐ μέμψεται N. 7.64

    χειρόνεσσι δ' οὐκ ἐρίζει N. 8.22

    ὦ Μέγα, τὸ δ' αὖτις τεὰν ψυχὰν κομίξαι οὔ μοι δυνατόν N. 8.45

    οὐκ ἔστι πρόσωθεν (Boehmer: οὐκέτι πόρσω, οὐκ ἔστι πρόσω codd.) N. 9.47

    οὐ θαῦμα σφίσιν ἐγγενὲς ἔμμεν N. 10.50

    οὐ γνώμᾳ διπλόαν θέτο βουλάν N. 10.89

    οὐχ ἕπεται N. 11.43

    οὐ φράζεται I. 1.68

    οὐκ ἐμέμφθη I. 2.20

    οὐ κατελέγχει I. 3.14

    οὐ φείσατο I. 6.33

    γλῶσσα δ' οὐκ ἔξω φρενῶν I. 6.72

    ἀλλ' οὔ σφιν ἄμβροτοι τέλεσαν εὐνὰν θεῶν

    πραπίδες I. 8.30

    οὐ κατέφθινε I. 8.46

    οὐ κατελέγχει I. 8.65

    οὐ ψεῦδος ἐρίξω fr. 11.

    οὐκ ἤθελεν Pae. 4.28

    οὐ τόλμα Pae. 6.94

    οὔ κεν ἐς ἀπλακ[ Pae. 18.6

    ο]κ ἐννέπει (supp. Snell) fr. 60. b. 15. οὐ λανθάνει fr. 75. 13. οὐ πέπαται fr. 105b. 2. ]κράνας ο[ὐ π]ρολείπει[ (supp. Lobel) Θρ.. 1. οὐκ ἔστιν fr. 134. οὐ φίλων ἐναντίον ἐλθεῖν (καὶ, καὶ οὐδὲ vv. ll.) fr. 229. οὐκ ἔλιπον fr. 236.
    b οὐκ ἀλλά (v. also ἀλλά).

    οὐ χθόνα ταράσσοντες ἀλλὰ O. 2.63

    οὐκ ἄτερ παίδων σέθεν, ἀλλ' ἅμα πρώτοις O. 8.45

    οὐχ ὑπέμεινεν ὄλβον ἀλλὰ P. 2.26

    κοὔ με πονεῖ ἀλλὰP. 4.151

    ὃς οὐ ἀλλ P. 5.27

    P. 5.76, I. 1.26, I. 4.49

    οὕνεκεν οὔ σε παιηόνων ἄδορπον εὐνάξομεν, ἀλλ' κατερεῖς Pae. 6.127

    c

    οὐ γάρ. οὐ γὰρ ἦν πενταέθλιον, ἀλλ I. 1.26

    οὐ γὰρ φύσιν ὠαριωνείαν ἔλαχεν, ἀλλ I. 4.49

    οὐ γὰρ ἔσθ' ὅπως τὰ θεῶν βουλεύματ ἐρευνάσει fr. 61. 3. οὐ γὰρ εικ[ P. Oxy. 2442, fr. 68.
    d οὐ γε, qualifying subord. cl.

    πόρθησε τὸν μέγαν πολεμιστὰν ἔκπαγλον Ἀλκυονῆ, οὐ τετραορίας γε πρὶν δυώδεκα πέτρῳ ἕλεν N. 4.28

    2 combined with other neg.

    οὐ χθόνα ταράσσοντες ἐν χερὸς ἀκμᾷ οὐδὲ πόντιον ὕδωρ O. 2.63

    κλέπτει τέ μιν οὐ θεὸς οὐ βροτὸς P. 3.30

    αἰὼν δ' ἀσφαλὴς οὐκ ἔγεντ οὔτ Αἰακίδᾳ παρὰ Πηλεῖ οὔτε παῤ ἀντιθέῳ Κάδμῳ P. 3.87

    οὔ τι οὐδὲ μὰνP. 4.87

    πόνων δ' οὔ τις ἀπόκλαρός ἐστιν οὔτ ἔσεται P. 5.54

    οὔ μιν ἄλυξεν, οὐδὲ μὰν βασιλεὺς Γιγάντων P. 8.16

    Οὐλυμπίᾳ τε Θεόγνητον οὐ κατελέγχεις, οὐδὲ Κλειτομάχοιο νίκαν Ἰσθμοῖ P. 8.37

    ἄνευ σέθεν οὐ φάος, οὐ μέλαιναν δρακέντες εὐφρόναν τεὰν ἀδελφεὰν ἐλάχομεν N. 7.3

    ἀλλ' οὔ νιν φλάσαν οὐδ ἀνέχασσαν N. 10.68

    ἐν σχερῷ δ' οὔτ ὦν μέλαιναι καρπὸν ἔδωκαν ἄρουραι, δένδρεά τ οὐκ ἐθέλει ἄνθος εὐῶδες φέρειν N. 11.40

