-
1 ψευστης
I(λόγος Pind.)
ψ. ἀνήρ Her. — лжец:πυρσὸς ψ. Anth. — обманчивый сигнальный огонь;ψ. τύμβος Anth. — ложная гробница, кенотаф(ий)IIψ. τινὸς φαίνεσθαι Soph. — оказаться лжецом в чем-л.
-
2 ψεύστης
ὁ ψεύστης, ου обманщик, лжец -
3 ψεύστης
{сущ., 10}лжец, обманщик.Ссылки: Ин. 8:44, 55; Рим. 3:4; 1Тим. 1:10; Тит. 1:12; 1Ин. 1:10; 2:4, 22; 4:20; 5:10.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ψεύστης
-
4 ψεύστης
{сущ., 10}лжец, обманщик.Ссылки: Ин. 8:44, 55; Рим. 3:4; 1Тим. 1:10; Тит. 1:12; 1Ин. 1:10; 2:4, 22; 4:20; 5:10.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ψεύστης
-
5 ψεύστης
ο, ψεύστρια η см. ψεύτης -
6 ψεύστης
лжец, обманщик.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ψεύστης
-
7 ψεύστης
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ψεύστης
-
8 ψεύστης
-
9 ψευστας
-
10 5583
{сущ., 10}лжец, обманщик.Ссылки: Ин. 8:44, 55; Рим. 3:4; 1Тим. 1:10; Тит. 1:12; 1Ин. 1:10; 2:4, 22; 4:20; 5:10.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 5583
См. также в других словарях:
ψεύστης — liar masc nom sg ψευστέω to be a liar imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψεύστης — ο, θηλ. ψεύστρια, ΝΜΑ, και ψεῡστις, εύστιδος, και ψευστειρα Α (λόγιος τ.) βλ. ψεύτης … Dictionary of Greek
ψεῦστα — ψεύστης liar masc voc sg ψεύστης liar masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευστῶν — ψεύστης liar masc gen pl ψευστέω to be a liar pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψεῦσται — ψεύστης liar masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψεύσταις — ψεύστης liar masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψεύστην — ψεύστης liar masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψεύστου — ψεύστης liar masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψεύστῃ — ψεύστης liar masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψεύστῃσι — ψεύστης liar masc dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψεύτης — ο, θηλ. ψεύτρα / ψεύστης, θηλ. ψεύστρια, ΝΜΑ, θηλ. και ψεῡστις, εύστιδος, και ψεύστειρα Α άτομο που λέει ψέματα, που χρησιμοποιεί το ψέμα για να εξαπατήσει τους άλλους (α. «αποδείχθηκε ότι είναι ψεύτης» β. «...ἀεὶ ψεῡσται, κατὰ θηρία...», ΚΔ γ.… … Dictionary of Greek