-
1 Χάρης
Χάρηςnom sg -
2 χαρής
-
3 χαρῇς
-
4 χάρης
χαίρωrejoice: aor ind pass 2nd sg (homeric ionic) -
5 Χάρητα
Χάρηςneut nom /voc /acc plΧάρηςmasc /fem acc sg -
6 Χάρητε
Χάρηςnom /voc /acc dual -
7 Χάρητι
Χάρηςdat sg -
8 Χάρητος
Χάρηςgen sg -
9 μουσοχαρής
μουσο-χᾰρής, ές,A delighting in the Muses or in poetry,βίοτος AP9.411
(Maec.); [full] μουσόχορος is prob. f.l. for - χαρής in Cat.Cod.Astr.8(4).214.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μουσοχαρής
-
10 αἱματοχαρής
αἱμᾰτο-χᾰρής, ές,A delighting in blood, Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἱματοχαρής
-
11 αἱμοχαρής
αἱμο-χᾰρής, ές,A = αἱματοχαρής, Sammelb.5829.4, Sch.E.Hec.24, Or. 1563, Suid. s.v. αἱμωπούς.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἱμοχαρής
-
12 δακρυχαρής
δακρῠ-χᾰρής, ές,A delighting in tears,πλούτων IG14.769
([place name] Naples);Λάθας κευθμών Mon.Ant.11.477
(Cret.); κνίσματα prob.l.inAP5.165 (Mel.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δακρυχαρής
-
13 δημοχαρής
δημο-χᾰρής, ές,A pleasing the people, popular, Paul.Al.N.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δημοχαρής
-
14 δρυμοχαρής
δρῡμο-χᾰρής, ές,A delighting in the woods, Orph.H.51.13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δρυμοχαρής
-
15 εἰδωλοχαρής
εἰδωλο-χᾰρής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰδωλοχαρής
-
16 θυρσοχαρής
θυρσο-χᾰρής, ές,A delighting in the thyrsus, Inscr.Magn.215a.23, AP3.1 (Inscr. Cyzic.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θυρσοχαρής
-
17 κισσοχαρής
κισσο-χᾰρής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κισσοχαρής
-
18 λιμνόχαρις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιμνόχαρις
-
19 μικροχαρής
A easily pleased: τὰ μ. paltry pleasantries, Longin.4.4;τὰ κατάρρυθμα μικροχαρῆ Id.41.1
;ἡδοναὶ ἀγεννεῖς καὶ μ. Antip.Stoic.3.255
, cf. Phld.Po.5.25.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μικροχαρής
-
20 νευροχαρής
νευρο-χᾰρής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νευροχαρής
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Χάρης — nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χάρης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος στρατηγός από τον δήμο της Αιξωνής (περ. 400 – περ. 324 π.Χ.). Διακρίθηκε στην αποστολή του για βοήθεια από τους Αθηναίους προς τους συμμάχους τους Φλιασίους (367), οι οποίοι πιέζονταν από τους Σικυώνιους και … Dictionary of Greek
χαρῇς — χαίρω rejoice aor subj pass 2nd sg χαρά joy fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χάρης — χαίρω rejoice aor ind pass 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χάρης, Πέτρος — Φιλολογικό ψευδώνυμο του πεζογράφου και ακαδημαϊκού Γιάννη Μαρμαριάδη (1902). Γεννήθηκε στην Αθήνα από πατέρα Κρητικό και σπούδασε νομικά. Από το 1930 έως το 1964 υπηρέτησε στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών όπου αναδείχτηκε μέχρι τον βαθμό του… … Dictionary of Greek
Χάρητα — Χάρης neut nom/voc/acc pl Χάρης masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Харес древнегреческий полководец — (Χάρης) афинский полководец IV века до Р. Х., впервые упоминается в 366 г., когда он, будучи стратегом, помог флиазийцам, теснимым аргосцами и сикионянами. X. отличался большой храбростью, но, вместе с тем, древние авторы называют его жестоким,… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Харес, полководец — (Χάρης) афинский полководец IV века до Р. Хр., впервые упоминается в 366 г., когда он, будучи стратегом, помог флиазийцам, теснимым аргосцами и сикионянами. X. отличался большой храбростью, но, вместе с тем, древние авторы называют его жестоким,… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Χάρητε — Χάρης nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χάρητι — Χάρης dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χάρητος — Χάρης gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)