    ἁ Μοῖσα γὰρ οὐ φιλοκερδής πω τότ' ἦν οὐδ ἐργάτις I. 2.6

    οὐ γὰρ πάγος οὐδὲ προσάντης ἁ κέλευθος γίνεται I. 2.33

    πόλις, ἅτις οὐ Πηλέος ἀίει κλέος ἥρωος οὐδ' ἅτις Αἴαντος Τελαμωνιάδα καὶ πατρός I. 6.25

    τῶν μὲν ὑπὸ στάθμᾳ νέμονται οὐ θέμιν οὐδὲ δίκαν ξείνων ὑπερβαίνοντες I. 9.5

    οὐ πενθέων δ' ἔλαχον, λτ;οὐγτ; στασίων (supp. et add. e Plutarcho et Σ pap. Blass) Πα... κεῖνον οὐ σὴς οὐδὲ κὶς δάπτει fr. 222. 2. τὸ πεπρωμένον οὐ πῦρ οὐ σιδάρεον σχήσει τεῖχος fr. 232. στῆναι μὲν οὐ θέμις οὐδὲ παύσασθαι φορᾶς ?fr. 358.
    3
    a c. part.

    κόρος οὐ δίκᾳ συναντόμενος O. 2.96

    ἔργῳ τ' οὐ κατὰ εἶδος ἐλέγχων ἐξένεπε O. 8.19

    ἀνορέας δ' οὐκ ἀμπλακὼν O. 8.67

    βασιλεὺς οὐ φθονέων ἀγαθοῖς P. 3.71

    οὐκ ἐρίζων P. 4.285

    οὐκ ἀτιμάσαντα P. 9.80

    οὐ λαθὼν χρυσόθρονον Ἥραν N. 1.37

    καίπερ ἐφαμερίαν οὐκ εἰδότες οὐδὲ μετὰ νύκτας ἄμμε πότμος ἅντιν' ἔγραψε δραμεῖν ποτὶ στάθμαν N. 6.6

    ἐπεί τοι οὐκ ἐλινύσοντας αὐτοὺς ἐργασάμαν I. 2.46

    οὐκ ἐθελο[ Πα. 7B. 43. οὐκ ἰδυῖα fr. 182.

    καὶ τοὶ γὰρ αἰθοίσας ἔχοντες σπέρμ' ἀνέβαν φλογὸς οὔ O. 7.48

    b c. adj.

    ὁ μέγας δὲ κίνδυνος ἄναλκιν οὐ φῶτα λαμβάνει O. 1.81

    χόλον οὐ φατὸν O. 6.37

    οὐχ ἕτερον λιθίνα ψᾶφος ἔχει λόγον O. 7.86

    οὐ σκαιότερον χρῆμ' ἕκαστον O. 9.104

    μία δ' οὐχ ἅπαντας ἄμμε θρέψει μελέτα O. 9.106

    χάρμα δ' οὐκ ἀλλότριον νικαφορία πατέρος P. 1.59

    χόλος δ' οὐκ ἀλίθιος γίνεται παίδων Διός P.3.11.

