-
1 πετυχαίνω
[пэтихено] р. иметь удачу, успех, преуспевать,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πετυχαίνω
-
2 добиться
добиться πετυχαίνω, αποχτώ, κατορθώνω \добиться своего πετυχαίνω το σκοπό μου* * *πετυχαίνω, αποχτώ, κατορθώνωдоби́ться своего́ — πετυχαίνω το σκοπό μου
-
3 добиться
доби́тьсясов κατορθώνω, πετυχαίνω:\добиться успехов ἔχω ἐπιτυχίες, πετυχαίνω· \добиться согласия πετυχαίνω τή συγκατάθεση· \добиться своего πετυχαίνω τό σκοπό μου· \добиться победы νικῶ· \добиться то́лку καταφέρνω νά μάθω, βρίσκω ἄκρη. -
4 достигать
достигатьнесов, достигнуть сое. φτάνω/ πετυχαίνω, ἐπιτυγχάνω, κατορθώνω (добиваться):\достигать успеха πετυχαίνω· \достигать цели πετυχαίνω τό σκοπό· \достигать глубокой старости φτάνω σέ βαθειά γεράματα, φτάνω σέ βαθύ γήρας. -
5 цель
цел||ьж1. (мишень) ὁ στόχος, τό σημάδι:движущаяся \цель ὁ κινούμενος στόχος· стрельба в \цель ἡ σκοποβολή· попасть в \цель πετυχαίνω τόν στόχο· не попасть в \цель ἀστοχώ, δέν πετυχαίνω τόν στόχο·2. перен ὁ σκοπός:\цель жизни σκοπός τής ζωής· достичь своей \цельи πετυχαίνω τόν σκοπό μου· ◊ бвть в \цель προχωρώ στον σκοπό μου· бить мимо \цельи а) ἀστοχώ, б) πάω στά χαμένα (или στό βρόντο), πέφτω στό κενό (тк. перен)· иметь \цельыо... ἔχω σκοπό να...· с какой \цельью? γιά πιό σκοπό;, μέ τί σκοπό;· с \цельыо..., в \цельях... μέ σκοπό...· в \цельях улучшения γιά τήν βελτίωση, γιά τήν καλυτέρευση. -
6 выдерживать
1. (подвергаться действию давления, движения и т.п.) δέχομαι 2. (стойко переносить) αντέχω 3. (подвер-гать испытанию, проверке) αντέχω, πετυχαίνω 4. (древесину) ξηραίνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выдерживать
-
7 выдержать
выдержать, выдерживать (вытерпеть) βαστώ, αντέχω, υπομένω· \выдержать боль αντέχω στον πόνο ◇ \выдержать экзамен πετυχαίνω ( στις εξετάσεις)* * *= выдерживать( вытерпеть) βαστώ, αντέχω, υπομένωвы́держать боль — αντέχω στον πόνο
••вы́держать экза́мен — πετυχαίνω ( στις εξετάσεις)
-
8 выйти
выйти 1) εξέρχομαι, βγαίνω \выйти на улицу βγαίνω στο δρό μο все вышли? όλοι βγήκαν; 2) (появиться) εκδίδομαι, βγαίνω вышла из печати но вая книга εκδόθηκε ένα νέο βιβλίο вышел новый фильм βγήκε μια νέα ταινία 3) (удать ся ) πετυχαίνω у меня ничего не вышло δεν το πέτυχα ◇ \выйти замуж παντρεύομαι (για γυναί κα) \выйти из моды βγαίνω από τη μόδα* * *1) εξέρχομαι, βγαίνωвы́йти на у́лицу — βγαίνω στο δρόμο
все вы́шли? — όλοι βγήκαν
2) ( появиться) εκδίδομαι, βγαίνωвы́шла из печа́ти но́вая кни́га — εκδόθηκε ένα νέο βιβλίο
вы́шел но́вый фильм — βγήκε μια νέα ταινία
3) ( удаться) πετυχαίνωу меня́ ничего́ не вы́шло — δεν το πέτυχα
••вы́йти за́муж — παντρεύομαι (για γυναίκα)
