-
1 αἱμοχαρής
αἱμο-χᾰρής, ές,A = αἱματοχαρής, Sammelb.5829.4, Sch.E.Hec.24, Or. 1563, Suid. s.v. αἱμωπούς.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἱμοχαρής
См. также в других словарях:
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
ηδυχαρής — ἡδυχαρής, ές (Α) περιχαρής, γεμάτος χαρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + χαρής (< χάρος, το), πρβλ. αιμο χαρής, περι χαρής] … Dictionary of Greek
κεδροχαρής — κεδροχαρής, ές (Α) αυτός που χαίρεται να κατεργάζεται το ξύλο του κέδρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέδρος + χαρής (< θ. χαρ , πρβλ. ε χάρ ην, αόρ. τού χαίρω), πρβλ. αιμο χαρής, δακρυ χαρής] … Dictionary of Greek
κισσοχαρής — κισσοχαρής, ές (Α) αυτός που ευχαριστιέται με τον κισσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + χαρής (< χάρος, τὸ), πρβλ. αιμο χαρής, θυρσο χαρής] … Dictionary of Greek
κλινοχαρής — κλινοχαρής, ές (Α) αυτός που ευχαριστείται με την κλίνη, με το να είναι συνεχώς ξαπλωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + χαρής (< χαίρω), πρβλ. αιμο χαρής, πολεμο χαρής] … Dictionary of Greek
κρυμοχαρής — κρυμοχαρής, ές (Α) αυτός που ευχαριστιέται όταν έχει κρύο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυμός + χαρής (< θ. χαρ , πρβλ. ἐ χάρ ην, παθ. αόρ. τού χαίρω), πρβλ. αιμο χαρής, νυκτι χαρής] … Dictionary of Greek
λεκτροχαρής — λεκτροχαρής, ές (Α) αυτός που αισθάνεται απόλαυση στο νυφικό κρεβάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λέκτρον + χαρής (πρβλ. αιμο χαρής, κλινο χαρής)] … Dictionary of Greek
λυτροχαρής — λυτροχαρής, ές (Α) αυτός που χαίρεται να παίρνει λύτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύτρο + χαρής (< χαίρω), πρβλ. αιμο χαρής, οπλο χαρής] … Dictionary of Greek
ορειοχαρής — ὀρειοχαρής, ές (Α) αυτός που αρέσκεται στον ορεινό βίο, που διαμένει ευχαρίστως στα όρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρειο (βλ. λ. όρος [ΙΙ]) + χαρής (< χαίρω), πρβλ. αιμο χαρής, λιμνο χαρής] … Dictionary of Greek
πυριχαρής — ές, Α αυτός που χαίρεται με τη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + χαρής (< *χάρος < χαίρω), πρβλ. αιμο χαρής, νυκτι χαρής] … Dictionary of Greek
θυρσοχαρής — θυρσοχαρής, ές (Α) αυτός που χαίρεται με τον θύρσο, δηλ. που ευφραίνεται με τις διονυσιακές πομπές. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρσος + χαρής (< χάρος, τό «χαρά»), πρβλ. αιμο χαρής, περιχαρής] … Dictionary of Greek