    οὐκ ἀποδάμου Ἀπόλλωνος τυχόντος P. 4.5

    οὐ ξείναν γαῖαν ἄλλωνP. 4.118σέ, τὸν οὐ θεμιτὸν ψεύδει θιγεῖνP. 9.42

    λαχόντες οὐκ ὀλίγαν δόσιν P. 10.20

    ἴσχει τε γὰρ ὄλβος οὐ μείονα φθόνον P. 11.29

    τὸ δὲ μόρσιμον οὐ παρφυκτόν P. 12.30

    θαμὰ δ' ἀλλοδαπῶν οὐκ ἀπείρατοι δόμοι ἐντί N. 1.23

    οὐκ ἀέκοντες ἄνθεσι μείγνυον N. 4.21

    πέφανται οὐκ ἄμμορος ἀμφὶ πάλᾳ κυναγέτας N. 6.14

    ἀναπνέομεν δ' οὐχ ἅπαντες ἐπὶ ἴσα N. 7.5

    οὐ ψεῦδις ὁ μάρτυς ἔργμασιν ἐπιστατεῖ N. 7.49

    οὐ τραχύς εἰμι N. 7.76

    οὐ δυνατὸν ἐξελέγχειν N. 10.45

    ἁνία τ

    ἀλλοτρίαις οὐ χερσὶ νωμάσαντ I. 1.15

    οὐκ ἄγνωτ' ἀείδω I. 2.12

    οὐκ ἀγνῶτες I. 2.30

    ἄγει τ' ἀρετὰν οὐκ αἴσχιον φυᾶς I. 7.22

    ἔτλαν δὲ πένθος οὐ φατόν I. 7.37

    ἥβαν γὰρ οὐκ ἄπειρον I. 8.70

    ο]ὐκ αἰσχρὸν πάθοις[ Πα. 13. b. 6. ]τον οὐ ῥητ[ὸ]ν[ Πα. 17. a. 4. ἐχθρὰν ἔριν οὐ παλίγγλωσσον, ἀλλὰ Παρθ. 2.. λτ;οὐγτ; πολλὸς ἐν καιρῷ χρόνος” (οὐ add. Coraes: παῦρος pro πολλὸς coni. Schr.) fr. 168. 6. στρατὸς οὐκ ἀέκ[ων (supp. Lobel) fr. 169. 52. οὐκ ἄναλκις, ὡς τόσον ἀγῶνα δῦναι ?fr. 342.
    4 c. subs.

    πολλῶν ἐπέβαν καιρὸν οὐ ψεύδει βαλών N. 1.18

    θεράπων δέ οἱ, οὐ δράστας ὀπαδεῖ P. 4.287

    ἐν ἔργμασιν δὲ νικᾷ τύχα, οὐ σθένος fr. 38.
    5 c. adv.
    a

    ὄπιθεν οὐ πολλὸν O. 10.36

    οὐχ ὁμῶς I. 3.6

    b

    οὔ ποτε. ὁ χάλκεος οὐρανὸς οὔ ποτ' ἀμβατὸς αὐτῷ P. 10.27

    οὔ ποτ' ἀτρεκεῖ κατέβα ποδί N. 3.41

    τὸ δ' ἐμὸν οὔ ποτε φάσει κέαρ N. 7.102

    c οὐκ ἔτι (cf. οὐκέτι)

    ἀρχοὶ δ' οὐκ ἔτ ἔσαν Ταλαοῦ παῖδες, βιασθέντες λύᾳ N. 9.14

    6 c. prep., in meiosis.

    οὐκ ἄτερ παίδων σέθεν, ἀλλ O. 8.45

    ἇς οὐκ ἄτερ P. 2.7

    οὐκ ἄτερ τέχνας P. 2.32

    οὐ κατ' αἶσανP. 4.107

    οὐ θεῶν ἄτερ, ἀλλὰ P. 5.76

    οὐ Χαρίτων ἑκάς P. 8.21

    αἰσιᾶν οὐ κατ' ὀρνίχων ὁδόν N. 9.19

    οὐκ ἄτερ Αἰακιδᾶν I. 5.20

    οὐ πὰρ σκοπόν fr. 6a. g.
    7 c. inf.

    χρὴ δὲ πρὸς θεὸν οὐκ ἐρίζειν P. 2.88

    8
    a οὔπω, v. πω.
    b

    οὔτοι, οὔ τοι. οὔτοι χαμαιπετέων λόγων ἐφάψεαι O. 9.12

    οὔ τοι ἅπασα κερδίων φαίνοισα πρόσωπον ἀλάθεἰ ἀτρεκές N. 5.16

    οὔτοι τετύφλωται μακρὸς μόχθος ἀνδρῶν, οὐδ' ὁπόσαι δαπάναι ἐλπίδων ἔκνιξ ὄπινI. 5.58 οὔτοι με ξένον οὐδ' ἀδαήμονα Μοισᾶν ἐπαίδευσαν κλυταὶ Θῆβαι fr. 198a.
    c οὔ τις, (cf. οὔτις)