вы́йти из мо́ды — βγαίνω από τη μόδα
-
9 достичь
достичь 1) (добиться) απο χτώ, πετυχαίνω 2) (какого-л. места) φτάνω* * *1) ( добиться) αποχτώ, πετυχαίνω2) (какого-л. места) φτάνω -
10 забить
забить 1) καρφώνω χώνω \забить ящик καρφώνω το κιβώτιο" \забить гвоздь καρφώνω ( το καρφί) 2) спорт.: \забить гол σημειώνω (или πετυχαίνω) τέρμα, βάζω γκολ* * *1) καρφώνω; χώνωзаби́ть я́щик — καρφώνω το κιβώτιο
заби́ть гвоздь — καρφώνω (το καρφί)
2) спорт.заби́ть гол — σημειώνω ( или πετυχαίνω) τέρμα, βάζω γκολ
-
11 попадать
попадать, попасть 1) (очутиться) πέφτω, βρίσκομαι· как попасть на вокзал? πώς μπορώ να βγω στο\ σταθμό; 2) (в цель) πετυχαίνω ◇ \попадать в беду παθαίνω συμφορά* * *= попасть1) ( очутиться) πέφτω, βρίσκομαιкак попа́сть на вокза́л? — πώς μπορώ να βγω στο σταθμό
2) ( в цель) πετυχαίνω••попада́ть в беду́ — παθαίνω συμφορά
-
12 разыскать
-
13 удаться
-
14 бровь
бров||ьж τό φρύδι:нависшие \бровьи τά πυκνά φρύδια; хмурить \бровьи συνοφρυ-οῦμαι, σουφρώνω τά φρύδια; ◊ он и \бровью не повел pазг. ἔμεινε ἀτάραχος (или ἀπαθής); не в \бровь, а в глаз погов. πετυχαίνω τό στόχο, πετυχαίνω διάνα. -
15 совершенство
совершенств||ос τό τέλειο[ν], ἡ τελειό-τητα [-ης]:верх \совершенствоа ἡ ἄκρα τελειότης· в \совершенствое владеть чем-л. γνωρίζω κάτι στήν ἐντέλεια· достигать \совершенствоа πετυχαίνω τελειότητα· доводить до \совершенствоа πετυχαίνω τό τέλειο. -
16 достигнуть
κ. достичь, -йгну, -йгнешь; достиг, -ла, -ло ρ.σ.1. φτάνω, πλησιάζω• εγγίζω•достигнуть порта φτάνω στο λιμάνι.
2. φτάνω ως•мороз -иг 40 το ψύχος έφτασε τους 40 βαμούς•
трава, -гла человеческого роста τό χορτάρι έφτασε το ανθρώπινο ανάστημα.
3. ζω•достигнуть старости ζω ως τα γεράματα.
4. πετυχαίνω, κατορθώνω (το επιδιωκόμενο), φτάνω•достигнуть цели πετυχαίνω το σκοπό.
5. μ παλ. φτάνω, προφτάνω, πλησιάζω. -
17 достигнуть
1. (до какого- л. места, предела, возраста) φτάνω, πλησιάζω 2. (ο размере, весе, количестве и т.п.) φτάνω 3. (до-биться чего-л.) πετυχαίνω, επιτυχάνω, κατορθώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > достигнуть
-
18 совершенство
το τέλειο, η τελειότηταдоводить до - а πετυχαίνω -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > совершенство
-
19 выгореть
выгоретьсов1. см. выгорать·2. (удаться) разг πετυχαίνω, πιάνω:дело не выгорело ἡ δουλειά δέν ἔπιασε. -
20 выдержать
выдержатьсов, выдерживать несов1. ἀντέχω, βαστώ, τά βγάζω πέρα·2. перен (вытерпеть) ἀντέχω, κρατῶ, ὑπομένω:3. (вино и т. ἡ.) ἀφήνω νά παλιώσει· ◊ это не выдерживает критики αὐτό δέν ἀντέχει στήν κριτική· выдержать экзамен πετυχαίνω στίς ἐξετάσεις· \выдержать несколько изданий ἐκδίδομαι πολλές φορές.
