-
1 παραφυας
-
2 παραφυάς
παραφυάςside-growth: fem nom sg -
3 παραφυάς
παραφυάς, άδος, ἡ (παραφύω ‘produce at the side’, s. prec. entry; Hippocr., Aristot. et al.; LXX; En 26:1) someth. growing off the side, offshoot, side growth.ⓐ (Theophr., HP 2, 2, 4; Nicander, Fgm. 80 π. of a palm tree; Philo, Plant. 4) Hs 8, 1, 17f; 8, 2, 1f; 8, 3, 7; 8, 4, 6; 8, 5, 2; 5f.ⓑ in imagery (Aristot., EN 1, 4 [1096] al.; 4 Macc 1:28), of sectarians who, as side growths of a plant created by God, can bear nothing but death-dealing fruit ITr 11:1.—DELG s.v. φύομαι. -
4 παραφυάς
A side-growth,1 in plants, sucker, off shoot, opp. παρασπάς, Thphr.HP2.2.4, cf. 1 Enoch 26.1: metaph.,παραφυάδι ἔοικε τοῦ ὄντος Arist.EN 1096a21
, cf.Ph.1.330 (pl.).2 in animals, branch of a vein, Hp.Oss.18 ; of certain appendages in the ἀστακός, Arist. HA 526a29, cf. PA 672b27.3 metaph., of branches of a discussion, Stob.2.7.2, EM784.28, etc. ; also,τὸ πρός τι παραφυάδι ἐοικός Plot.6.2.16
. [[pron. full] ῡ in Nic. Fr.80, perh. metri gr.]Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραφυάς
-
5 παραφυάς
παρα-φυάς, άδος, ἡ, Nebenschößling, stolo; von den Adern, von anderen Ausschüssen oder Nachwüchsen -
6 παραφυάς,-άδος
+ ἡ N 3 0-0-3-1-1=5 Ez 31,3.6.8; Ps 79(80),12; 4 Mc 1,28 -
7 παραφυάδα
παραφυάςside-growth: fem acc sg -
8 παραφυάδας
παραφυάςside-growth: fem acc pl -
9 παραφυάδες
παραφυάςside-growth: fem nom /voc pl -
10 παραφυάδι
παραφυάςside-growth: fem dat sg -
11 παραφυάδος
παραφυάςside-growth: fem gen sg -
12 παραφυάδων
παραφυάςside-growth: fem gen pl -
13 παραφυάσι
παραφυάςside-growth: fem dat pl -
14 παραφυάσιν
παραφυάςside-growth: fem dat pl -
15 παρα-σπάς
-
16 παρά-φυσις
παρά-φυσις, ἡ, = παραφυάς; δένδρων, Poll. 7, 145; von Thieren, περὶ παραφύσεως τῶν πλεοναζόντων ἢ ἐλλειπόντων μορίων, Arist. gener. anim. 4, 4; Theophr. u. Sp.
-
17 побег
побег Iм (бегство) ἡ δραπέτευση [-ις], ἡ ἀπόδραση [-ις] (из тюрьмы)/ ἡ λιποταξία (дезертирство).побег IIм (росток) ὁ βλαστός, τό βλαστάρι/ ἡ παραφυάς (от корня). -
18 παρασπάς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρασπάς
-
19 παραφυής
παραφῠ-ής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραφυής
-
20 παράφυσις
A = παραφυάς 1, Thphr.HP7.2.5.2 παραφύσιες μυῶν, = ψόαι, Hp.Art.45.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παράφυσις
- 1
- 2
См. также в других словарях:
παραφυάς — side growth fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραφυάδα — παραφυάς side growth fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραφυάδας — παραφυάς side growth fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραφυάδες — παραφυάς side growth fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραφυάδι — παραφυάς side growth fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραφυάδος — παραφυάς side growth fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραφυάδων — παραφυάς side growth fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραφυάσι — παραφυάς side growth fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραφυάσιν — παραφυάς side growth fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραφυάδιον — τὸ, Α [παραφυάς, άδος] (υποκορ. τού παραφυάς) (κατά τον Ησύχ.) μικρή παραφυάδα … Dictionary of Greek
παρ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση παρά. Απαντά και με τη μορφή παραι σε συνθ. τής Αρχαίας Ελληνικής (πρβλ. παραι βάτης). Το παρ(α) συντίθεται με ρήματα, ονόματα και επιρρήματα και εμφανίζει… … Dictionary of Greek