Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

χόλιξ

См. также в других словарях:

  • χόλιξ — guts fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χόλιξ — ικος, ή, και μτγν τ. χόλιξ, ὁ, Α 1. συν. στον πληθ. αἱ χόλικες τα έντερα τού βοδιού («ἤ βοϊδαρίων τις ἀπέκτεινε ζεῡγος, χολίκων ἐπιθυμών;», Αριστοφ.) 2. (σπαν. στον εν.) είδος ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τής λ. χολάς, σχηματισμένος με διαφορετικό… …   Dictionary of Greek

  • χολίκων — χόλιξ guts fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χόλικα — χόλιξ guts fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χόλικας — χόλιξ guts fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χόλικες — χόλιξ guts fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χόλικι — χόλιξ guts fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χόλικος — χόλιξ guts fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χόλιξι — χόλιξ guts fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χολίκιον — τὸ, Α [χόλιξ, ικος] υποκορ. τού χόλιξ …   Dictionary of Greek

  • άλιξ — ἄλιξ ( ικος), ο (Α) 1. χόνδρος από ρυζάλευρο 2. ζωμός ψαριού, ψαρόσουπα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογικής προελεύσεως. Πιθανότερη θεωρείται η ετυμολογική σύνδεση τής λ. με το ρ. ἀλῶ ( έω) «αλέθω». Ο σχηματισμός τού τ. ἄλιξ πιθ. να οφείλεται σε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»