См. также в других словарях:
πετυχαίνω — 1 επιτυγχάνω και πετυχαίνω, (ε)πέτυχα βλ. πίν. 148 2 πετυχαίνω, πέτυχα, πετυχημένος βλ. πίν. 148 Σημειώσεις: πετυχαίνω : η μτχ. πετυχημένος χρησιμοποιείται κυρίως ως επίθετο (→ αυτός που έγινε με επιτυχία ή έχει επιτυχία ή είναι πολύ καλός στο… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πετυχαίνω — Ν 1. σημαδεύω με επιτυχία, βρίσκω τον στόχο («τόν πέτυχα στο πόδι») 2. εννοώ ή μαντεύω («τό πέτυχες, αυτός ήταν») 3. συναντώ τυχαία κάποιον («τόν πέτυχα στη στάση») 4. κατορθώνω αυτό που επιδιώκω («πέτυχε ό,τι ήθελε» 5. (για εξετάσεις,… … Dictionary of Greek
πετυχαίνω — πέτυχα, πετυχημένος 1. μτβ., συναντώ κατά τύχη: Τον πέτυχα σε κάποιο μαγαζί. 2. κατορθώνω, καταφέρνω, φτάνω στο σκοπό: Πέτυχε να διοριστεί σε μια καλή θέση. 3. αμτβ., σημειώνω επιτυχία, προκόβω: Πέτυχε στη ζωή του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ευθυβολώ — πετυχαίνω εύκολα το στόχο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επιτυχαίνω — και επιτυγχάνω και πιτυχαίνω και πετυχαίνω (AM ἐπιτυγχάνω, Μ και (έ)πιτυχαίνω και πετυχαίνω) 1. βρίσκω τον στόχο, σημαδεύω καλά (α. «ῥᾴδιον μὲν τὸ ἀποτυχεῑν τοῡ σκοποῡ, χαλεπὸν δὲ τὸ ἐπιτυχεῑν», Αριστοτ. β. «τόν πυροβόλησε και τόν πέτυχε στην… … Dictionary of Greek
αποτυγχάνω — κ. τυχαίνω (AM ἀποτυγχάνω) 1. (μτβ.) δεν πετυχαίνω κάτι, αστοχώ 2. (αμτβ.) δεν πετυχαίνω τον σκοπό μου νεοελλ. (μτχ. παθ. πρκμ.) αποτυχημένος, η, ο 1. αυτός που δεν έχει κατορθώσει, δεν έχει πετύχει κάτι 2. (για πρόσωπα) αυτός που έχει ατυχήσει… … Dictionary of Greek
διαπράττω — (Α διαπράττω και διαπράσσω) 1. εκτελώ, αποπερατώνω 2. νεοελλ. (για άνοστο ή τετριμμένο λογοπαίγνιο) «τό διέπραξε πάλι» αρχ. 1. διέρχομαι, περνώ 2. αποπερατώνω, ολοκληρώνω 3. (με απαρέμφατο) κατορθώνω ώστε... 4. μέσ. πετυχαίνω κάτι, αποσπώ από… … Dictionary of Greek
ευστοχώ — (ΑΜ εὐστοχῶ, έω) [εύστοχος] 1. πετυχαίνω τον στόχο, χτυπώ με ακρίβεια κάτι («το όπλο του δεν ευστόχησε») 2. πετυχαίνω τον σκοπό μου νεοελλ. σκέπτομαι και ενεργώ σωστά αρχ. 1. επωφελούμαι από κάτι, εκμεταλλεύομαι («ἄνδρα δυνάμενον πάσης εὐστοχεῑν… … Dictionary of Greek
ευτυχώ — (ΑΜ εὐτυχῶ, έω) [ευτυχής] είμαι ευτυχής, ευδαιμονώ, ευημερώ, είμαι σε καλή κατάσταση (α. «ἄνθεσι Διαγόρας ἐστεφανώσατο δίς, κλεινᾷ τ ἐν Ἰσθμῷ τετράκις εὐτυχέων», Πίνδ. β. «ευτύχησε στις επιχειρήσεις του») νεοελλ. (μτχ. παθ. παρακμ.) ευτυχισμένος … Dictionary of Greek
ιθύς — (I) ἰθύς, εῑα, ύ, θηλ. και ιθέα (ΑΜ) 1. ευθύς, ίσιος 2. δίκαιος, σωστός, ειλικρινής μσν. φρ. «ἐς τὸ ἰθύ» επί τού θέματος αρχ. 1. (το αρσ. και το ουδ. ως επίρρ.) ἰθύς και ἰθύ α) τοπ. κατευθείαν εναντίον κάποιου β) χρον. αμέσως, ευθύς, παρευθύς 2.… … Dictionary of Greek
κλέβω — και κλέφτω και κλέπτω (AM κλέπτω, Μ και κλέπτω και κλέβ[γ]ω και κλέφτω) 1. παίρνω κάτι που δεν μού ανήκει, αφαιρώ από κάποιον κάτι κρυφά ή με απάτη, σφετερίζομαι, καταχρώμαι, ιδιοποιούμαι, υπεξαιρώ (α. «τής έκλεψαν τα λεφτά από την τσάντα» β.… … Dictionary of Greek