-
21 опустить
опущу, опустишь,те. μτχ. παρλθ. χρ. опущенный, βρ: -щен, -а, -оρ.σ.μ.1. κατεβάζω•опустить флаг κατεβάζω τη σημαία•
опустить штору κατεβάζω το στόρι,• опустить паруса κατεβάζω τα πανιά•
опустить опять ξανακατεβάζω.
|| χαμηλώνω•голову κατεβάζω το κεφάλι•
опустить глаза, взор χαμηλώνω τα μάτια, το βλέμμα.
|| χαλαρώνω•подводья у лошади χαλαρώνω το χαλινό του αλόγου.
|| αποθέτω, απιθώνω.2. ρίχνω•опустить письмо в -почтовый ящик ρίχνω το γράμμα στο γραμματοκιβώτιο.
|| βάζω, χώνω•опустить руку в карман χώνω το χέρι στη τσέπη.
|| βυθίζω•опустить руку в воду βυθίζω το χέρι στο νερό.
3. κλείνω κατεβάζοντας•опустить крышку рояля κλείνω το κάλυμμα του πιάνου•
опустить занавес в сцене κλείνω την αυλαία της σκηνής.
4. παραλείπω•излишнее в сочинении παραλείπω το περιττόν στο γραπτό έργο.
|| αφήνω να ξεφύγει•опустить удобный случай αφήνω να μου ξεφύγει η κατάλληλη ευκαιρία.
εκφρ.опустить перпендикуляр – (μαθ.) φέρω (τραβώ) κάθετη.1. κατεβαίνω κατέρχομαι. || γέρνω, κλίνω χαμηλώνω•голова -лась на грудь το κεφάλι έγειρε (κρέμασε) ως το στήθος.
|| κάθομαι, πέφτω ξαπλώνω•на колени γονατίζω•
опустить на диван ξαπλώνω στο ντιβάνι.
|| βυθίζομαι, πηγαίνω στον πάτο. || μτφ. ξαπλώνομαι, πέφτω•ночь -лясь η νύχτα έπεσε, νύχτωσε•
сумерки -лись σουρούπωσε•
туман -лась на долину ομίχλη έπεσε στην κοιλάδα.
2. κλείνομαι•занавес -лась η αυλαία έκλεισε (έπεσε).
3. αδιαφορώ για την εξωτερική εμφάνιση, ατημελώ ρεμπελεύω. || ξεπέφτω ηθικά.4. παθαίνω καθίζηση, κάθομαι• κατολισθαίνω (για έδαφος).εκφρ.опустить на дно – εξαθλιώνομαι, εξαχρειώνομαι, γίνομαι κατακάθι της κοινωνίας. -
22 подсунуть
ρ.σ.μ.χώνω, βάζω αποκάτω•подсунуть сундук под кровать βάζω το σεντούκι κάτω από το κρεβάτι.
|| χώνω, βάζω απαρατήρητα, κρυφά. || απατώ, ξεγελώ, πασάρω•он -ул мне фальшивую монету αυτός μου πάσαρε ένα κάλπικο νόμισμα.
(απλ.) πλησιάζω• χώνομαι. || μτφ. επεμβαίνω•подсунуть с советами επεμβαίνω με συμβουλές.
-
23 приткнуть
ρ.σ.μ. (απλ.)1. καρφιτσώνω•бант булавкой καρφιτσώνω το φιόγκο με παραμάνα.
2. χώνω, βολεύω ταχτοποιώ διευθετώ•-и вещи в уголок χώσε τα πράγματα στη γωνία.
3. μτφ. βάζω, ταχτοποιώ σε δουλειά χώνω.1. βολεύομαι, ταχτοποιούμαι στενόχωρα• στριμώχνομαι. || καταλύω, βρίσκω κατάλυμα, χώνομαι κάπου.2. μτφ. (απλ.) ταχτοποιούμαι, βολεύομαι σε δουλειά• χώνομαι. -
24 просунуть
ρ.σ.μ. χώνω, βάζω μέσα•просунуть голову в окошко χώνω το κεφάλι στο παραθυράκι.
χώνομαι, εισδύω, μπαίνω μέσα. -
25 упихать
ρ.σ.μ. (απλ.)• χώνω•упихать вещи в чемодан χώνω τα πράγματα στη βαλίτσα.
