-
1 χόλικες
χόλιξguts: fem nom /voc pl -
2 χόλιξ
A = χολάδες, guts or bowels of oxen,χόλικες βοός Pherecr.108.15
, Eub.63.4 (anap.); without βοός, Ar.Ra. 576, Fr.82 (anap.);χόλικες ἑφθαί Id. Pax 717
:sg., Id.Eq. 1179, Milet.6.21 (V B.C.); Com. κρόκης χόλιξ wool-sausages, cf.κρόκη 1.3
. (Cf. χολάς.) -
3 κόλον
Grammatical information: n.Meaning: `large intestine, ileum' (Ar. Eq. 455, Arist., Nic., Poll.); name of food preserved in a pot ( PSI 5, 535, 39; 46, IIIa), after Ath. 6, 262a = ἡ τροφή.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: No convincing explanation. Bq points with hesitation to κυλλός `curbed', κελλόν στρεβλόν H. Others (Hoffmann BB 15, 47, Wood ClassPhil. 21, 341ff., Lidén KZ 61, 23) connect καλίδια ἔντερα. Κύπριοι H. (s. v.). Late Greek had the form κῶλον, through influence of κῶλον `member'. Fur. 131 connects χοάς `intestines', further χόλικες, γόλα ἔντερα. Μακεδόνες ( γόδα codd.), γάλλια ἔντερα, γάλλος = χόλιξ; none really convincing.Page in Frisk: 1,902Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κόλον
См. также в других словарях:
χόλικες — χόλιξ guts fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οξύ — Χημική ένωση, η οποία όταν βρεθεί σε υδατικό διάλυμα υφίσταται διάσταση σχηματίζοντας κατιόντα υδρογόνου (H+), με πυκνότητα ευθέως ανάλογη προς την ισχύ του ο. Τα κατιόντα υδρογόνου είναι άτομα υδρογόνου με μορφή ιόντων, έχουν δηλαδή θετικό… … Dictionary of Greek
ουροχολίνη — η (βιοχ.) χρωστική που προέρχεται από τις χολικές χρωστικές με την αναγωγή τους στο έντερο. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. urobiline (< ούρο + bile «χολή» + κατάλ. ine). Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην Ιατρική Εφημερίδα Στρατού] … Dictionary of Greek
χόλιξ — ικος, ή, και μτγν τ. χόλιξ, ὁ, Α 1. συν. στον πληθ. αἱ χόλικες τα έντερα τού βοδιού («ἤ βοϊδαρίων τις ἀπέκτεινε ζεῡγος, χολίκων ἐπιθυμών;», Αριστοφ.) 2. (σπαν. στον εν.) είδος ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τής λ. χολάς, σχηματισμένος με διαφορετικό… … Dictionary of Greek
ghel-ond-, ghol-n̥d- — ghel ond , ghol n̥d English meaning: stomach; bowels Deutsche Übersetzung: “Magen, Gedärm” Note: (A supposition about the old paradigm by Petersson Heteroklisie 2281) Material: Gk. χολάδες f. pl. “ intestines, entrails,… … Proto-Indo-European etymological dictionary