-
1 ψόθος
-
2 ψοθος
-
3 ψόθος
ψόθοςmasc nom sg -
4 ψόθος
ψόθος, ὁ, -
5 ψόθον
ψόθοςmasc acc sg -
6 ψόθου
ψόθοςmasc gen sg -
7 ψόλος
ψόλος, ὁ, Ruß, Rauch, Dampf, bes. ein färbender, nicht zündender Blitz (vgl. ψόϑος, σποδός), Ggstz von αἰϑός, Nic. Th. 288, wo der Schol. zu vgl., der aus Aesch. frg. 20 anführt ἐπιβωμίῳ ψόλῳ. S. auch Arist. meteor. 3, 1.
-
8 ψοῖθος
ψοῖθος, = ψόϑος 2, VLL.
-
9 ψοθάλλω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψοθάλλω
-
10 ἄσβολος
Grammatical information: f. (m.)Meaning: `soot' (Hippon.). ἀσβολόεν μέγα, ὑψηλόν (= ψολόεν Latte), μέλαν H. (for μέγα read also μέλαν; its final ν was read as υ, which led to the interpretation of υψολοεν as ὑψηλόν).Other forms: Also ἀσβόλη f. (Semon.)Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Unknown. One compared words for `ashes', `dry', like Gr. ἄζω `wither', Goth. azgo, OHG. asca `ashes'. But - βόλος would remain unclear; hardly to βάλλω. Fur. 154f considers it a substr. word, which is undoubtedly correct: note the rare group - σβ-. He compares σποδός `soot', which is unexplained. He further points to σποδίτης ( ἄρτος) `bread baked in hot ashes', which is also called σπολεύς (Philet. ap. Ath. 3, 114e; corrected by Frisk to *σποδεύς!) For δ\/λ cf. λαβύρινθος, Myc. dapu₂rito-. Finally, 393 n. 21 he asks whether the group is identical with ψόλος `soot' (A.); I think that this is most probable (but not to ψόθος `dirt'); on σπ\/ψ Fur. 393.Page in Frisk: 1,160-161Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἄσβολος
См. также в других словарях:
ψόθος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψόθος — (I) και ψοῑθος, ὁ, Α 1. (κατά το λεξ. Σούδα) α) αιθάλη, καπνός β) ρύπος, ακαθαρσία 2. (μόνον ο τ. ψοῑθος) (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν, τον Φώτ. και το λεξ. Σούδα) σποδός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το επιφώνημα ψό* και εμφανίζει το ίδιο δασύ… … Dictionary of Greek
ψόθον — ψόθος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψόθου — ψόθος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψό — ΜΑ επιφώνημα που δήλωνε αηδία, αποστροφή ή αγανάκτηση αρχ. ποιμενικό επίφθεγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Επιφώνημα δηλωτικό αηδίας, αγανάκτησης, αποδοκιμασίας, που χρησιμοποιήθηκε στον σχηματισμό πολλών τ. με σημ. «ψώρα, ακαθαρσία, αιθάλη» (πρβλ. ψώα, ψόλος,… … Dictionary of Greek
ψοίθος — ὁ, Α βλ. ψόθος (Ι) … Dictionary of Greek
ψοθάλλω — Α (κατά τον Ησύχ.) παράγω υπόκωφο θόρυβο, ψοφῶ* (Ι). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. συνδέεται με το επιφώνημα ψό* και τον τ. ψόθος (ΙΙ) «θόρυβος» και έχει σχηματιστεί με ένθημα αλ και ενεστ. επίθημα jω (πρβλ. ψαθ άλ λω)] … Dictionary of Greek
ψοθόκη — Α (κατά τον Ηρωδιαν.) «ακαθαρσία». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τη λ. ψόθος (Ι)] … Dictionary of Greek
ψοθώ — έω, Α [ψόθος (II)] παράγω θόρυβο, ψοφῶ* (Ι) … Dictionary of Greek
ψοθώα — ἡ, ΜΑ ακαθαρσία. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τη λ. ψόθος (Ι)] … Dictionary of Greek
ψοιθός — ή, όν, Α (για ζώο) σταχτής. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. ψόθος (Ι) «αιθάλη, καπνός»] … Dictionary of Greek