-
1 ψοθοιος
-
2 ψόθοιος
ψόθοιος, ὁ, Schmutz, Aesch. frg. in Phot. lex.
-
3 ψοθοιὸς
Aὁ ἀκάθαρτος Theognost.Can.53
(given as oxyt.); πλέω γράσου καὶ ψοθοίου (here = ἀκαθαρσία and not oxyt.) καὶ ῥύπου γε καὶ ψόθου cited by Phot. perh. fr. Ar. (v. ad Fr. 892/3 ) and A. (cf. Fr.82).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψοθοιὸς
-
4 ψόθοιος
ψόθοιος, ὁ, Schmutz -
5 ψοθος
См. также в других словарях:
ψόθοιος — ον, ΜΑ, και τ. αρσ. ψοθοιός, ὁ, Α (κυρίως κατά τον Θεόγνωστ.) ακάθαρτος, ρυπαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τη λ. ψόθος (Ι)] … Dictionary of Greek