-
1 ψεύστης
ψεύστης, ὁ, 1) der Lügner, Betrüger; Il. 24, 261; Soph. Ant. 1180 u. sp. D., wie Mel. 41 (XI, 90), Bass. 11 (VII, 372); auch in Prosa, Dem. 19, 201 u. Sp. – 2) als adj. masc., lügenhaft, täuschend; ψεύστης λόγος Pind. N. 5, 29; πυρσός Bass. 5 (IX, 289); τύμβος, ein Kenotaph, Gaetul. 7 (VII, 275).
-
2 ψεύστης
-
3 φιλο-ψεύστης
φιλο-ψεύστης, ὁ, = φιλοψευδής (?).
-
4 ψεύστρια
-
5 ψεύστειρα
-
6 ψεῦστις
-
7 λαπιστής
-
8 λεπιστής
См. также в других словарях:
ψεύστης — liar masc nom sg ψευστέω to be a liar imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψεύστης — ο, θηλ. ψεύστρια, ΝΜΑ, και ψεῡστις, εύστιδος, και ψευστειρα Α (λόγιος τ.) βλ. ψεύτης … Dictionary of Greek
ψεῦστα — ψεύστης liar masc voc sg ψεύστης liar masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευστῶν — ψεύστης liar masc gen pl ψευστέω to be a liar pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψεῦσται — ψεύστης liar masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψεύσταις — ψεύστης liar masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψεύστην — ψεύστης liar masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψεύστου — ψεύστης liar masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψεύστῃ — ψεύστης liar masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψεύστῃσι — ψεύστης liar masc dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψεύτης — ο, θηλ. ψεύτρα / ψεύστης, θηλ. ψεύστρια, ΝΜΑ, θηλ. και ψεῡστις, εύστιδος, και ψεύστειρα Α άτομο που λέει ψέματα, που χρησιμοποιεί το ψέμα για να εξαπατήσει τους άλλους (α. «αποδείχθηκε ότι είναι ψεύτης» β. «...ἀεὶ ψεῡσται, κατὰ θηρία...», ΚΔ γ.… … Dictionary of Greek