    πεῖρας οὔ τι θανάτου O. 2.31

    , cf. O. 12.7

    πόνων δ' οὔ τις ἀπόκλαρός ἐστιν οὔτ ἔσσεται P. 5.54

    ἕτερον οὔ τινα οἶκον

    ἀπεφάνατο πυγμαχία λτ;πλεόνωνγτ; ταμίαν στεφάνων N. 6.25

    cf. τί δ' οὔ τις; P. 8.95
    d οὔ τί που. οὔ τί που οὗτος Ἀπόλλων, οὐδὲ μὰνP. 4.87
    9 frag. οὐκ ἂν παρ[ Θρ. 2. 3.

    Lexicon to Pindar > οὐ

  • 12 μονόψηφος

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μονόψηφος

  • 13 ἀντίθετος

    A opposed, antithetic, ἀ. εἰπὼν οὐδέν Timoel. 127;

    φύσιν ἔχειν ἀ. πρός τι Plu.2.672c

    ;

    ἀρεταῖς κακίαι ἀ. S.E.M.9.156

    , cf. Plot.2.5.2, Phld.Ir.p.87 W.: c.gen., inconsistent with, PTeb.24.63. Adv. [suff] ἀντί-τως,

    συζυγεῖν Plu.2.1022e

    , cf. Demetr.Eloc.24; ἀ. ἔχειν, of bones in arm, Heliod. ap. Orib.44.23.27; ἀ. ἀντικεῖσθαι, of ὑγίεια and νόσος, opp. ἀντιφατικῶς, Alex.Aphr. in Top.580.1.
    2=διάμετρος, Vett.Val.340.23.
    3 ἀ. ψᾶφος blackball, GDI4p.1204 ([place name] Itanos).
    4 ἀντίθετον, τό, antithesis, Ar.Fr. 326, Arist.Rh.Al. 1435b26, Aeschin. 2.4.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντίθετος

  • 14 ἱερομνημονικός

    ἱερο-μνημονικός, [dialect] Dor. [suff] ἱερό-μνᾱμ-, ή, όν,
    A of a ἱ., ψᾶφος ib.554.21 (Thermon, iii B.C.).

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱερομνημονικός

См. также в других словарях:

  • ψάφος — ἡ, Α (δωρ. τ.) βλ. ψήφος …   Dictionary of Greek

  • ψᾶφος — ψῆφος a small round worn stone fem nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψήφος — η / ψῆφος, ΝΜΑ, και ψήφος, ο, Ν, και δωρ. τ. ψᾱφος Α καθένα από τα λίθινα κατά την αρχαιότητα ή μολύβδινα κατά τους νεώτερους χρόνους σφαιρίδια τα οποία έριχναν σε ειδική κάλπη οι μετέχοντες σε ψηφοφορία (α. «πήρε πέντε χιλιάδες ψήφους» β. «τῶν… …   Dictionary of Greek

  • ποτιψαφίζομαι — Α (δωρ. τ.) προσψηφίζομαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + ψηφίζομαι (< ψῆφος/ ψᾱφος)] …   Dictionary of Greek

  • ψάφαξ — ή ψάφαξ, άφακος, ἡ, Α αιολ. τ. τής λ. ψήφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψᾶφος, δωρ. τ. τού ψῆφος + επίθημα αξ (πρβλ. λίθ αξ)] …   Dictionary of Greek

  • ψάφιγξ — άφιγγος, ἡ, Α (αιολ. τ.) ψήφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψᾶφος, δωρ. τ. τού ψῆφος + εκφραστικό επίθημα ιγξ (πρβλ. σάλπ ιγξ, λάϊγγες)] …   Dictionary of Greek

  • ψαφοτριβέων — Α (κατά τον Ησύχ.) «περὶ τοὺς λόγους τριβομένων». [ΕΤΥΜΟΛ. < ψᾶφος, δωρ. τ. τού ψῆφος* + τρίβω] …   Dictionary of Greek

  • bhes-1 —     bhes 1     English meaning: to smear, spread     Deutsche Übersetzung: “abreiben, zerreiben, ausstreuen”     Material: O.Ind. bábhasti “chews up”, 3. pl. bápsati; bhásma n. “ash” resulted through verbal extensions of psü(i) , psō/i/ , psǝ(i) …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»