-
1 χώνω
[хоно] р. совать, засовывать, зарывать, закапывать.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > χώνω
-
2 тыкать
тыкать 1тычу, тычешьκ. тыкаю-аешь,επιρ. μτχ. тычаκ. тыкая ρ.δ.1. μπήγω, χώνω•тыкать колья в землю μπήγω πασσάλους στη γη.
|| χτυπώ• σκουντώ•тыкать пальцем σκουντώ με •το δάχτυλο.
|| κουνώ το δάχτυλο ή το χέρι, χειρονομώ.2. μ. κ. αμ. χτυπώ, δέρνω.3. (κυρλξ. κ. μτφ.) δακτυλοδεικτώ.4. εισάγω, βάζω μέσα•тыкать топор за пояс χώνω το τσεκούρι στο ζωνάρι•
тыкать ключом в замок βάζω το κλειδί στην κλείδων ιά.
|| στέλλω, κατευθύνω. || μεταδίνω (ρίχνω) όπως-όπως, όπως λάχει.εκφρ.тыкать (свой) нос – χώνω τη μύτη (μούρη) μου (επεμβαίνω)•тыкать юсом кого во что – επίμονα κάνω κάποιον να δει το λάθος του, την πράξη του•тыкать в глаза или в нос – χώνω στα μάτια ή στη μύτη (συνεχώς υπενθυμίζω κάτι), μέμφομαι, κατηγορώ.1. μπήγομαι, χώνομαι•стрела -ется в дерево το βέλος μπήγεται στο δέντρο.
2. αλληλοχτυπιέμαι με αιχμηρά όργανα.3. σκουντώ• χτυπώ με αιχμηρό όργανο.4. περιφέρομαι ανήσυχα•всюду -ется, а дела не делает παντού χώνεται και τίποτε δεν κάνει.
5. ανακατεύομαι, επεμβαίνω. || μτφ. απευθύνομαι, καταφεύγω, επικαλούμαι.εκφρ.тыкать носом – βλ. клевать носом (λ. клевать).тыкать 2-аю, -аешь κ. тычу, тычешьρ.δ.μ. (απλ.) μιλώ στον ενικό. -
3 совать
соватьнесов βάζω, χώνω:\совать ру́ки в кармин βάζω τά χέρια στήν τσέπη μου· \совать вещи в чемода́н χώνω τά πράγματα στή βαλίτσα· ◊ \совать нос не в свой дела разг φυτρώνω ἐκεῖ πού δέν μέ σπέρνουν, χώνω παντοῦ τήν μύτη μου. -
4 уткнуть
уткнутьсов βυθίζω, μπήγω, χώνω:\уткнуть лицо́ в воротник χώνω τό πρόσωπο στον γιακά μου· \уткнуть нос в книгу разг χώνω τή μύτη μου στά βιβλίο. -
5 завязить
-зишьρ.σ.μ.χώνω, βάζω μέσα, βουλιάζω•завязить ногу в глине χώνω το πόδι στη λάσπη•
завязить руку в дупле χώνω το χέρι στην κουφά-1 λα.
-
6 растыкать
-аго, -аешьκ. -тычу, -тычешь;ρ.σ.μ. (απλ.).1. μπήγω, χώνω σε διάφορα μέρη•растыкать вешки μπήγω σημαδάκια (όρια)•
растыкать колышки μπήγω πασσαλίσκους.
2. τοποθετώ, βάζω άτακτα• χώνω•растыкать вещи по углам χώνω ταπράγ-ματα στις γωνίες.
