Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ψόαι

См. также в других словарях:

  • ψόα — η, ΝΜΑ, και ψύα ΜΑ, και ψυά και ιων. τ. ψύη και ψοιά και ψοία και ψυία και τ. πληθ. ψίαι και ψειαί Α (κυρίως στον πληθ.) οι ψόες και αἱ ψόαι οι μύες τής οσφυϊκής χώρας που εκτείνονται μέχρι την περιοχή τών νεφρών νεοελλ. 1. κρέας σφαγίου από την… …   Dictionary of Greek

  • лядвия — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  сущ. (греч. ψόα, во мн. ч. ψόαι) ляжка; внутренние поясничные… …   Словарь церковнославянского языка

  • νευρομήτραι — νευρομῆτραι, αἱ (Α) οι μυώνες τής οσφύος οι οποίοι φθάνουν μέχρι τα νεφρά, αλλ. ψόαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + μήτρα] …   Dictionary of Greek

  • παράφυση — η / παράφυσις, ύσεως, ἡ Α [παραφύω] νεοελλ. 1. βοτ. μονοκύτταρη στείρα νηματοειδής απόφυση πού βρίσκεται στο μυκήλιο μερικών βρυοφύτων και φυκών, καθώς και μεταξύ τών βασιδίων ή τών ασκών τών ανώτερων μυκήτων 2. (συγκρ. ανατ.) πρόσθιο εκκόλπωμα… …   Dictionary of Greek

  • συναλγώ — έω, ΜΑ [ἀλγῶ] λυπούμαι, θλίβομαι κι εγώ μαζί με άλλον (α. «συνήλγουν αὐτοῑς ἐπὶ ταῑς προσδοκωμέναις συμφοραῑς», Διόδ. β. «δήλωσον ἡμῑν τοῑς ξυναλγοῡσιν τύχας», Σοφ.) αρχ. πονώ επίσης («ἔτι δὲ καὶ ψόαι καὶ ἰσχία συναλγεῑ τισι», Σωρ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»