-
1 μουσοχαρής
μουσο-χᾰρής, ές,A delighting in the Muses or in poetry,βίοτος AP9.411
(Maec.); [full] μουσόχορος is prob. f.l. for - χαρής in Cat.Cod.Astr.8(4).214.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μουσοχαρής
См. также в других словарях:
νευροχαρής — νευροχαρής, ές (Α) (επίθ. τού Απόλλωνος) αυτός που τέρπεται με τη νευρά τού τόξου ή με τη χορδή λύρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < νευρά «χορδή» + χαρής (< χαίρω), πρβλ. λιμνο χαρής, μουσο χαρής] … Dictionary of Greek