ρ.δ.βλ. растыкать.μπήγομαι, χώνομαι. || τοποθετούμαι άτακτα. -
7 воткнуть
-
8 всунуть
-
9 деть
деть разг. βάζω, τοποθετώ, χώνω куда ты дел мой карандаш? πού έχωσες το μολύβι μου; \деться (затеряться) χάνομαι; куда он делся? πού χάθηκε;* * *разг.βάζω, τοποθετώ, χώνωкуда́ ты дел мой каранда́ш? — πού έχωσες το μολύβι μου
-
10 забить
забить 1) καρφώνω χώνω \забить ящик καρφώνω το κιβώτιο" \забить гвоздь καρφώνω ( το καρφί) 2) спорт.: \забить гол σημειώνω (или πετυχαίνω) τέρμα, βάζω γκολ* * *1) καρφώνω; χώνωзаби́ть я́щик — καρφώνω το κιβώτιο
заби́ть гвоздь — καρφώνω (το καρφί)
2) спорт.заби́ть гол — σημειώνω ( или πετυχαίνω) τέρμα, βάζω γκολ
-
11 всовывать
всовыватьнесов βάζω, χώνω, παρεν-θέτω/ πασάρω (незаметно):\всовывать ру́ки в карманы χώνω τά χέρια μου στίς τσέπες. -
12 заправлять
заправ||лятьнесов1. (пишу) καρυκεύω τό φαγητό[ν]·2. (керосиновую лампу) ἐτοιμάζω τήν λάμπα·3. (машину и т. ἡ.) ἐφοδιάζω μέ καύσιμη ὕλη·4. (всовывать) βάζω, χώνω:\заправлятьлить рубашку в брюки χώνω τό πουκάμισο στό παντελόνι·5. (управлять) разг διευθύνω τις ὑποθέσεις, κρατῶ τά κλειδιά στά χέρια μου, κόβω καί ράβω. -
13 запускать
запускать Iнесов, разг1. (бросать с силой) ρίχνω, ἐκοφένδονίζω, ἐκτοξεύω, ἐξαπολύω:\запускать камнем в окно́ ρίχνω πέτρα στό παράθυρο· \запускать спу́тник (ракету) ἐξαπολύω (или ἐκτοξεύω) δορυφόρο (πύραυλο)·2. (засовывать) χώνω:\запускать ру́ку в карман χώνω τό χέρι στήν τσέπη.запускать IIнесов (переставать за-ботиться) ἀμελώ, παραμελώ, παρατάω, ἐγκαταλείπω:\запускать хозяйство (болезнь) παραμελώ τό νοικοκυριό (τήν ἀρρώστια). -
14 заталкивать
заталкиватьнесов разг σπρώχνω μέσα, χώνω σπρώχνοντας, χώνω. -
15 нахлобучивать
нахлобучиватьнесов χώνω:\нахлобучивать шляпу χώνω τό καπέλλο μου ὡς τ· αὐτιά. -
16 распихать
распихатьсов, распихивать несов разг1. (расталкивать) ἀποθω, σπρώχνω, σκουντώ:\распихать людей ἀπωθώ τους ἀνθρώπους·2. (рассовывать) χώνω, χαντακώνω:\распихать по карманам что́.-л. χώνω στίς τσέπες μου. -
17 тыкать
тыкать Iнесов1. χώνω/ μπήγω, βυθίζω (вонзать):\тыкать палкой в землю μπήζω τό μπαστούνι στή γή· поросенок тычет нос в корыто τό γουρουνάκι χώνει τήν μουσούδα του στή σκάφη·2. (бить, ударять) κτυπώ· ◊ \тыкать но́сом кого-л. во что́-л. разг χώνω κάτι στή μύτη κάποιου· \тыкать пальцем в кого-л. разг δείχνω κάποιον μέ τό δάκτυλο.тыкать IIнесов (называть на „ты") разг μιλώ στον ἐνικό. -
18 всунуть
ρ.σ.μ. βάζω μέσα, χώνω•всунуть руки в карманы βάζω τα χέρια στις τσέπες•
всунуть ногу в сапог βάζω το πόδι στη μπότα.
1. μπαίνω μέσα, χώνομαι,2. μτφ. επεμβαίνω, αναμιγνύομαι, χώνω τη μύτη μου. -
19 запихать
-
20 надвинуть
ρ.σ. μετακινώ βάζω• χώνω•шапку на самые глаза χώνω τη σκούφια ως τα μάτια.