-
26 утискать
ρ.σ.μ.(απλ.) βάζω, χώνω•утискать бель в чемодан χώνω τα εσώρουχα στη βαλίτσα.
χώνομαι, μπαίνω. -
27 уткнуть
уткну, уткншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. уткнутый, βρ: -нут, -а, -оρ.σ.μ.1. στηρίζω•уткнуть руки в бока στηρίζω τα χέρια στα πλευρά, στη μέση, στα ισχία.
|| χώνω, βάζω μέσα•-лицо в воротник χώνω το πρόσωπο στον (ανασηκωμένο) γιακά.
|| μτφ. καρφώνω, προσηλώνω•уткнуть глаза на кого-н. καρφώνω τα μάτιασε κάποιον.
2. (διαλκ.) μπήγω• βυθίζω.1. χώνομαι, μπαίνω μέσα.2. μτφ. απορροφούμαι, συγκεντρώνομαι., αφοσιώνομαι, ολοσχερώς.3. προσκρούω, συγκρούομαι,. -
28 вгонять
вгонятьнесоз.1. (загонять) μπάζω, βάζω μέσα;2. (втыкать, вонзать) разг μπήγω, καρφώνω, χώνω, βυθίζω:\вгонять гвоздь в доску μπήγω καρφί στό σανίδι;3. (доводить до чего-л.) разг κάνω:\вгонять в краску κάνω νά κοκκινίσει; \вгонять в пот κατακουράζω, κάνω κάποιον νά ἰδρώσει; \вгонять в гроб кого-л. ὀδηγω κάποιον στόν τάφο. -
29 вдалбливать
вдалбливатьнесов (кому-л. что-л.) μπάζω, χώνω στό κεφάλι, μπήγω. -
30 вдвигать
вдвигатьнесов, вдвинуть сов σπρώχνω μέσα, είσωθῶ, χώνω, μπάζω. -
31 вколачивать
вколачиватьнесов, вколотить сов1. μπήγω, ἐμπήγω, χώνω, καρφώνω·2. перен разг βάζω στό κεφάλι μου. -
32 вонзать
вонзатьнесов, вонзить сов μπήγω, καρφώνω, χώνω, βυθίζω. -
33 впихивать
впихиватьнесов, впихнуть сов разг σπρώχνω, χώνω, σκουντώ. -
34 врывать
врыватьнесов φυτεύω, μπήγω, χώνω. -
35 всаживать
всаживатьнесов μπήγω, χώνω, καρφώνω. -
36 втыкать
втыкатьнесов (ἐ)μπήγω, χώνω μέσα, καρφώνω. -
37 втягивать
втягиватьнесов, втянуть сов1. ἐλκω, σύρω, σέρνω μέσα, τραβώ (внутрь)/ ἀνεβάζω, ἀνασύρω (наверх)·2. (вобрать в себя) είσπνέω (носом)! ρουφώ (губами)/ χώνω, μαζεύω (голову и т. п.)/ ρουφώ (живот)·3. перен (вовлекать) παρασύρω/ μπερδεύω, περιπλέκω (впутывать). -
38 девать
дева||тьнесов1. (запрятать, потерять) βάζω, θέτω, τοποθετῶ/ χώνω (засунуть):куда я \деватьл свои́ очки? ποῦ ἐβαλα (или Εχωσα) τά γυαλιά μου;·2. (израсходовать, потратить):он не знает, куда \девать свой силы δέν ξέρει ποῦ νά χρησιμοποιήσει τίς δυνάμεις του· он не знает, куда \девать свой деньги δέν ξέρει τί νά τά κάνει τά χρήματα του. -
39 забивать
забиватьнесов1. καρφώνω (гвоздь и т. ἡ.)Ι μπήγω, χώνω (сваи и т. п.)·2. (заделывать) φράζω, κλείνω, βουλώνω, στουπώνω·3. (заполнять, засорять) γεμίζω/ φράζω, κλείνω (μετ.) (проход и т. п.)·4. (подавлять, превосходить) разг ὑπερβαίνω, ξεπερνώ·5. спорт.:\забивать гол βάζω γκολ, σημειώνω τό τέρμα· \забивать голову кому́-л. φουσκώνω τά μυαλά κάποιου. -
40 забрасывать
забрасыватьнесов1. (закидывать куда-л.) πετώ, ρίχνω·2. (закидывать чем-л.) ρίχνω πάνω σέ κάποιον3. (засовывать) χώνω·4. (оставлять без внимания) παρατώ, ἀμελω.
