-
1 ψιθυρισμα
-
2 ψιθύρισμα
-
3 ψιθύρισμα
ψιθύρισμαwhispering: neut nom /voc /acc sg -
4 ψιθύρισμα
ψιθύρισμα, τό, das Gezischel, Gelispel, Geflüster; Ohrenbläserei, heimliche Verleumdung; das Gesäusel der Bäume -
5 ψιθύρισμα
το, ψιθύρισμός ο1) шептание; нашёптывание; 2) перен. нашёптывание, распространение слухов; 3) шорох, шелест (листьев); журчание (воды); жужжание (насекомых и т. п.) -
6 ψίθυρισμα
[пситириэма] ουσ ο шептание, нашептывание. -
7 ψιθύρισμα
A whispering,ψ. τὸ ναυτικόν AP9.546
(Antiphil.); δόλια ψ. ib. 3.3 (Inscr.Cyzic.).2 any low whispering noise, as of trees rustling, Theoc.1.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψιθύρισμα
-
8 ψιθυρισμάτων
ψιθύρισμαwhispering: neut gen pl -
9 ψιθυρίσμασιν
ψιθύρισμαwhispering: neut dat pl -
10 ψιθυρίσματι
ψιθύρισμαwhispering: neut dat sg -
11 ψιθυρός
ψιθυρός, όν, zischelnd, flüsternd, zwitschernd, ὄρνιϑες Ep. ad. 33 (XII, 136); bes. verleumdend, βροτοί Pind. P. 2, 75, λόγοι Soph. Ai. 148, Sp., wie Luc. Merc. cond. 28; ὁ ψιϑυρός = ψιϑυριστής, der Verleumder, Ohrenbläser. – Aber ὁ ψίϑυρος ist subst., = ψιϑύρισμα, Verleumdung, Aesch. Suppl. 1026, l. d.
-
12 τιταίνω
τῐταίνω, [dialect] Ep. redupl. for τείνω, τανύω, only used in [tense] pres., [tense] impf., and [tense] aor. [voice] Act., [tense] impf. and [tense] aor. [voice] Med., [tense] pres. and [tense] impf. [voice] Pass.:—A stretch, τόξα τιταίνων bending his bow, Il.8.266; ἕτερος δ' ἐπὶ πάσι ( παισὶ Pap.; v. πᾶσις)ποικίλον τόξον τιταίνει B.9.43
; so in [voice] Med.,ἐτιταίνετο καμπύλα τόξα Il.5.97
, cf. Od.21.259;Τυδεΐδῃ ἔπι τόξα τιταίνετο Il.11.370
; φόρμιγγα τιτηνάμενος having tuned my harp, Orph.A. 251 codd.; hence τιταίνει.. νόμον plays a tune on the strings, Ar.Fr. 671 (troch.).2 stretch out,περὶ μέσσῳ χεῖρε τιτήνας Il.13.534
; χρύσεια πατὴρ ἐτίταινε τάλαντα held them out, 8.69;προπάροιθε θρόνων ἐτίταινε τραπέζας Od. 10.354
:—[voice] Pass., extend,τῇ καὶ τῇ D.P.637
, cf. 92, 116, al.3 draw at full stretch, ἅρμα τ. Il.2.390;βόε οἴνοπε πηκτὸν ἄροτρον.. τιταίνετον 13.704
: abs., τιταίνετον haste along, 23.403.4 [voice] Pass., strain or exert oneself, chiefly in part., ἂψ ὤσασκε τιταινόμενος with vehement effort, Od.11.599;γυῖα τιταινόμενος APl.4.105
; of a horse galloping, τιταινόμενος πεδίοιο stretching over the plain, Il.22.23; ; of birds,τιταινομένω πτερύγεσσιν Od.2.149
; of a man running at full speed, Hes.Sc. 229; of rivers,τ. κατ' ὄρεσφι Opp.H.1.22
.5 in Hp., Aret., and late [dialect] Ep., strain, ὄμμα τ. Man.4.496, etc.;τ. ὄμμα εἴς τι Nonn.D.7.283
; τ. ψιθύρισμα whistle loudly, ib.1.31, etc.:—[voice] Pass., to be strained or stretched, as in convulsions, Hp.Epid.5.47, Nic.Th. 722, Aret.CA1.5, etc.: metaph., ἡ ὀδύνη τ. becomes intense, Hp.Mul.2.134 (unless τὰ σκέλεα is the subject).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τιταίνω
-
13 ψιθυρός
ψιθυρός, όν, zischelnd, flüsternd, zwitschernd; bes. verleumdend; ὁ ψιϑυρός = ψιϑυριστής, der Verleumder, Ohrenbläser. Aber ὁ ψίϑυρος ist subst., = ψιϑύρισμα, Verleumdung
См. также в других словарях:
ψιθύρισμα — whispering neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιθύρισμα — το, ατος το να ψιθυρίζει κάποιος, ο ψίθυρος, το μουρμούρισμα: Οι καθηγητές ενοχλούνται και με το παραμικρό ψιθύρισμα μέσα στην τάξη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψιθύρισμα — το, ΝΜΑ [ψιθυρίζω] ψίθυρος … Dictionary of Greek
ψιθυρισμάτων — ψιθύρισμα whispering neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιθυρίσμασιν — ψιθύρισμα whispering neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιθυρίσματι — ψιθύρισμα whispering neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακρόαση — Το να ακούει κανείς προσεκτικά κάποιον που μιλάει (από το ρήμα ακροάομαι ώμαι). Σημαίνει επίσης την υποδοχή, σε προκαθορισμένο χρόνο, από μια αρχή, πρόεδρο, υπουργό, διευθυντή κλπ. ενός προσώπου που θέλει να υποβάλει μια αίτηση, παράπονα κλπ.… … Dictionary of Greek
ψιθυρισμός — ο, ΝΜΑ [ψιθυρίζω] ψιθύρισμα αρχ. 1. συκοφαντία («καταλαλιαί, ψιθυρισμοί, φυσιώσεις», ΚΔ) 2. φυλακτήριο ή μαγικό μέσο που αποκτά μαγική δύναμη με ψιθύρισμα 3. κροτάλισμα … Dictionary of Greek
θρους — ο (ΑΜ θροῡς, Α και θρόος) νεοελλ. χαμηλός αλλά συνεχής θόρυβος, το θρόισμα, το ψιθύρισμα μσν. αρχ. θόρυβος, κραυγή αρχ. 1. (για δυσαρεστημένο πλήθος) μουρμούρισμα 2. φήμη, διάδοση 3. ο μουσικός ήχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρέομαι. ΣΥΝΘ. (Β συνθετικό) αρχ … Dictionary of Greek
θρόισμα — το [θροΐζω] ασθενής αλλά συνεχής θόρυβος, ψιθύρισμα («το θρόισμα τών φύλλων») … Dictionary of Greek
μουρμούρα — Ψάρι γνωστό και με την επιστημονική ονομασία πάγελλος ο μόρμυρος, που ανήκει στην οικογένεια των σπαριδών. Έχει σώμα ωοειδές, πεπιεσμένο στα πλάγια και μεγάλα πτερύγια, από τα οποία το ραχιαίο αποτελείται από δύο τμήματα, το μπροστινό (που είναι… … Dictionary of Greek