-
1 χαλάξαις
χαλάωAër.aor part act masc nom /voc sg (doric aeolic)χαλάωAër.aor opt act 2nd sg -
2 χαλάω
Aχαλόωσιν Opp.H.2.451
; [dialect] Aeol. [ per.] 3pl.χόλαισι Alc.18.9
codd. Heraclit.: [tense] fut. χᾰλάσω [λᾰ] Hp.Aër.8, Epid.7.80: [tense] aor. (anap.), Hp.Epid.7.23, etc.; [dialect] Ep.χάλασσα h.Ap.6
, pl. subj.χαλάσσομεν Alc.Supp.23.10
; [dialect] Dor. part.χᾰλάξαις Pi.P.1.6
; [ per.] 3sg. [tense] fut. or [tense] aor. subj. χαλάξει (dub. sens.) Berl.Sitzb.1927.164 ([place name] Cyrene):—[voice] Med., [dialect] Ep. [tense] aor.χαλάσαντο A.R. 2.1264
:—[voice] Pass., [tense] aor. ἐχαλάσθην, subj. , Pl. Phd. 86c: [tense] pf.κεχάλασμαι AP9.297
(Antip.), App.Mith.74, Plot. 4.3.16: [tense] plpf.ἐκεχάλαστο Aristid.1.315J.
I trans., slacken, loosen, χ. βιόν, τόξα, unstring the bow, h.Ap.6, h.Hom.27.12; χ. τὰ νεῦρα, opp. συντείνειν, Pl.Phd. 98d; χ. τὸν πόδα, of a ship, v. πούς 11.2: metaph., τὰ τῆς πολιτείας χ., opp. ἐπιτείνειν, Plu.2.827b:—[voice] Pass., opp. ἐπιτείνεσθαι, Pl.Phd. 86c, 94c;χαλᾶσθαι καὶ διαφθείρεσθαι Id.Lg. 653c
;χαλᾶσθαι ὑπὸ τῆς ἡδονῆς Porph.Marc.7
.2 let down, let fall, πτέρυγα χαλάξαις Pi.l.c.; χαλάσας ὀλίγον τὸ μέτωπον having unbent the brow, Ar.V. 655 (anap.); μαστοὺς χάλασον, says the Cyclops to his ewe, E.Cyc.55 (lyr.); κράββατον, δίκτυα χ., Ev.Marc. 2.4, Ev.Luc.5.5;τὴν ἱερὰν ἄγκυραν Suid.
; dip in a liquid,εἰς αἷμα PMag.Par.1.2886
; soak, PHolm.14.33:—[voice] Med., ἱστὸν χαλάσαντο lowered it, A.R.2.1264.3 let loose, release,τινὰ ἐκ δεσμῶν A.Pr. 177
(anap.); abs., let go, slacken one's hold, μηδαμῇ χάλα ib.58.4 ἡνίας χ. slacken the reins, esp. in metaph. sense,χ. τὰς ἡνίας τοῖς λόγοις Pl.Prt. 338a
, cf. E.Fr. 409.5 κλῇθρα χ. loose the bars or bolts, i.e. undo or open the door, S.Ant. 1187, E.Hipp. 808; ;χ. τοὺς μοχλούς Ar.Lys. 310
; but alsoπύλας μοχλοῖς χαλᾶτε A.Ch. 879
.6 loosen or undo things drawn tightly together,χ. κρεμαστὴν ἀρτάνην S.OT 1266
;χ. πᾶν κάλυμμ' ἀπ' ὀφθαλμῶν Id.El. 1468
;χ. δεσμά E.Andr. 577
; ;τὸ στόμα X.Eq.6.8
:—[voice] Pass.,τὰ χαλώμενα ὅπλα Hp.Art.43
;πρὶν ἂν χαλασθῇ δεσμά A.Pr. 991
.7 of the bowels, etc.,ὑγρὰ χ. Hp.Prorrh.1.99
, cf. Coac.20;ἢν αἱ μῆτραι μὴ χαλάσωσι τὰ ἐπιμήνια Id.Mul.1.61
.8 metaph., τὴν ὀργήν χ. let it go, Ar.V. 727 (anap.);χ. [τὸν νόον] ἐς ὄψιν τινός Ti.Locr.104c
;χ. ἐπιθυμίαν Plu.2.133a
;τὸ βαρὺ καὶ ἀμειδές Alciphr.3.3
; remit,μήτε τῆς προνοίας χαλώσης τὴν.. ὑπεροχήν Procl.Inst. 122