μετακινούμαι, μετατοπίζομαι. || πλησιάζω, προσεγγίζω, ζυγώνω.
См. также в других словарях:
χώνω — χώνω, έχωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
χώνω — χῶ, όω, ΝΑ, και διαλ. τ. χούνω Ν καλύπτω με χώμα, παραχώνω, θάβω (α. «τόν έχωσαν κάπου πρόχειρα για να μην τόν βρουν οι εχθροί» β. «ἀπόδος δάμαρτος νέκυν, ὅπως χώσω τάφω», Ευρ.) νεοελλ. 1. μπήγω κάτι στο έδαφος 2. κρύβω κάτι μέσα σε κάτι άλλο ή… … Dictionary of Greek
χώνω — έχωσα, χώθηκα, χωμένος και χωσμένος 1. βάζω κάτι βαθιά στο χώμα: Έχωσαν στο χωράφι έναν τενεκέ με λίρες. 2. θάβω, κρύβω κάτι μέσα σε άλλο πράγμα, σκεπάζω: Χώνει τα χρήματά του κάτω από το στρώμα. 3. το μέσο, χώνομαι τρυπώνω, μπαίνω κάπου,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπήγω — και μπήζω και μπήχνω και μπήχτω (Μ μπήγω και σμπήγω και μπήσσω και μπήζω) εισάγω κάτι μέσα σε άλλο ή στο έδαφος ή σε στερεό σώμα με πίεση ή χτύπημα, καρφώνω, χώνω («τού γιου μου αρπάζω το σπαθί στα στήθη της τό μπήγω», Βιζυην.) νεοελλ. 1. τρώγω… … Dictionary of Greek
συγκατορύσσω — αττ. τ. συγκατορύττω Α 1. χώνω κάτι μαζί με άλλο 2. θάβω κάποιον μαζί με άλλον («ἐφεξῆς τῷ Δημοκρίτῳ τὸν Παρμενίδην συγκατορύττειν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κατορύσσω «σκάβω λάκκο και χώνω κάτι μέσα, θάβω»] … Dictionary of Greek
υποχώννυμι — ΜΑ χώνω κάτι κάτω από κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + χώννυμι «χώνω»] … Dictionary of Greek
χώσιμο — και διαλ. τ. χούσιμο, το, Ν 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χώνω, έμπηξη («οι πάσσαλοι θέλουν καλό χώσιμο») 2. επικάλυψη με χώμα 3. απόκρυψη σε βάθος, καταχώνιασμα 4. ενταφιασμός, θάψιμο 5. (ιδιωμ.) συνουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χωσ τού αορ.… … Dictionary of Greek
Medieval Greek — Ἑλληνική Ellinikí Spoken in eastern Mediterranean Extinct developed into Modern Greek by 1453 … Wikipedia
Byzantinisches Griechisch — Mittelgriechisch Zeitraum 600–1453 Ehemals gesprochen in Staatsgebiet des Byzantinischen Reichs, südliche Balkanhalbinsel, Süditalien, Kleinasien, Schwarzmeerküste, Ostküste des Mittelmeers und heutiges Ägypten Linguistische Klassifikation Indo… … Deutsch Wikipedia
Mittelgriechisch — Zeitraum 600–1453 Ehemals gesprochen in Staatsgebiet des Byzantinischen Reichs, südliche Balkanhalbinsel, Süditalien, Kleinasien, Schwarzmeerküste, Ostküste des Mittelmeers und heutiges Ägypten Linguistische Klassifikation Indo Europäisch… … Deutsch Wikipedia
Mittelgriechische Sprache — Mittelgriechisch Zeitraum 600–1453 Ehemals gesprochen in Staatsgebiet des Byzantinischen Reichs, südliche Balkanhalbinsel, Süditalien, Kleinasien, Schwarzmeerküste, Ostküste des Mittelmeers und heutiges Ägypten Linguistische Klassifikation Indo… … Deutsch Wikipedia