См. также в других словарях:
χώνω — χώνω, έχωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
χώνω — χῶ, όω, ΝΑ, και διαλ. τ. χούνω Ν καλύπτω με χώμα, παραχώνω, θάβω (α. «τόν έχωσαν κάπου πρόχειρα για να μην τόν βρουν οι εχθροί» β. «ἀπόδος δάμαρτος νέκυν, ὅπως χώσω τάφω», Ευρ.) νεοελλ. 1. μπήγω κάτι στο έδαφος 2. κρύβω κάτι μέσα σε κάτι άλλο ή… … Dictionary of Greek
χώνω — έχωσα, χώθηκα, χωμένος και χωσμένος 1. βάζω κάτι βαθιά στο χώμα: Έχωσαν στο χωράφι έναν τενεκέ με λίρες. 2. θάβω, κρύβω κάτι μέσα σε άλλο πράγμα, σκεπάζω: Χώνει τα χρήματά του κάτω από το στρώμα. 3. το μέσο, χώνομαι τρυπώνω, μπαίνω κάπου,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπήγω — και μπήζω και μπήχνω και μπήχτω (Μ μπήγω και σμπήγω και μπήσσω και μπήζω) εισάγω κάτι μέσα σε άλλο ή στο έδαφος ή σε στερεό σώμα με πίεση ή χτύπημα, καρφώνω, χώνω («τού γιου μου αρπάζω το σπαθί στα στήθη της τό μπήγω», Βιζυην.) νεοελλ. 1. τρώγω… … Dictionary of Greek
συγκατορύσσω — αττ. τ. συγκατορύττω Α 1. χώνω κάτι μαζί με άλλο 2. θάβω κάποιον μαζί με άλλον («ἐφεξῆς τῷ Δημοκρίτῳ τὸν Παρμενίδην συγκατορύττειν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κατορύσσω «σκάβω λάκκο και χώνω κάτι μέσα, θάβω»] … Dictionary of Greek
υποχώννυμι — ΜΑ χώνω κάτι κάτω από κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + χώννυμι «χώνω»] … Dictionary of Greek
χώσιμο — και διαλ. τ. χούσιμο, το, Ν 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χώνω, έμπηξη («οι πάσσαλοι θέλουν καλό χώσιμο») 2. επικάλυψη με χώμα 3. απόκρυψη σε βάθος, καταχώνιασμα 4. ενταφιασμός, θάψιμο 5. (ιδιωμ.) συνουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χωσ τού αορ.… … Dictionary of Greek
Medieval Greek — Ἑλληνική Ellinikí Spoken in eastern Mediterranean Extinct developed into Modern Greek by 1453 … Wikipedia
Byzantinisches Griechisch — Mittelgriechisch Zeitraum 600–1453 Ehemals gesprochen in Staatsgebiet des Byzantinischen Reichs, südliche Balkanhalbinsel, Süditalien, Kleinasien, Schwarzmeerküste, Ostküste des Mittelmeers und heutiges Ägypten Linguistische Klassifikation Indo… … Deutsch Wikipedia
Mittelgriechisch — Zeitraum 600–1453 Ehemals gesprochen in Staatsgebiet des Byzantinischen Reichs, südliche Balkanhalbinsel, Süditalien, Kleinasien, Schwarzmeerküste, Ostküste des Mittelmeers und heutiges Ägypten Linguistische Klassifikation Indo Europäisch… … Deutsch Wikipedia
Mittelgriechische Sprache — Mittelgriechisch Zeitraum 600–1453 Ehemals gesprochen in Staatsgebiet des Byzantinischen Reichs, südliche Balkanhalbinsel, Süditalien, Kleinasien, Schwarzmeerküste, Ostküste des Mittelmeers und heutiges Ägypten Linguistische Klassifikation Indo… … Deutsch Wikipedia