-
1 ψαυκρός
ψαυκρός, ά, όν, in neut. ψαυκρὸν γόνυ· κοῦφον, ἀπὸ τοῦ ἄκρως ψαύειν, Hsch.; also [full] ψαυκρός· καλλωπιστής, ταχύς, ἐλαφρός, ἀραιός, Id.: cf. σαυκρός.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψαυκρός
-
2 ψαυκρός
ψαυκρός, rührig, flink, schnell, leicht, VLL.
-
3 ψαυκρός
ψαυκρόςmasc nom sg -
4 ψαυκρός
ψαυκρός, rührig, flink, schnell, leicht -
5 ψαυκρόν
ψαυκρόςmasc acc sgψαυκρόςneut nom /voc /acc sg -
6 σαυκρόν
Grammatical information: adj.Meaning: ἁβρόν, ἐλαφρόν, ἄκρον; σαυκρόποδες ἁβρόποδες H. On the suffix combination - κρ- Chantraine Form. 225 w. n. 1, Schwyzer 496.Derivatives: Besides in H. also σαυχμόν σαχνόν, χαῦνον, σαθρόν, ἀσθενές (: Skt. sūkṣma- `fine, slender, thin, small' ?; cf. αὑχμός); with ψ-: ψαυκρός καλλωπιστής, ταχύς, ἐλαφρός, ἀραιός; ψαυκρὸν γόνυ κοῦφον, ψαυκρόποδα κουφόποδα; by H. folketymolog. connected with ἄκρος and ψαύειν.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Popular-expressive words without convincing connection; cf. σαῦλος, σαυνίον and σαύρα w. lit. -- The combination of σαυκρός and ψαυκρός (and σαυχμός, s.v. σαυκόν) shows that the word is Pre-Greek.Page in Frisk: 2,682Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σαυκρόν
-
7 βαυκός
Grammatical information: adj.Meaning: `affected, prudish' (Arar. 9),Compounds: βαυκοπανοῦργος (Arist. EN 1127b 27).Derivatives: βαυκίδες pl. `women's shoes' (Com., Herod.; Schwyzer 464f.). βαυκίζομαι, - ίζω `to play the prude, θρύπτεσθαι' (Alex. Com.); βαυκισμός `a dance' (Poll.). PN Βαῦκος. - βαυκαλάω s.s.v.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Cf. γλαυκός, σαυκός, φολκός. Probably a Pre-Gr. adj. (but Fur. comparison with ψαυκρός, μαυκυρός is not evident). - The shoes may be unrelated; Iran. comparanda s. Rundgren, Orientalia Suecana 6 (1957) 60f.Page in Frisk: 1,228Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βαυκός
См. также в других словарях:
ψαυκρός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψαυκρός — ά, όν, Α (κατά τον Ησύχ.) 1. (το αρσ.) «καλλωπιστής, ταχύς, ἐλαφρός, ἀραιός» 2. (το ουδ. σε συνεκφορά με τη λ. γόνυ) «κοῡφον, ἀπὸ τοῡ ἄκρως ψαύειν». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σαυκρός] … Dictionary of Greek
ψαυκρόν — ψαυκρός masc acc sg ψαυκρός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαυκρός — ά, όν, Α (κατά τον Ησύχ.) «ἁβρός». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σαυκρός (πρβλ. θαλυ κρός), όπως και ο τ. «σαυχμόν σαχνόν, χαῦνον, σαθρόν, ἀσθενές» με διαφορετικό επίθημα (πρβλ. αὐχμός) και διαφορετική σημασία (πρβλ. αρχ. ινδ. sūksma «αδύνατος, λεπτός») είναι… … Dictionary of Greek
σαχνός — και σακνός, ή, όν, ΜΑ 1. τρυφερός («σαχνὰ κρέα», Γαλ.) 2. ασθενής, αδύνατος, ισχνός («καὶ παλαμύδες ποταπές, σαχνὲς καὶ βρωμισμένες», Πρόδρ). [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. σαχνός και σακνός (πρβλ. σαυκρόν: σαυχμόν) έχουν συνδεθεί με τον ενεστ. σώχω, ιων. τ. τού … Dictionary of Greek
ψαυκροπόδης — ὁ, και ως επίθ. ψαυκρόπους, ουν, Α 1. γρήγορος στα πόδια, γοργοπόδαρος 2. (κατά τον Ησύχ.) «ψαυκρόποδα κουφόποδα, ἄκροις τοῑς ποσὶ ψαύοντα»· [ΕΤΥΜΟΛ. < ψαυκρός «ταχύς» + πόδης / πους (πρβλ. σκιρτο πόδης)] … Dictionary of Greek