Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ψαθυρός

См. также в других словарях:

  • ψαθυρός — friable masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψαθυρός — ή, ό / ψαθυρός, όν, ΝΑ, και ψαθαρός και αττ. τ. ψαδυρός, όν, Α αυτός που εύκολα θρυμματίζεται, εύθρυπτος, εύθραυστος νεοελλ. φολιδωτός αρχ. 1. (για υγρά) αυτός που έχει μικρή πυκνότητα 2. (για αέρα) αραιός. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίθ. σχηματισμένο με επίθημα… …   Dictionary of Greek

  • ψαθυρώτερον — ψαθυρός friable masc acc comp sg ψαθυρός friable neut nom/voc/acc comp sg ψαθυρός friable adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψαθυρόν — ψαθυρός friable masc/fem acc sg ψαθυρός friable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψαθυροῖς — ψαθυρός friable masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψαθυροῖσιν — ψαθυρός friable masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψαθυρούς — ψαθυρός friable masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψαθυρωτάτην — ψαθυρός friable fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψαθυρωτέρους — ψαθυρός friable masc acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψαθυρά — ψαθυρός friable neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψαθυρῶν — ψαθυρός friable masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»