; τὸ ἀεὶ ταῦτα οὕτως ἔχειν ἐχάλασαν relaxed the strict principle that.. Pl.Sph. 242e:—[voice] Pass., to be softened,λίθος εἰς ὑγρότητα κεχαλασμένος Callistr.Stat.5
; also κεχαλάσθαι εἰς τὸ αὐτεξούσιον to have free play, opp. συντετάχθαι, Plot.4.3.16.II intr., become slack or loose, opp. συντείνω, Pl.Phd. 98d;χόλαισιν ἄγκυρραι Alc.18.9
(s. v.l.);ζῶναι χαλῶσι E.Ba. 935
; πύλαι χαλῷσαι open gates, X.Cyr.7.5.29: metaph. c. gen., have a remission of,χαλάσσομεν τὰς θυμοβόρω λύας Alc.Supp.23.10
;τί χαλᾷ μανιῶν; A.Pr. 1057
(anap.); (also abs., S.OC 203 (lyr.), 840); relax,φρονήματος χ. E.Fr. 716
; (troch.); [τὸ ὂν] χαλάσαν τῆς τοῦ ἑνὸς ἁπλότητος Dam.Pr.13
.2 c. dat. pers., χ. τινι give way or yield to any one, be indulgent to him,εἰ τοῖσιν.. κτείνουσιν ἀλλήλους χαλᾷς A.Eu. 219
;χάλα τοκεῦσιν E.Hec. 403
; with gen. add.,μοι τῆς ἀρχῆς χάλασον Pl.Men. 86e
, cf. Plu.Lyc.7: abs., give way, .3 abs., grow slack or weak,ἐπειδὰν αἱ ἐπιθυμίαι παύσωνται κατατείνουσαι καὶ χαλάσωσι Id.R.329c
; abate, Aër.8;ὀδύνη Id.Acut.16
. -
3 ἀμφοτέρωθεν
a from both places ἀλαθής τέ μοι ἔξορκος ἐπέσσεται ἑξηκοντάκι δὴ ἀμφοτέρωθεν ἁδύγλωσσος βοὰ κάρυκος ἐσλοῦ (i. e. at the Isthmian and Nemean games) O. 13.99b on both sidesεὕδει δ' ἀνὰ σκάπτῳ Διὸς αἰετός, ὠκεῖαν πτέρυγ ἀμφοτέρωθεν χαλάξαις P. 1.6
-
4 πτέρυξ
1 wingaΔιὸς αἰετός, ὠκεῖαν πτέρᾰγ' ἀμφοτέρωθεν χαλάξαις P. 1.6
b met. εἴη μιν εὐφώνων πτερᾰγεσσιν ἀερθέντ' ἀγλααῖς Πιερίδων ἔρνεσι φράξαι χεῖρα (τοῖς ἐγκωμίοις μέλεσιν Σ.) I. 1. 64.c frag. πτερ]ύγεσσι κ[ P. Oxy. 2447, fr. 53. -
5 χαλάω
1 slacken, let dropεὕδει δ' ἀνὰ σκάπτῳ Διὸς αἰετός, ὠκεῖαν πτέρυγ ἀμφοτέρωθεν χαλάξαις P. 1.6
-
6 ὠκύς
1 swift, eagerπολλά μοι ὑπ' ἀγκῶνος ὠκέα βέλη ἔνδον ἐντὶ φαρέτρας O. 2.83
Διὸς αἰετός, ὠκεῖαν πτέρυγ' ἀμφοτέρωθεν χαλάξαις P. 1.6
“ ἐντὶ μὲν θνατῶν φρένες ὠκύτεραι κέρδος αἰνῆσαι πρὸ δίκας” P. 4.139 ὠκεῖα δ' ἐπειγομένων ἤδη θεῶν πρᾶξις pr. P. 9.67 ἄκουσεν Δαναόν ποτ' ἐν Ἄργει οἷον εὗρεντεσσαράκοντα καὶ ὀκτὼ παρθένοισι πρὶν μέσον ἆμαρ ἑλεῖν ὠκύτατον γάμον P. 9.114
τέκνοισιν ὠκείας γνάθους ἀμφελίξασθαι μεμαῶτες N. 1.42
ἔστι δ' αἰετὸς ὠκὺς ἐν ποτανοῖς N. 3.80
ὠκείας τ' ἀνέμων ῥιπάς *fr. 140c. 2*. ] ωκεια[ P. Oxy. 2442, fr. 104. adv.,ὠκέως, ἀμπνοὰν στέρνων κάθελεν ὠκέως P. 3.58
καὶ μέγα ἔργον ἐμήσαντ' ὠκέως N. 10.64
ζωσαμένα τε πέπλον ὠκέως Παρθ. 2. 6.
См. также в других словарях:
χαλάξαις — χαλάω Aër. aor part act masc nom/voc sg (doric aeolic) χαλάω Aër. aor opt act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)